Αρχειο

Τo δικό μου «Καμπαρέ»

Σας παρουσιάζω τα κορίτσια, είναι μία προς μία χωριστά παρθένες

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 457
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
53292-117516.jpg

Ο συγγραφέας του κάλτ βιβλίου «Αυτή η νύχτα μένει» (εκδόσεις Περίπλους), με αφορμή το «Καμπαρέ» που ανέβασε ο Κωνσταντίνος Ρήγος στο Μέγαρο, θυμάται τη δική του παράσταση και τις μοναδικές στιγμές που έζησε κατά την περιοδεία του στην αθάνατη ελληνική περιφέρεια.

Του Θάνου Αλεξανδρή

Η ανακοίνωση ότι το «Καμπαρέ» ανεβαίνει στην Αθήνα γέμισε νοσταλγία, αναμνήσεις και μια αβάσταχτη θλίψη, θα έλεγα, την κουρασμένη μου ψυχή. Με το «Καμπαρέ» μου οργώσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή την περιφέρεια, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φέρουμε το Χόλιγουντ κοντά στον ελληνικό λαό. Τέσσερα όλα κι όλα ήταν τα σουξέ μου, πάνω στα οποία πάτησε ολάκερη η καριέρα και η αγορά του σπιτιού μου στο Μαρούσι. Το ομώνυμο μιούζικαλ, η «Καψουρόσκονη», η «Γλαρόσουπα» και το πολυαγαπημένο «Τι πουρό τι καγκουρό». Το πρωτάκουστο για τα δεδομένα της ελληνικής επικράτειας show θαύμασαν γάμοι, κακόφημα μπαρ, χοροεσπερίδες, στρατόπεδα και φεστιβάλ δημοτικών τραγουδιών, μέχρι και άπασα η ομογένεια του εξωτερικού.

n

Αυτό το έρμο το φράκο και οι ζαρτιέρες με τα ξέκωλα κοστούμια των κοριτσιών διέσχισαν κάμπους και ραχούλες, σαν τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου και σαν μπουλούκια των παλιών θεατρίνων, έφεραν τον πολιτισμό σε μια διψασμένη και ανταριασμένη για αλλαγές επαρχία. Αυτή η προσφορά μας θα μπορούσε να ήταν ένας προπομπός των Δ.Η.Π.Ε.Θ.Ε. που αργότερα ήρθαν και τα καταχάρηκαν οι άνθρωποι της περιφέρειας. Γιατί τι θέλει να δει ο λαός από τον Τύρναβο για για να στανιάρει; Τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ και τη Λυδία Κονιόρδου να παριστάνει την Ηλέκτρα με σιγκούνια, ίδια ο Αντώνης Λουδάρος ντυμένος Γκόλφω όταν τον ανακάλυπταν οι κουλτουριάρηδες δημοσιογράφοι; Εσάς, κύριε Κωνσταντίνε Ρήγο, που σας έχω δει σε παλιότερες παραστάσεις, έξοχος κατά τα άλλα και σε όλες ξεβράκωτος, σας άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες του Μεγάρου για να ανεβάσετε αυτό το υπερθέαμα.

Εμένα όμως το άμοιρο, όταν πήγα στη Σκάλα Λακωνίας την κασέτα του «Καμπαρέ», ήθελαν να με πλακώσουν στο ξύλο. Άκουγαν οι άνθρωποι τον Κατρανίδη με αυτή την ένρινη εκφορά του λόγου και νόμιζαν ότι θα κάνω το μίμο, βγάζοντας περιστέρια και κουνέλια από τα ρούχα μου. Επειδή όμως τυγχάνω περπατημένος επαγγελματίας, προσπαθούσα με κάθε τρόπο να αλλάξω τα δεδομένα. «Κοιτάξτε», τους έλεγα, «εγώ βγαίνω στην αρχή για λίγα λεπτά μόνος μου με φράκο και παπιγιόν, για να δείξουμε ότι το μαγαζί είναι κυριλέ». «Ύστερα», συνέχιζα, «έρχεται η έκπληξη γιατί εμφανίζονται όλες οι χορεύτριες με τον κώλο έξω». Αυτό το συγκεκριμένο τους ενθουσίαζε και μάλιστα, όταν πάνω στις καρέκλες ανοιγόκλειναν τα πόδια τους και έκαναν κι άλλα τέτοια πουτανιζέ, δεν σταματούσαν να λένε πόσο σπουδαίος καλλιτέχνης είμαι.

n

Μπορεί να μην είχα την τύχη του Κωνσταντίνου Ρήγου να μου ανοίγονται σαλόνια και Μέγαρα, όμως το willcommen το δικό μου, αντήχησε από τον «Μαύρο Γάτο» και την «Αλεπού» Τρικάλων έως το «Ζετέμ» Τρίπολης και από το «Μωρό» Κρήτης μέχρι το «Νουί ντ’ Ατέν» Έβρου. Θα μου πείτε, το «Νουί ντ’ Ατέν» (σημαίνει νύχτες της Αθήνας) τι σχέση μπορεί να έχει με ένα ορεινό χωριό της Ξάνθης; Το πράγμα είναι απλό. Το άκουσε από κάπου το αφεντικό, το πέρασε για πιασάρικο όνομα Γαλλίδας γκόμενας και το υιοθέτησε. Η ωραιότερη σκηνή που έχει γράψει στο μυαλό μου και δυστυχώς δεν υπάρχει στην ταινία, όπως κι άλλες, είναι όταν παρουσιάζω το show σε χωριό μετά από βαφτίσια. Αν το ήξεραν ο Αλμοδοβάρ και ο Μπρέκοβιτς θα είχαν σκάσει από τη ζήλια τους γιατί δεν τα έζησαν για να τα αποτυπώσουν στο σινεμά.

Ακούστε πώς έχει η ιστορία: Έχω πρεμιέρα, σε μαγαζί δεν θα το έλεγα, μάλλον παράπηγμα καλύτερα, και μετά από ταξίδι ωρών πηγαίνω πρόβα για να αρχίσουμε την ίδια στιγμή. Η ορχήστρα που έχει αναλάβει το μιούζικαλ είναι μια κομπανία από Βαλκάνιους Ρομά, οι οποίοι δεν έχουν καμιά σχέση με το είδος και επίσης δεν μιλάνε καθόλου ελληνικά. Το μαγαζί είναι γεμάτο από κόσμο μιας ηλικίας, οι οποίοι καταφτάνουν χαρούμενοι για να απολαύσουν σύμφωνα με τα διαφημιστικά σποτάκια του αφεντικού έναν ισάξιο με τον Ξανθόπουλο και να κλάψουν όλοι μαζί το παρελθόν. Ξέρετε, αυτό ήταν σύνηθες στα καλλιτεχνικά γραφεία, προκειμένου να μη χάσουν την προμήθεια. Τηλεφώνησε το αφεντικό και ζήτησε για την εκδήλωση μια παλιά φίρμα του σινεμά ή κάποιον τραγουδιστή με μεγάλη γκάμα ρεπερτορίου.

n

Ο Ξανθόπουλος ήταν πάλι Αυστραλία, τον Περικλή Περράκη τον είχε καβατζάρει η νεολαία της Νέας Δημοκρατίας και η Ξανθή Περράκη είχε κλείσει συναυλίες στα πανηγύρια της Άμφισσας. Έτσι λοιπόν εγώ αναλαμβάνω, σαν διάδοχος ερμηνευτής του πόνου και της ξενιτιάς, το βαρύ φορτίο της ψυχαγωγίας, χωρίς ο ατζέντης μου να έχει ιδέα για το δικό μου ρεπερτόριο. Η τσιγγάνικη ορχήστρα με δυο βιολιά και ένα ταμπούρλο, ακούγοντας με δέος το τραγούδι, προσπαθεί να αποστηθίσει κάποιες νότες, ενώ εγώ εκλιπαρώ τη βοήθεια του μεγαλοδύναμου. Αμήχανα, έχοντας διαισθανθεί το πολεμικό κλίμα, βγαίνω στην πίστα και μόλις γίνονται τα αποκαλυπτήρια, να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μόνο εξορκισμό που δεν έκαναν... «Ladies and gentlemen, Mesdames et messieurs, σας παρουσιάζω τα κορίτσια του Καμπαρέ. Είναι μία προς μία χωριστά παρθένες».

Από κάτω διαμαρτυρίες, εγώ στα όρια να εξαφανιστώ, όμως επειδή έχουν μείνει δυο δόσεις για να ξοφλήσω το σπίτι, καταραμένη φτώχεια, συνεχίζω με απόγνωση. Ο παπάς του χωριού μπροστά μπροστά, μια ανάσα από την τέχνη, παρακολουθεί αποσβολωμένος με τον πρόεδρο και τον αστυνόμο να μην μπορούν να κρύψουν τη χαρά τους από την απρόβλεπτη συγκίνηση. Οι γιαγιάδες με τα εγγόνια να σταυροκοπιούνται και να μουτζώνουν κι εγώ χαμογελαστός να συνεχίζω την πρόζα μου. «Όλα είναι όμορφα. Και τα γκαρσόνια μας είναι όμορφα. Και η ορχήστρα μας είναι όμορφη. Και το κοινό μας είναι όμορφο».

n

Μες στα μούτρα μας, γιατί η πίστα είναι ένα με το χώμα, περνάνε δίσκοι με σουβλάκια, κοκορέτσια και μελιτζανοσαλάτες, ενώ την τσακισμένη μου φωνή σκεπάζει η βροντερή φωνή του σερβιτόρου. «Δυο μπίρες στο δεκατέσσερα». Πίσω τα τσιγγανόπουλα, οι μουσικοί έχουν εκστασιαστεί με το θέαμα και βιολί αγκαλιά με τουμπερλέκι βαράνε, λες και συνοδεύουν την Έφη Θώδη στο «Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί». Δίπλα στην κουζίνα η γυναίκα του αφεντικού ωρύεται δυνατά και την ακούω τη γελοία να φωνάζει αντί να μας ευγνωμονεί που αξιώθηκε στη ζωή της να δει τι είναι το φράκο. «Τι πουταναριό είναι αυτό που μας στείλανε; Ρεζίλι θα γίνουμε και έχουν έρθει και τα συμπεθέρια. Να τηλεφωνήσεις αύριο πρωί-πρωί σ’ αυτό τον πούστη τον ατζέντη να γυρίσει πίσω τις προκαταβολές».

Επειδή μελαγχολήσατε και δεν είναι αυτός ο σκοπός μου και επειδή η συμπόνια έχει τα όριά της, θα μεταφερθούμε στον υπέροχο Πύργο Ηλείας, όπου δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους μπαλέτο και το μοναδικό όργανο της ορχήστρας, ένας μπουζουξής, έπρεπε να παίξει το «Καμπαρέ». Με τα χίλια ζόρια έμαθε τη μελωδία, αλλά όλη τη μέρα στα χωράφια ο άνθρωπος, όταν ήρθε η νύχτα και βγήκαμε στην πίστα την ξέχασε. Εκπληκτική σκηνή να κοιτάμε ο ένας τον άλλον και ο δυστυχής να προσπαθεί να συλλάβει κάποιες νότες. Εντωμεταξύ οι προύχοντες στα πρώτα τραπέζια παραγγέλνουν αμέτρητα κιβώτια με σαμπάνιες και οι σερβιτόροι τις ανοίγουν στα πόδια μας πλημμυρίζοντας την πίστα.

image

Είμαι έτοιμος να αποχωρίσω και το αφεντικό, που έχει ανέβει στην πίστα, παρακαλάει να συνεχίσουμε. Μας πώς να συνεχίσουμε, αφού δεν θυμάται τη μελωδία; «Μωρέ, χέσ’ την τη μελωδία. Αυτοί είναι έτοιμοι να κάψουν το μαγαζί. Απόψε θα πάρουμε όλο το χαρτί της Ηλείας». Στο φινάλε άρχισε τα ταξίμια ο μπουζουξής, ανέβηκαν πάνω στα τραπέζια τα κορίτσια και το αποτέλεσμα μια πανδαισία. Να ’ναι καλά ο άνθρωπος, μείναμε τρεις μήνες και δεν χάσαμε ούτε ένα μεροκάματο. Όπου κι αν βρίσκεται, στη φυλακή ή στην αποτοξίνωση, να ’ναι καλά.

Θα ήθελα όμως σαν ύψιστη υποχρέωση να αποτίσω φόρο τιμής στην πόλη που λάτρεψε το «Καμπαρέ» και το ανέδειξε την εποχή εκείνη σαν το μέγιστο πολιτιστικό γεγονός. Είναι η Λάρισα. Η πόλη εξαίσιων ανθρώπων, η πόλη της καρδιάς μου θα ’λεγα, και το «Φάληρο» ο ναός της νυχτερινής τέχνης όπου όταν έβγαιναν τα κορίτσια μου για το συγκεκριμένο νούμερο οι σερβιτόροι του μαγαζιού στοιβάζονταν στην πίστα για να σπάσουν για πάρτη τους χιλιάδες πιάτα. Εγώ με το επίσημο ένδυμα και τον αέρα του οικοδεσπότη θρονιασμένος πάνω σε βουνό από δαύτα ένιωθα, μα τω θεω, ένας βασιλιάς του Bollywood.

n

Τι γονυκλισίες, τι εξάρσεις και τι εκδηλώσεις λατρείας έχει αξιωθεί αυτό το νούμερο! Να ’ναι καλά το Λιζάκι η Μινέλι και ο συνθέτης του μιούζικαλ που δεν θυμάμαι αυτή την ώρα το όνομά του γιατί είμαι σε συγκίνηση. Είδα ανθρώπους την ώρα που οι χορεύτριες είχαν στραμμένα τα νώτα στο κοινό να γονατίζουν ευλαβικά και να προσκυνούν, κρατώντας μαύρες σακούλες σκουπιδιών με στοιβαγμένα πεντοχίλιαρα σαν τάμα, παρασυρμένοι από μια φαντασίωση την οποία το αλκοόλ και όλη η ξεφτίλα της νύχτας την έκαναν να φαίνεται μαγική.

Τώρα ο ιερός χώρος του «Φαλήρου» έχει κλείσει και «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι και άγια μέντα», ξεφύτρωσαν μοντέρνα με ξενέρωτα τραγούδια του Πάνου Καλλίδη και της Χρύσπας χωρίς επώνυμο... Έξοχη η Ναυπλιώτη, καλή και η μέσα σε όλα τα μπάτζετ Νάντια Μπουλέ στο σύγχρονο ανέβασμα του «Καμπαρέ», τα δικά μου όμως κορίτσια όταν έσκαγαν στην πίστα με πούλιες ραμμένες πάνω σε κουρέλια, για πάρτη τους άνοιγαν σαμπάνιες, έκαιγαν μαγαζιά και έπεφταν κορμιά μαζί με τα πακέτα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων.

image

[Φωτό: ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ]

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ