- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Από ψηλά, η σκηνή θα έμοιαζε με παρατημένο, αγορίστικο παιχνίδι:
Παραμονή Πρωτομαγιάς, στην Εθνική πριν από τα Τέμπη, με κατεύθυνση Θεσσαλονίκη, αρχίζουν να παρκάρουν στην άκρη του δρόμου νταλίκες και φορτηγά κάθε περιγραφής. Ψυγεία με κρέατα ή λαχανικά με προορισμό εκτός συνόρων, πρώτες ύλες και νοικοκυριά που μετακομίζονται προς βορρά...
Ένα φορτηγό με το λογότυπο της DHL απ’ το οποίο προεξέχουν τεράστιες μεταλικές ράβδοι κάποιας καινούργιας τεχνολογίας (- the gravity train!?) Βρίσκουν το χώρο που χρειάζονται, σβήνουν τις μηχανές, οι οδηγοί κατεβαίνουν με μια αποφασισμένη έκφραση, ανάβουν τσιγάρο. Μπλόκο διαμαρτυρίας άραγε; Σύναξη λαθρεμπόρων;
Όχι, απαγορευτικό κυκλοφορίας για φορτηγά άνω του ενός τόνου. Προς διευκόλυνση της ροής διά μέσου της στενής κοιλάδας, μέρα γιορτάσιμη που ξημερώνει αύριο. Η απαγόρευση έχει εκδοθεί εδώ και μέρες, προφανώς όμως δεν έχουν φροντίσει όλοι να ενημερωθούν. Ισχύει για τις επόμενες τέσσερις ώρες, δηλαδή μέχρι αργά το βράδυ.
Όσο σουρουπώνει και γέρνουν οι σκιές, τόσο πολλαπλασιάζονται τα τεράστια τροχοφόρα, πολλά με πινακίδες από το εξωτερικό. Δεν υπάρχει πια χώρος για να παραταχθούν στην άκρη της Εθνικής και καταφεύγουν σε μικρότερους παράδρομους που οδηγούν στα χωράφια. Βαθμιαία, τα ορθογώνια σχήματα σχηματίζουν έναν άτακτα εριμμένο δαίδαλο στο Μαγιάτικο φόντο. Μικρές ομάδες από Ρουμάνους και Βούλγαρους οδηγούς βρίζουν σε σπασμένα ελληνικά με το τσιγάρο κρεμασμένο στο στόμα.
Ανάμεσα στα τέρατα, και το μικρό μεταφορικό φορτηγό του φίλου με τον οποίο επιβιβάστηκα για Θεσσαλονίκη. Στην καρότσα, τα έπιπλα μιας κοινής γνωστής που μετακομίζει στη συμπρωτεύουσα. Πιασμένοι στα δίχτυα μιας απαγόρευσης με στόχο πολύ μεγαλύτερα ψάρια από εμάς, παρκαρισμένοι τώρα στη σκιά μιας ανθισμένης μυρτιάς, αναμετριόμαστε κι εμείς με τα πιθανά σενάρια.
-Καλά, σκέφτεσαι τι έχει να γίνει στις 11.00 το βράδυ με το κονβόι που θα σχηματιστεί όταν μπουν στη σειρά εκατό νταλίκες, η μια πισαπτηνάλλη;
-Αν απλά αγνοούσαμε το απαγορευτικό και πληρώναμε το πρόστιμο;
-Μπαα, με τίποτα!
Από πάνω μας, ένα ζευγάρι κοτσύφια συνεχίζουν τη διακόμιση τροφής στην αόρατη φωλιά τους, ανταλλάσσοντας αγανακτισμένα σχόλια.
Συνθηκολογούμε, με τα πολλά, με τη μοίρα μας. Ανοίγουμε την καρότσα και διαλέγουμε μια ασημόγκριζη, βελούδινη πολυθρόνα κι έναν καναπέ, συγγενή της πρώτου βαθμού. Τα μετακινούμε προσεκτικά έως την υδραυλική πλατφόρμα του φορτηγού και, με το πάτημα ενός κουμπιού, τα κατεβάζουμε ανάμεσα στις παπαρούνες.
Το σχέδιο είναι να κοιμηθούμε μέχρι το πρώτο φως, δίνοντας χρόνο για να αποσυμφορηθεί το μεγάλο μποτιλιάρισμα. Νερό έχουμε, με μια σχετική οικονομία θα μας φτάσουν και τα τσιγάρα. Για τη δροσιά της νύχτας που πέφτει, εφοδιαζόμαστε με κάτι ενδιαφέρουσες κουρτίνες από οργάντζα ζωγραφισμένη στο χέρι. Βολευόμαστε όπως όπως στα βελούδα, περιτριγυρισμένοι από χαμομήλια κι από τα πρώτα αστέρια. Παρά την κούραση, μένω έκθαμβος από την εικόνα που αντικρίζω καθώς υψώνομαι αργά πάνω από τα λιβάδια.