Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τη νύχτα αυτή τη λέμε εμείς φωτιά» (εκδ. Athens Voice Books) με ιστορίες από τα Εξάρχεια γραμμένα από τους Κ. Κατσουλάρη, Ζ. Κόλια, Μ. Μαρκουλή, Αμ. Μιχαλοπούλου, Κ. Τζαμιώτη, Σ. Τριανταφύλλου, Μ. Φακίνου.
«Santé σκέτο» της Ζέφης Κόλια
«…Όλα τριγύρω μύριζαν φωτιά, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά: κάποιοι έκαιγαν σκουπίδια, εφημερίδες και ξύλα από οικοδομές. Μπουκάλια έσκαγαν με θόρυβο σε πεζοδρόμια και τοίχους. Κλωτσιές οργής βροντούσαν πάνω σε σκουπιδοτενεκέδες. Ο θεός του πολέμου έφτυνε καπνούς, σε κάποια μάτια γυάλιζε ήδη ο πυρετός της μάχης. Είδαν κάτι αυτοσχέδιες μολότοφ να αλλάζουν χέρια νευρικά, μέσα σε πλαστικές σακούλες. Ο Αλέξης την τράβηξε να φύγουν. Εκείνη, με την αδρεναλίνη στο κόκκινο, δεν ήθελε να χάσει στιγμή απ’ το γλέντι. …»
«Βρες τον» της Αμάντας Μιχαλοπούλου
«… Στην μπλε πολυκατοικία έμενε κάποτε ο πρώτος μου έρωτας, ο Δημήτρης Ζερβός. Το κτίριο καθεαυτό ήταν ένας μύθος για μένα. [...] Όταν τελείωνα με την επιθεώρηση άνοιγα την εξώπορτα αθόρυβα και κατέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες. Επιθεωρούσα τα μαύρα φινιστρίνια στις εξώπορτες των διαμερισμάτων, την τερακότα στο εσωτερικό των στηθαίων. Όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω απαντούσα “Παναγιωτάκος”, που ήταν το όνομα του αρχιτέκτονα.…».
«Έλα τρέχοντας» της Σώτης Τριανταφύλλου
«…Παρ’ ολίγο, εκείνο το βράδυ, να παρατήσω τη δουλειά. (Εξάλλου, για γενναία φιλοδωρήματα ούτε λόγος: όχι μόνον δεν μου άφηναν φιλοδωρήματα, αλλά οι πελάτες μετρούσαν τα ψιλά τους και, όχι σπάνια, έλειπαν μερικές δραχμές.) Η Φράνκι όμως είπε, “Οκέι, βάλε μου ένα dirty Martini και θα καθίσω ήσυχα εδώ πέρα μέχρι να τελειώσεις”. Τι στο διάολο είναι το ντέρτι-μαρτίνι; Θέλω να πω ντέρτι όπως ντέρτι-νταλκάς ή ντέρτι όπως dirty; Μέχρι σήμερα δεν το έχω εξακριβώσει: είχα τέτοιο άγχος που έφτιαξα ένα αλλόκοτο ποτό με τζιν, ντράι μαρτίνι, μια σταγόνα βότκα, δυο ελιές Καλαμάτας, άλλ’ αντ’ άλλων δηλαδή, και το κέρασα στη Φράνκι λέγοντας, “Να, το πιο ντέρτι μαρτίνι των Εξαρχείων!” …».
«Άβερελ» του Κώστα Κατσουλάρη
«….Δεν άξιζε τον κόπο. Καληνύχτισα μ’ ένα νεύμα και τρέκλισα προς την έξοδο.
Στο δρόμο, μερικές ανοιξιάτικες σταγόνες είχαν δημιουργήσει ένα λεπτό στρώμα υγρασίας, η Χαριλάου Τρικούπη γυάλιζε και μύριζε έντονα. Βενζίνη και νυχτολούλουδο. Μερικά δρομάκια παραπέρα, προς το ΠΑΣΟΚ, διέκρινα μια περιπολία που κινούνταν ράθυμα προς τη μεριά μου. Είχα κάτσει στο κράσπεδο, καταμεσής στο δρόμο, ο κώλος μου είχε αρχίσει να βρέχεται, σκέφτηκα ότι κομμάτια ολόκληρα χρόνου μού γλιστράνε και φεύγουν, σαν ταινία που έχει χαλάσει και πηδάει…»
*Εδώ μπορείτε να βρείτε το βιβλίο.