- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
5 ερωτήσεις στην Nτίνα Λάζαρη, Γραμματέα του Τομέα Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ
«Κουμπάροι και κολλητοί τέλος»
1. Γιατί ενώ η Ευρώπη φαίνεται να βγαίνει από την ύφεση, η Ελλάδα τώρα μπαίνει βαθύτερα;
Γιατί τα προβλήματα είναι διαφορετικά. Στην Ευρώπη σχετίζονται με τη διεθνή κρίση και αντιμετωπίζονται με προγράμματα στήριξης της πραγματικής οικονομίας σημαντικότατου ύψους. Εδώ, οι αδυναμίες προϋπήρχαν και τα τελευταία χρόνια αντί να αντιμετωπισθούν, κρύβονταν από τη ΝΔ κάτω από το χαλί. Η διεθνής οικονομική κρίση έφερε δηλαδή στα όριά της μια κατάσταση που ήταν ήδη πολύ επιβαρημένη. Για μας απαντήσεις πρέπει να δοθούν ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα κι απαιτούν σχέδιο, ισχυρή βούληση, μεγάλη προσπάθεια, πολλή δουλειά.
2. Ποια είναι η διαφορά φιλοσοφίας ανάμεσα στα οικονομικά μέτρα της ΝΔ και του ΠAΣOK;
Η μέρα με τη νύχτα. Η ΝΔ υπόσχεται «μια από τα ίδια» – και χειρότερα! Eπανάληψη της ίδιας πολιτικής που απέτυχε. Που μας γυρίζει πίσω. Που βάζει στο περιθώριο τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και τους νέους, στριμώχνει επικίνδυνα τα μεσαία στρώματα ενώ την ίδια ώρα είναι γενναιόδωρη όταν πρόκειται για τακτοποιήσεις ημετέρων ή για «περίεργες» ρυθμίσεις. Η ΝΔ ουσιαστικά «παγώνει» κάθε ελπίδα και προοπτική, ζητώντας λευκή επιταγή με αντίκρισμα αόριστες υποσχέσεις ότι την τρίτη φορά τα πράγματα θα είναι διαφορετικά από πριν. Η δική μας προσέγγιση είναι διαφορετική. Ξέρουμε πως η κρίση δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλά έχει πολλές πτυχές. Γι’ αυτό χρειάζονται και ταυτόχρονες παρεμβάσεις. Αλλαγή και τομές όπου χρειάζεται: στη νοοτροπία και τις πρακτικές, στη λειτουργία του κράτους, στις σχέσεις πολιτών - πολιτικού συστήματος. Ανάταξη της οικονομίας και επιστροφή σε τροχιά σταθερότητας και ανάπτυξης. Αναδιανομή υπέρ των πολλών με μεγάλωμα της πίτας που θα μοιράζεται δίκαια. Ανάπτυξη με προτεραιότητες τις «πράσινες» επενδύσεις και την παιδεία. Απασχόληση και προστασία των ανέργων.
3. Με ποιον τρόπο θα γίνει η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από το ΠΑΣΟΚ; Θα δούμε και τώρα πράσινους κουμπάρους;
Κουμπάροι και κολλητοί τέλος στις 5 Οκτωβρίου. Ήρθε η ώρα των άριστων κι όχι των αρεστών, όπως επαναλαμβάνει ο Γιώργος Παπανδρέου. Επάρκεια γνώσεων, εντιμότητα, προσήλωση στο δημόσιο συμφέρον, σεβασμός στις αρχές και την πολιτική που πρεσβεύουμε, διάθεση προσφοράς και όρεξη για δουλειά τα κριτήρια επιλογής αυτών που θα κληθούν να στελεχώσουν την κρατική μηχανή.
4. Ποιες είναι οι αιτίες του χρόνιου δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας; Φταίει μόνο η ΝΔ;
Θυμηθείτε: το έλλειμμα από 12,2% του ΑΕΠ το ’93 προσγειώθηκε στο 5,7% το 2003, ακόμα και μετά τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις της «απογραφής». Ενδιάμεσα περάσαμε με επιτυχία τις εξετάσεις για την είσοδό μας στην ΟΝΕ. Αποκτήσαμε ένα νόμισμα που μας προστατεύει. Από κει και μετά είχαμε πέντε προϋπολογισμούς που έπεσαν έξω κατά μέσο όρο 4,5 δις το χρόνο. Παρά τους 30 νέους φόρους και τις αυξήσεις φόρων που έγιναν μέσα σε πεντέμισι χρόνια. Επειδή η σπατάλη αντί να μειωθεί κατά 10 δις, όπως έλεγε ο κ. Καραμανλής, αυξήθηκε. Επειδή οι ελεγκτικοί μηχανισμοί διαλύθηκαν. Επειδή υπήρξαν διευθετήσεις και χαριστικές ρυθμίσεις για συγκεκριμένες ομάδες. Η Ελλάδα μπήκε δυο φορές στην επιτήρηση εξαιτίας των επιλογών της ΝΔ. Σκεφτείτε ακόμα ότι 36 θέσεις έπεσε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας σε έξι χρόνια. Φέτος, είμαστε πίσω ακόμα και από την Μποτσουάνα.
Ρωτάτε ποιος έχει την κύρια ευθύνη. Τα συμπεράσματα δικά σας…
5. Ανησυχείτε με το ενδεχόμενο η οικονομική κρίση να πλήξει πιο έντονα την Ελλάδα όταν θα αναλάβει η καινούργια ακόμα κυβέρνηση;
Ανησυχώ για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν όλα όσα κάνει ή παραλείπει συνειδητά η ΝΔ ως την τελευταία στιγμή. Χιλιάδες διορισμοί και υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται σε μια απελπισμένη προσπάθεια γαντζώματος στην εξουσία που δεν έχει τέλος. Μνημείο ανευθυνότητας και αδιαφορίας για το αύριο. Εκκρεμότητες και καθυστερήσεις που μπορεί να στοιχίσουν πολύ ακριβά στη χώρα. l
Παιχνίδι με σημαδεμένα χαρτιά. Του Νίκου Μπίστη, υποψήφιου του ΠΑΣΟΚ στη Β΄ Αθήνας
Περίσσεψε η απογοήτευση μεγάλης ομάδας διαμορφωτών της κοινής γνώμης –αναλυτών, δημοσκόπων, δημοσιογράφων, ακόμα και πολιτικών– για το χαμηλό επίπεδο στο οποίο, υποτίθεται, εγκλωβίστηκε η προεκλογική αντιπαράθεση. Καθώς, μάλιστα, απομακρυνόμαστε από τα δύο ντιμπέιτ που πραγματοποιήθηκαν, η αίσθηση ότι η πολιτική έπεσε θύμα της παραπολιτικής, όπως και η ουσία της επικοινωνίας, λίγο έλειψε να προσλάβει χαρακτήρα κοινής παραδοχής.
Προς τι, ωστόσο, η έκπληξη και η δυσφορία; Στην Ελλάδα ζούμε. Κι αν θέλουμε να βλέπουμε κατάματα την πραγματικότητα, η μίνιμουμ υποχρέωση όλων –όχι τόσο έναντι των ψηφοφόρων όσο έναντι της αξιοπρέπειας ημών των ιδίων– είναι να παραδεχθούμε τη διαχρονική ηγεμονία του εύπεπτου λόγου, την κυριαρχία του λαϊκισμού, την επιβολή των απλουστεύσεων.
Με άλλα λόγια, όσοι παρατηρούν τώρα την προεκλογική διαπάλη και κρατούν τη μύτη τους ή κλείνουν τα αυτιά τους, καλό θα ήταν να εκδήλωναν τις ίδιες ευαισθησίες κι όταν ο δημόσιος διάλογος υποβαθμιζόταν συστηματικά χάριν των εντυπώσεων, όταν η διαφορετική άποψη προπηλακιζόταν δημοσίως, όταν η πολιτική αντιπαράθεση περιέπιπτε σε σύγκρουση κλισέ, χωρίς ψυχή, βάθος και ουσία.
Και γι’ αυτή την εξέλιξη –οφείλουμε να το ομολογήσουμε– μερίδιο ευθύνης έχουμε όλοι: πολιτικό και μιντιακό σύστημα. Όλοι όσοι ανεχόμαστε τη συμμετοχή σ’ αυτό το παιχνίδι της επικοινωνίας με τα σημαδεμένα χαρτιά, που επιβραβεύει τους πειθήνιους και εξοβελίζει τους «απείθαρχους», που καθορίζει τι «περνάει» στην τηλεόραση και τι όχι, που επιβάλλει, τελικά, όχι μόνο την ατζέντα, αλλά πολλές φορές και τις ίδιες τις πολιτικές.
Στα πεντέμισι χρόνια του νεο-καραμανλισμού τα είδαμε όλα. Αυτό που ωστόσο καταναλώσαμε, σε δόσεις που αρχικά φάνταζαν αδύνατο να απορροφηθούν, ήταν η κυριαρχία της επικοινωνιακής ιδεολογίας και η απόπειρα συσκότισης της πολιτικής ουσίας. Είτε με τον ίδιο τον πρωθυπουργό ταπεινόφρονα και γονυκλινή στα ξερονήσια της Αριστεράς είτε με τους υπουργούς του αλαζόνες, κομπάζοντες και υπερόπτες, αυτό που επιχειρήθηκε ήταν ένα: να εκπαιδευτεί η κοινή γνώμη στο επικοινωνιακό αλφάβητο κι όχι στη γραμματική της πολιτικής πραγματικότητας.
Αλλά, όπως συμβαίνει και στα καλύτερα παραμύθια, όλα πάντα έχουν ένα κάποιο τέλος. Και το τέλος όσων στήριξαν μονοσήμαντα τις προτεραιότητές τους πάνω σε εικόνες, εντυπώσεις και επικοινωνιακά καθρεφτάκια συνοδεύεται από τον ήχο της πιο εκκοφαντικής μεταπολιτευτικής κατάρρευσης.
Παρά τους τόνους μελάνης που χύνονται και τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εργατοώρες που ξοδεύονται χάριν του λούστρου και της επιφάνειας, η πολιτική εξακολουθεί να παραμένει ο κατεξοχήν χώρος του διαλόγου και της δράσης. Στις 4 Οκτώβρη ας το θυμηθούμε. Κι ας γυρίσουμε την πλάτη σε όσους επιμένουν να μας φιλοδωρούν με πολιτικές και αισθητικές που ούτε μας χρειάζονται, αλλά ούτε και μας αξίζουν.