Βαγγέλης Καγμάκης: Τα παλιά μαστόρια ξέρουν
Ο μοναδικός κατασκευαστής ηλεκτρικής κιθάρας στην Ελλάδα
Εμμανουήλ Μπενάκη, νούμερο 36. Χειροποίητες κιθάρες πολλές από τα χέρια ενός κυρίου που το όνομά του είναι μύθος για το αθηναϊκό ροκ εν ρολ κι όχι μόνο. Το μαγαζί του Βαγγέλη, στο κέντρο της Αθήνας, δεν είναι μόνο το δημοφιλέστερο σημείο συνάντησης επαγγελματιών κιθαριστών της πόλης. Αφορά και άλλες «φυλές» κατοίκων της. Για τους ερασιτέχνες μουσικούς, είναι ο καλύτερος θάλαμος προσομοίωσης με τους βιρτουόζους ροκ ήρωες. Για τους απλώς περίεργους αλλά ταγμένους φαν του ήχου της κιθάρας, φαντάζει ως ο τέλειος ψυχαναλυτικός παράδεισος.
Μέσα στο μαγαζί του Βαγγέλη βλέπεις σπάνια μοντέλα Telecaster, Stratocaster, Jaguar, Jazzmaster της Fender. Βλέπεις επίσης μαύρες γυαλισμένες SG (ταυράκι) Gibson, λευκές κιθάρες της Gretsch ή ντεγκραντέ τουρκουάζ, που καταλήγει σε άσπρο, κιθάρες Danelectro (σαν αυτή που έπαιζε ο Jimmy Page ή ο Johnny Ramone). Ο Βαγγέλης Καγμάκης στο μαγαζί του δεν πουλά απλώς ηλεκτρικά όργανα. Ο Βαγγέλης είναι ο μοναδικός κατασκευαστής ηλεκτρικής κιθάρας στην Ελλάδα.
Τον βάζουμε να θυμηθεί το παρελθόν του. Το κάνει λέγοντας: «Δημοσιοποίησα το πρώτο μου όργανο το 1982. Από τότε έως σήμερα, πρέπει να κατασκεύασα κάπου 500». Από το εργαστήριο του Καγμάκη έχουν βγει κιθάρες για πολλές χρήσεις. Η πιο, ας το πούμε, χιουμοριστική κατασκευάστηκε στα τέλη του ’80. Ήταν παραγγελία του Τζίμη του Πανούση. Είχε σχήμα σφυροδρέπανου. Ο Βαγγέλης θυμάται: «Εκείνη την περίοδο πήγα να τον δω λάιβ. Όταν ανέβηκε στη σκηνή με την κιθάρα που του είχα φτιάξει, έγινε της παλαβής.Θυμάμαι, είπε: “Όλο μαλακίες παίζει αυτή η κιθάρα. Σωστά παίζει μόνο Θεοδωράκη” και καπάκι άρχισε να παίζει τραγούδια του Μίκη».
Ο Καγμάκης μπήκε στην αγορά των μουσικών οργάνων το 1974. Τότε ήταν ένας πωλητής με ισχυρές δόσεις περιέργειας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, άνοιξε τον δικό του χώρο. Ο Βαγγέλης λέει: «Το πρώτο μου μαγαζί ήταν στην οδό Σόλωνος. Έως εκείνη τη στιγμή, στην Ελλάδα, κατάστημα μουσικών οργάνων σήμαινε πως δίπλα από μια ηλεκτρική κιθάρα θα μπορούσε να υπάρχει προς πώληση ένα αρμόνιο, μια ντραμς ή κρουστά. Εγώ ήθελα στον δικό μου χώρο να υπάρχουν μόνο κιθάρες. Ήθελα να είμαι συγκεντρωμένος στο όργανο που μου άρεσε. Κάποια στιγμή άρχισα να πειραματίζομαι με τα όργανα που μου άρεσαν. Και κάποια άλλη στιγμή αποφάσισα κάτι πολύ φιλόδοξο: να φτιάξω κιθάρα που θα είχε τον ήχο Fender Stratocaster και δεν θα κόστιζε ένα σκασμό λεφτά. Νομίζω πως τα κατάφερα. Αυτό που με διαφοροποιεί από τους άλλους (συναδέλφους) μου είναι πως γύρω από την κιθάρα είχα πολλά “γιατί” και πάντα έψαχνα να βρω τα “διότι” τους».
Οι μόνες κιθάρες που δεν υπάρχουν στο μαγαζί του Βαγγέλη είναι οι φαντεζί (με σχήματα κεραυνών, αστραπών, νεκροκεφαλών κ. α.) που χρησιμοποιούν οι χεβιμεταλάδες. Ο Βαγγέλης σχολιάζει: «Ο ήχος τους δεν μου είναι άγνωστος. Αυτό που με ζορίζει στον περισσότερο πληθυσμό των παιδιών που αγοράζουν αυτά τα όργανα είναι ότι το κάνουν απλώς και μόνο γιατί κάποιος άλλος, που πληρώθηκε για να το κάνει, τα κράτησε πρώτος. Αυτή η καθοδηγούμενη αγορά δεν μου αρέσει. Και θεωρώ πως πολλά από αυτά τα συγκεκριμένα όργανα είναι υπερκοστολογημένα. Δεν ήμουν ποτέ έμπορος αυτού του είδους. Δεν με ενδιαφέρει η υπεραξία του. Μου αρέσει το ροκ. Και μου αρέσουν τα παιδιά που φτιάχνουν μπάντες. Μου αρέσει η ιδέα πως ένα παιδί βγάζει τη ζοχάδα του μέσω της μουσικής του. Το νεκρόφιλος όμως δεν το χωνεύω».
Για έναν ρόκερ είναι δύσκολο να ανέβει ή να κατέβει την Εμμανουήλ Μπενάκη χωρίς να σταθεί έστω και για λίγο μπροστά από το νούμερο 36. Οι «κούκλες» που κάθονται στη βιτρίνα του Βαγγέλη είναι μοναδικές. Δεν μιλάμε για εύκολες Fender ή Gibson που μπορείς να κοζάρεις στο ίντερνετ. Μιλάμε για μοντέλα που δεν θα βρεις πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Ο Βαγγέλης έχει μάθει να απολαμβάνει με τον δικό του τρόπο την αγορά και την πώληση της κιθάρας. Έχει τον δικό του κώδικα συμπεριφοράς: «Δέχομαι τους πάντες. Ερασιτέχνες και επαγγελματίες. Εκείνους που δεν αντέχω είναι τους τύπους που μπαίνουν στο μαγαζί με ύφος κριτή. Αυτούς πολλές φορές τους προκαλώ. Τους λέω “κλείστε τα μάτια και ακούστε τις κιθάρες που σας προτείνω”. Αισθάνονται αμήχανα σε αυτό. Φοβούνται μπας και δεν διαλέξουν μια ακριβή κιθάρα, αλλά μια άγνωστη. Κοιτάξτε, υπάρχουν όργανα που τα προστατεύω. Που δεν θα τα πουλήσω στον καθένα. Αν ένα όργανο φτάσει σε άνθρωπο που δεν το αγαπάει, θα χάσουν δύο. Εκείνος τα λεφτά του και ένας άλλος την κιθάρα που θα τον έκανε ευτυχισμένο. Για μένα, το κάθε όργανο έχει αποδέκτη. Δεν με πειράζει να περιμένω τη στιγμή που θα γνωριστούν».
Φωτογραφίες: Χριστίνα Γεωργιάδου