Από «Το Βήμα της Κυριακής»
Η γερμανική κυβέρνηση «ουδέποτε θεώρησε ότι …η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να παραιτηθεί επισήμως από τις νομικά θεμελιωμένες αξιώσεις που πιστεύει ότι έχει από την εποχή της Κατοχής κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου». Αυτή η σημαντική παραδοχή, που αποδέχεται το βάσιμο και μακρόπνοο των ελληνικών διεκδικήσεων, περιλαμβάνεται επί λέξει σε επίσημο έγγραφο που η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα απηύθυνε στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών. Το έγγραφο είχε τη μορφή ρηματικής διακοίνωσης με αριθμό πρωτοκόλλου Νο. 68/67 και ημερομηνία 31 Μαρτίου 1967, αποκαλύφθηκε δε από το χθεσινό «Βήμα της Κυριακής». Το κείμενο προέρχεται από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, είναι στ΄αγγλικά και η μετάφραση πιστώνεται, προφανώς, στο «Βήμα».
Πιο συγκεκριμένα, η ρηματική διακοίνωση, αναφερόμενη στο ιστορικό του θέματος, γράφει τα εξής: «Κατά τη διάρκεια ανταλλαγής ιδεών μεταξύ της αυτού εξοχότητος του έλληνα υπουργού Εξωτερικών και του ομοσπονδιακού υπουργού Εξωτερικών δρος Γκέρχαρντ Σρέντερ που έλαβε χώρα στην Αθήνα τη 15η Οκτωβρίου 1966, η ελληνική πλευρά, μεταξύ άλλων, ήγειρε το ζήτημα των αξιώσεων τις οποίες η Τράπεζα της Ελλάδος ισχυρίζεται ότι έχει εναντίον της Γερμανίας και οι οποίες προέρχονται από ορισμένες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις που διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό το πλαίσιο ο υπουργός Σρέντερ ανέφερε τις επιστολές του διευθυντή του ομοσπονδιακού υπουργείου των Οικονομικών Ράινχαρντ της 30ής Σεπτεμβρίου 1964 στον πρώην πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και του διευθυντή του ίδιου υπουργείου δρος Κάιζερ της 26ης Μαρτίου 1965 στον βουλευτή-καθηγητή Α. Παπανδρέου. Σε αυτές τις επιστολές γίνεται αναφορά σε δηλώσεις που έγιναν από τους αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης το 1958 με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της συμφωνίας μεταξύ της γερμανικής κυβέρνησης και της Ελλάδας που αφορά τη χορήγηση πίστωσης 200 εκατ. μάρκων. …
Οι δηλώσεις των Ελλήνων αντιπροσώπων ήταν της φύσεως που επέτρεψε στη γερμανική πλευρά την ερμηνεία ότι πιθανές ελληνικές αξιώσεις προερχόμενες από την εποχή της γερμανικής Κατοχής δεν θα ακολουθούνταν εν όψει της συμφωνηθείσας γερμανικής οικονομικής βοήθειας. Ωστόσο η ομοσπονδιακή [γερμανική] κυβέρνηση ουδέποτε θεώρησε ότι με δηλώσεις αυτού του είδους, τότε ή σε μεταγενέστερες περιπτώσεις, η ελληνική κυβέρνηση είχε την πρόθεση να παραιτηθεί επισήμως από τις νομικά θεμελιωμένες αξιώσεις που πιστεύει ότι έχει από την εποχή της Κατοχής κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου… Μπορεί να αναφερθεί ότι η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να χορηγήσει την πίστωση 200 εκατ. μάρκων είχε ως κίνητρό της τις φιλικές σχέσεις μεταξύ της Γερμανίας και της Ελλάδας και την επιθυμία να βοηθήσει την Ελλάδα, ανεξάρτητα από τη νομική κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί από την παραπάνω Συμφωνία».
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι οι όποιες μεταπολεμικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών, είτε αφορούν μετανάστευση, είτε αφορούν δάνεια είτε ό,τι άλλο, δεν έχουν λειτουργήσει συμψηφιστικά ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις που αφορούν την περίοδο της κατοχής. Και αυτό το παραδέχεται η γερμανική πλευρά.
Μ.Φ.