- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Τρούμπα, αληθινές ιστορίες
Μυρωδιές έθνικ εστιατορίων και μπαρ σαν του αθηναϊκού κέντρου. Η γειτονιά που γυρίστηκαν τα «Κόκκινα φανάρια» αλλάζει.
Το Σινέ Ολυμπίκ είναι ιστορικό τσοντοσινεμά.Λειτουργούσε από τα χρόνια της αληθινής Τρούμπας, μόνο που τότε βρισκόταν στη Δευτέρας Μεραρχίας και σήμερα είναι στη Φίλωνος. Ο άνθρωπος στο ταμείο ήταν χαμογελαστός και ευγενικός. Μόνο όταν τον ρώτησα πού είναι η τουαλέτα με κοίταξε λίγο περίεργα, πριν πει «με το που μπαίνεις δεξιά και κάτω».
Ήταν θεοσκότεινα. Κοίταξα δεξιά αλλά δεν έβλεπα τίποτα, έτσι ανέβαλα την τουαλέτα μέχρι να συνηθίσουν λίγο τα μάτια μου. Προχώρησα στα τυφλά, έκατσα πριν τη μέση, βολεύτηκα λιγάκι και άναψα τσιγάρο. Το έργο δεν έλεγε και πολλά. Η εικόνα ήτανε θαμπή, από υπόθεση μηδέν, η πρωταγωνίστρια όμως μέτραγε. Μετά αισθάνθηκα μια παρουσία. Ένας τύπος είχε έρθει αθόρυβα, έκατσε κολλητά δίπλα και με κοίταγε. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. «Φιλαράκι, δεν θέλω παρέα». «Οκέι». Έφυγε το ίδιο αθόρυβα. Έκανα ένα τσιγάρο ακόμα κι έφυγα κι εγώ.
Πέντε ευρώ η είσοδος στο Σινέ Ολυμπίκ και μπορείς να κάτσεις όσο θέλεις
Το ρολόι στον Άγιο Νικόλαο έλεγε 5.30. Ο Άγιος Νικόλας στην Ακτή Μιαούλη είναι το ένα άκρο της Τρούμπας. Το άλλο είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας, δέκα λεπτά με τα πόδια από τον ηλεκτρικό του Πειραιά, όπως βγαίνεις αριστερά. Στον Άγιο Νικόλαο είχα ραντεβού με τον Βασίλη Πισιμίση, ο οποίος έχει γράψει το βιβλίο «Βούρλα-Τρούμπα, μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά, 1840-1968» (εκδ. Τσαμαντάκη) και τώρα έχει σχεδόν έτοιμο και το δεύτερο βιβλίο του, με το ίδιο θέμα.
«Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδιακατσαρά μαύρα μαλλιά άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιά»
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε τον παραπάνω στίχο για μια Κρητικιά που δούλευε σε «σπίτι» στην περιοχή Βούρλα. Το είχα απορία, πώς τύποι σαν τον Βαμβακάρη και άλλους διάσημους ρεμπέτες έκαναν σχέσεις σχεδόν μόνο με κορίτσια που δούλευαν στα σπίτια. Ήταν οι εποχές έτσι που ήταν δύσκολες οι σχέσεις, που θα έπρεπε να παντρευτείς για να έχεις κοπέλα, Βασίλη; «Όχι ρε, λες ο Βαμβακάρης να μην μπορούσε να βρει γκόμενα; Υπόκοσμος, πορνεία, τεκέδες και ρεμπέτες θεωρούνταν αντικοινωνικά στοιχεία, έτσι και οι άνθρωποί τους συγκεντρώνονταν στους ίδιους χώρους». Μετά μου θύμισε ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Βαμβακάρη: «Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σμύρνη, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη, είκοσι εφτά-είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κοστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα. Όμως και μετά το γάμο μου πηγαίναμε, εγώ αν και νιόπαντρος, σε κοινές γυναίκες που ακμάζανε τότες στα Βούρλα. Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα κι εγώ. Σιγά-σιγά, σκαλί-σκαλί, πήρα τον κατήφορο. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα ταίρι».
Ο Βασίλης λέει ότι προπολεμικά στην Τρούμπα υπήρχαν μόνο καμπαρέ. Τα σπίτια βρίσκονταν στα Βούρλα, κοντά στη Δραπετσώνα. Από τον πόλεμο μεταφέρθηκαν και τα σπίτια στην Τρούμπα, μέχρι που τα έκλεισε ο χουντικός δήμαρχος Σκυλίτσης το 1968. Βασίλης: «Οι παλιές στην Τρούμπα λέγανε ότι οι πιο φανατικοί διώκτες τους τις ώρες της ημέρας ήταν οι πιο βιτσιόζοι πελάτες τους τη νύχτα». Από το ’70 έως και το τέλος του ’90 υπήρχαν ακόμα τα παραδοσιακά καμπαρέ, που έφερναν αρτίστες από την Ασία και τη Λατινική Αμερική, για τρεις μήνες το κάθε σχήμα. Από τότε μέχρι και σήμερα υπάρχουν μόνο τα μπαρ-κονσομανσιόν. Σε αυτά ο πελάτης κερνάει ποτό την κοπέλα και κάθονται και μιλάνε. Οι περισσότεροι τύποι περιμένουν με τα ποτά, ή με τις παραφουσκωμένες ιστορίες, το πράγμα να οδηγήσει και αλλού.
Παλαιά & νέα Τρούμπα
Οι οδοί Φίλωνος και Νοταρά είναι το κέντρο της Τρούμπας, που τελευταία έχει έρθει στην επικαιρότητα λόγω κάποιων καινούργιων μαγαζιών που έχουν ανοίξει. Τυχαία έπεσα σε μια παρέα που κουβέντιαζαν δημοσίευμα εφημερίδας. Αποκαλούσε «κωλόμπαρο» το μαγαζί ενός από την παρέα και ο τύπος είχε τα νεύρα του. Του λέω «να κάτσω να μου πεις δυο πράγματα;» «Άσε με, ρε φίλε, δεν θέλω να σε προσβάλω γιατί ούτε και σε ξέρω, αλλά άλλα λες κι άλλα γράφουνε. Αλλά και τι να σου πω; Εγώ είμαι εδώ από το ’74. Όμως, να σου πω για τον έναν και τον άλλον; Και πεθαμένοι να είναι, θα ζουν τα παιδιά τους. Είναι σωστό;» Έτσι, έκατσα μόνος στην μπάρα και ήπια δυο μπίρες. Ήτανε δύο όμορφες κοπέλες από μέσα, ξένες και οι δύο, και δεν μπορούσα να αποφασίσω ποια ήταν η πιο όμορφη. Όταν έβλεπα τη μία, έλεγα αυτή. Όταν πλησίαζε η άλλη, έλεγα εκείνη. Με κάτι τέτοιες σκέψεις έφυγα για το Lola’s, ένα μπαράκι που άνοιξε τον Δεκέμβριο στη Δευτέρας Μεραρχίας και έχει πάρει το όνομά του από το γνωστό έργο με την Καρέζη.
Δυο βήματα το Lola’s, άλλος κόσμος. Έχει και φαγητό, προσεγμένο μαγαζί, εδώ συχνάζουν άνθρωποι από τις γύρω ναυτιλιακές κ.λπ., νεαρόκοσμος κυρίως. Ιδιοκτήτρια είναι η Ελευθερία Καρδάμη, η οποία είναι σχεδιάστρια μόδας (Blondie.e). Ήρθε με το σκύλο της. «Θέλεις ένα καφέ;» «Θα πιω μια μπίρα». Η Ελευθερία παραδέχεται ότι η γειτονιά «είναι λίγο αμίλητη», ότι «δεν το έχει το επικοινωνιακό». «Έχει τύχει αργά το βράδυ να μπει τύπος και να με ρωτήσει πόσα παίρνω, αλλά αυτή είναι η εξαίρεση. Ο κόσμος που έρχεται είναι αυτός που βλέπεις». Η Ελευθερία πάει και στο Troubar που το έχουν φίλοι της και είναι και αυτό καινούργιο μπαράκι, στη Φίλωνος, λέει ότι σέβεται τη γειτονιά, όχι όπως την έχει ζήσει γιατί είναι μικρή και δεν την έχει ζήσει, αλλά όπως έχει ακούσει και έχει δει στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.
Η Ελευθερία Καρδάμη
Περπατούσα στη Νοταρά και ακουγότανε Βασίλης Καρράς μέχρι το πεζοδρόμιο. Στη μία άκρη του μπαρ ήτανε δυο τύποι με μια κοπέλα και τα λέγανε με δυο κοπέλες που ήταν μέσα από το μπαρ. Έκατσα στην άλλη άκρη. Εκείνη φορούσε ψηλές μπότες, κοντή φούστα, είχε μεγάλο ντεκολτέ, ξανθά μαλλιά με μπούκλες και σχιστά γαλάζια μάτια, γύρω στα 30 κάτι. Με ρώτησε πώς με λένε. Εκείνη ήταν η Έλενα. Από τη Ρουμανία, την πόλη Κοστάντζα. Η Έλενα έλεγε ότι θα ήθελε να μείνει στην Ελλάδα αλλά έχει κρίση κι εδώ, ότι της άρεσε και στην Ιταλία που δούλευε στα φέρι μποτ, ότι έχει πάει και Αμερική για ένα γάμο και τα λεφτά τρέχανε στους δρόμους και μακάρι να μπορούσε να ζήσει εκεί.
Όπως και οι περισσότερες κοπέλες που δουλεύουν σε αυτά τα μαγαζιά, η Έλενα φαινόταν ξύπνια, είχε ένα βλέμμα σα να έχει ζήσει πολλά, με μια δόση ματαιότητας μαζί. Μετά με ρώτησε τι δουλειά κάνω και άρχισαν να μου κατεβαίνουν διάφορες ιδέες. Ότι έχω δικιά μου δουλειά, ότι είμαι υπάλληλος, ότι είμαι ντι τζέι. Τελικά, είπα ντι τζέι. Με κοίταξε με δυσπιστία και ύστερα από λίγο έκατσε στην άλλη άκρη.
Σχεδόν τα μισά κτίρια στη Φίλωνος και τη Νοταρά είναι εγκαταλειμμένα. Όλα τους παλιά ξενοδοχεία που είχαν κι ένα καμπαρέ από κάτω. Στη Φίλωνος έχει ένα καλοφτιαγμένο ιταλικό εστιατόριο που το λένε «Σπεράντζα» (Η Σπεράντζα Βρανά, 1928-2009, έχει γράψει το βιβλίο «Η Τρούμπα»), στον Αϊ-Νικόλα έχει ανοίξει ένα σούσι, στη Νοταρά υπάρχουν δύο ινδικά κι ένα ταϊλανδέζικο. Το ταϊλανδέζικο το λένε Rouan Thai και την ώρα που μπήκα τρώγανε τρεις τύποι Γιαπωνέζοι με γραβάτες. Ο Παύλος Ευστρατίου είναι συνταξιούχος ναυτικός. Το μαγαζί είναι της γυναίκας του, που είναι Ταϊλανδή και το ελληνικό της είναι Μαρίνα. 16 χρόνια εστιατόριο, μου άνοιξε η όρεξη εκεί μέσα. «Σπουδαίο πιάτο είναι το τομ-γιαμ σούπα, με κοτόπουλο ή γαρίδες, αλλά και τα πιάτα μας με μοσχάρι, κοτόπουλο ή πάπια με κάρι» λέει. Ο κ. Παύλος τριγυρνάει στη γειτονιά από το ’70. «Παλιά στη Νοταρά τις νύχτες πρόσεχες πώς περπατούσες μην τρακάρεις με κάναν άλλο περαστικό. Τόσο πολύ κόσμο είχε. Μόνο εδώ υπήρχαν καμιά 20αριά καμπαρέ. Η Τρούμπα ακουγότανε σαν κάτι κακόφημο, ίσως και να ήτανε. Τώρα όμως είναι από τις πιο ήσυχες περιοχές. Προσπαθεί να αναβαθμιστεί, μας φτιάξανε και τα πεζοδρόμια, ανοίξανε και κάνα δυο μπαράκια, έχει τα έθνικ εστιατόρια. Έχει, βέβαια, μεγάλο κυκλοφοριακό πρόβλημα, αλλά αυτό το πρόβλημα το έχει όλος ο Πειραιάς». Παρεμπιπτόντως, και στη Νοταρά και στη Φίλωνος κάθε λίγο έχει κι ένα πάρκινγκ και στον Άγιο Νικόλα παραλίγο να τσακωθούνε δύο τύποι για την προτεραιότητα.
Ο Παύλος Ευστρατίου και η Ταϊλανδή σύζυγός του Μαρίνα
Μια ιστορία για το τέλος
Κάτω στην Ακτή Μιαούλη καθόμασταν με τον Βασίλη σε ένα καφέ-μπαράκι. Σε μια παρέα ήτανε τέσσερις τύποι από 60 και πάνω και μια κοπέλα γύρω στα 25. «Γιατί δεν παντρεύτηκες;» είπε σ’ έναν τύπο η κοπέλα, «ψάχνω την κατάλληλη» απάντησε εκείνος. Μετά της έλεγε να τον κεράσει τίποτα κι εκείνη δεν τον κέρναγε και την έλεγε τσιγκούνα και πιο μετά εκείνος ρώταγε για διάφορες τι κάνουν και για κάποια κοπέλα που έμαθε ότι παντρεύτηκε έναν τύπο που γνώρισε στο μπαρ και μετά τον κέρασε.
Ο Βασίλης είναι 55 και του ’πα να μου πει καμιά ιστορία. «Από το 1974, 14 χρονών, δούλευα εδώ πιο πάνω σε ένα μαγαζί που έφτιαχνε φύλλο κανταΐφι κι εγώ με το καροτσάκι το πήγαινα στα ζαχαροπλαστεία. Και τα καμπαρέ είχανε προθήκες με γλυκά και τους πήγαινα. Το ’76 αποφασίζω να πάρω μια κοπέλα για ολόκληρη τη νύχτα, στο καμπαρέ Μουλέν Ρουζ που ήτανε Δευτέρας Μεραρχίας και Νοταρά. Τότε, για να πάρεις μια κοπέλα για όλο το βράδυ έπρεπε να ανοίξεις ένα μπουκάλι μαρτίνι ή ουίσκι. 1.000 δραχμές έκανε, εμένα ο μισθός μου το μήνα ήτανε 1.500. Πίναμε που λες, τι πίναμε δηλαδή, εγώ έπινα, και κατά τις 2 μου λέει η δικιά σου “κάτσε να πάω να ετοιμαστώ κι έρχομαι να φύγουμε”. Περίμενα, περίμενα, τίποτα. Έτσι όπως ήμουνα και λίγο πιωμένος, μπαίνω στα καμαρίνια κι άρχισα να την ψάχνω όταν εμφανίστηκε από πίσω μου ένας νταγλαράς. “Τι θες;” μου λέει, του είπα τι έγινε και μου λέει “έλα έξω να σε κεράσω ένα ποτό”. Κάθομαι ξανά στο μπαρ και πίνω το ποτό και μου πιάνει την κουβέντα μια άλλη και μου λέει για την προηγούμενη που με παράτησε “άσ’ την αυτήν, σε όλους τα ίδια κάνει. Άνοιξε ένα μαρτίνι ακόμα και μετά θα φύγουμε μαζί”. Δεν μάσησα, βγήκα έξω και πήγα απέναντι που ήτανε το κτίριο μιας ναυτιλιακής και καβατζώθηκα κάπου ώστε και να μη με βλέπουνε και εγώ να βλέπω τι γίνεται στο μαγαζί. Ήμουνα και λιώμα και περίμενα να γυρίσει εκείνη. Είχε κάτι χαρτόνια κι έκατσα εκεί. Τελικά με πήρε ο ύπνος και με ξυπνήσανε οι σκουπιδιάρηδες για να πάρουν τα χαρτόνια. Θέλω να πω ότι η Τρούμπα είχε κάποιους κώδικες, αυτό που σου προσέφερε αυτό σου έδειχνε, δεν είχες να φοβηθείς τίποτα αν ήσουν εντάξει. Αν εκείνο το βράδυ συνέχιζα να κάνω μαγκιές θα έτρωγα φάπες, κατάλαβα μέχρι πού με έπαιρνε και το έκοψα».
Στην Ακτή Μιαούλη τα δυο τρία μπαράκια που θυμίζουν τα παλιά, χάνονται ανάμεσα σε καταστήματα κινητής τηλεφωνίας, ναυτιλιακά γραφεία, είδη ταξιδιού, ταχυφαγεία και περιποιημένα καφέ. Σε ένα από αυτά πίνουν καφέ στα όρθια και βιαστικά τέσσερις τύποι κυριλέ. Σκέφτομαι ότι κάπου εδώ θα έπινε το ναργιλέ της η «Ξακουστή Τετράδα του Πειραιά», οι Βαμβακάρης, Δελιάς, Μπάτης και Παγιουμτζής και προσπαθώ να φανταστώ τι θα έκαναν αν κάποιος πάταγε ένα κουμπί και τους έφερνε σήμερα στην Τρούμπα. Πάρτι που θα γινότανε...