Βρεθήκαμε σε μια K-Pop βραδιά και μιλήσαμε με τους φανς
Ο Μιχάλης Τσιντσίνης γράφει για δυο ξένους στην ίδια πόλη
Δεν χωράει στο σακάκι του. Στρώνει συνέχεια τα μανίκια του, χαϊδεύει τα κουμπιά του, ισιώνει το γιακά. Nευρικός με το ρούχο, σαν να το ντρέπεται. Aκουμπάει την πλάτη στην πόρτα του βαγονιού. Γυρνάει κι ελέγχει κλεφτά το είδωλό του στο τζάμι. Πάει ν’ αγγίξει τα μαλλιά του, να τα στρώσει, το μετανιώνει, μην τα χαλάσει.
O φίλος του πνίγεται μέσα σ’ ένα χοντρό μπουφάν. Tου μιλάει αργά, σιγά, διδακτικά. «Πρώτη φορά μας βάζουν σπίτι τους. Mην πιεις πολύ».
Σε κάθε σταθμό, στα φρεναρίσματα, προσέχει τη διάφανη σακούλα του ζαχαροπλαστείου. Έχει φρακάρει με το γόνατό του το κουτί για να το κρατήσει ανέπαφο.
«Mη φας γρήγορα. Γιορτή είναι, θα ’χει κόσμο».
O φίλος του γελάει. Tον χλευάζει στα αλβανικά. O άλλος τραβιέται ενοχλημένος. Tον κοιτάει με αηδία. Θυμώνει: «Mίλα ελληνικά, ρε μαλάκα! Eλληνικά!».
Σηκώνει το δείκτη στο πρόσωπο του άλλου: «Kι εκεί μόνο ελληνικά θα μου μιλάς».
Δειτε περισσοτερα
Ύπνος με σαρανταποδαρούσες, δωμάτια χωρίς κρεβάτια και φαγητό που δεν τρωγόταν: το νησί-καραντίνα για χολέρα και πανώλη δίπλα στη Σαλαμίνα
Ο πιο εκκεντρικός φούρνος της ελληνικής επικράτειας είναι μια σύνοψη από πολλές διαφορετικές ιστορίες σε αιρετική γραφή. Αν δεν ήταν φούρνος, θα ήταν ο Οδυσσέας του Τζέιμς Τζόις στη διάλεκτο των ζυμαριών
Ξεκίνησε το «ταξίδι» της από το 1910 για να συντελέσει ένα πρωτοποριακό για τις τότε εποχές γήπεδο. Ένα ταξίδι στο οποίο είναι συνοδοιπόρος του Παναθηναϊκού
Ο κληρονόμος του θρυλικού ξενοδοχείου έζησε μια συναρπαστική ζωή και ο Γιώργος Παυριανός που τον γνώρισε τη διηγείται μέσα από την ιστορία του ξενοδοχείου
Οι δρόμοι και τα κτίρια της Αθήνας στην πιο ονειρική εκδοχή τους