Το καλοκαίρι του 1973 γράφτηκα στο φροντιστήριο του Ελευθεριάδη, για να δώσω την επόμενη χρονιά εξετάσεις στη Φιλοσοφική. Στο φροντιστήριο έκανα φιλίες που διαρκούνε μια ζωή. Ένας τέτοιος «φροντιστηριακός» φίλος, ο Λάμπης Τσουχνικάς, δούλευε στο βιβλιοπωλείο «Δέλτα», του μακαρίτη Μίμη Δημακαράκου, Πατησίων 32 για όσους το θυμούνται (το ίδιο που μετά πήγε Καποδιστρίου και τώρα Κάνιγγος). Ο Λάμπης βρήκε και για μένα δουλειά στο ίδιο βιλιοπωλείο, ένα μαγαζί αρχικά δωράδικο και παιχνιδάδικο, που ο ίδιος είχε πείσει τον Μίμη να το γυρίσει σε βιβλιοπωλείο.
Έτσι φοιτητάκος, νεαρός κνίτης και ήδη ιδιαιτερατζής και μετά φροντιστής, μπήκα και επαγγελματικά στον κόσμο του βιβλίου. Λέω «και επαγγελματικά», γιατί ως αναγνώστης είχα μπει προ πολλού, κυρίως χάρη στον πατέρα μου, το θείο μου τον Απόστολο και τη θεία μου τη Μαρίνα. «Ίκαρος», «Κάλβος», «Πάπυρος», «Εστία», «Γαλαξίας», «Κέδρος», παλιό «Θεμέλιο», «Γκοβόστης» και «Δημητράκος», παμπάλαιος «Σιδέρης»: από κει προέρχονταν, φυσικολόγικότατα, τα επόμενα βιβλία μου, μετά τα παιδικά του «Μίνωα» και της «Ατλαντίδας» (και τα «Καλύτερα Κόμικς» της και τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» της, εννοείται, και τον «Μικρό Ήρωα» και τον «Μικρό Σερίφη»).
Ήξερα τα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι και στην Ασκληπιού, στον τοίχο του Δημοτικού Νοσοκομείου (τωρινό Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων), τις ντουλάπες δηλαδή που μετά πήγανε Μασσαλίας στο πλάι της Νομικής και μετά κλείσανε ολωσδιόλου. Τώρα, το 1975 εννοώ, είχε έρθει η ώρα να γίνω βιβλιοϋπάλληλος (η δεύτερη δουλειά μου, μετά το εργοστάσιο «Θερμίς»). Η αναγνωστική σχέση έγινε και επαγγελματική. Και έκατσα πολλά χρόνια στο βιβλίο, με τον Μίμη αρχικά –τον καλύτερο εργοδότη και έναν από τους γλυκύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου– και στη συνέχεια ξεκίνησα το «Στάχυ» στου Ζωγράφου, για λογαριασμό φίλων. Γνώρισα και πολλούς εκδότες στο ξεκίνημά τους – μα αυτό είναι άλλη ιστορία, για άλλο ίσως άρθρο.
Τώρα άρχισα να παίρνω βιβλία για το βιβλιοπωλείο. 35% ή 40% κάτω η χοντρική τιμή, βιβλία σε σακούλες είτε από χοντρέμπορους είτε απευθείας από εκδότες, κουβάλημα στο βιβλιοπωλείο (αν βλέπετε στο κέντρο κόσμο να κουβαλάει βιβλία σε σακούλες, τώρα ξέρετε τι δουλειά κάνουνε). Έπαιρνα βιβλία κι από την «Εστία» στη Σταδίου. Ο Νίκος Παντελάκης δούλευε εδώ, ο Στρατής Φιλιππότης το ίδιο, δεν είχε γίνει ακόμα εκδότης. Όταν γκρεμίστηκε το κτίριο με την παλιά στοά Νικολούδη και αναγκαστικά μεταστεγάστηκε η «Εστία», ο νεαρός βιβλιοϋπάλληλος Δημήτρης Φύσσας ανεβοκατέβαινε τη Σόλωνος (η οποία μέχρι τότε είχε μονάχα την «Ενδοχώρα» και παλαιοβιβλιοπωλεία) από και προς την Πατησίων. Τότε θα πρέπει να έπαιρνα βιβλία κι από τη γλυκύτατη Πόπη Γκανά (που δεν είχα ακόμα ανοίξει το «Μελάνι» και δούλευε στην «Εστία»), αλλά αυτό το συνειδητοποίησα αργότερα.
Τα χρόνια περάσανε, έκανα του κόσμου τις δουλειές για άλλους ή για τον εαυτό μου, αλλά για πολύ καιρό μού είχε μείνει η συνήθεια και κάθε 31η του Δεκέμβρη, τελευταία μέρα του χρόνου, πήγαινα στο «Δέλτα» και δούλευα βιβλιοϋπάλληλος. Μια φορά το χρόνο. Βιβλία από τους οίκους, ξεσκόνισμα στο μαγαζί, πωλήσεις σε πελάτες. Κλείναμε πολύ αργά, πολύ μετά το επίσημο ωράριο, 10 ή 11 το βράδυ, ψώνιζε ο κόσμος πρωτοχρονιάτικα δώρα. Χρειάστηκε να μεγαλώσουνε πολύ τα παιδιά μου για να κόψω αυτή την εξαιρετική συνήθεια που –το μαντέψατε– μ’ έφερνε βεβαίως και στην «Εστία».
Το 2002 αποφάσισα ότι είχε έρθει η ώρα να εκδώσω τα διηγήματά μου. Είχα ήδη βγάλει δύο μη λογοτεχνικά βιβλία στο «Δελφίνι» του φίλου (και παλιού συντρόφου από το ΚΚΕ) Πέτρου Σταθάτου, αλλά τώρα το «Δελφίνι» είχε κλείσει. Απευθύνθηκα σε τρεις άλλους εκδότες και η «Εστία» με δέχτηκε. Δηλαδή η Εύα Καραϊτίδη δεν πτοήθηκε από το γεγονός ότι ήμουνα ιδεολογικός της αντίπαλος παλιά στη σχολή μας, τη Φιλοσοφική (αυτή ρηγού κι εγώ –το είπαμε– κνίτης) και αποφάσισε να ρισκάρει τα χρήματα του οίκου στο λίαν αμφίβολο συγγραφικό μου όνομα. Το «Αγύριστο κεφάλι» βγήκε το 2004 – και πέρασε απαρατήρητο. Τον επόμενο χρόνο όμως η Εύα, απτόητη, ξαναρισκάρισε μαζί μου και μου έβγαλε το μυθιστόρημα «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος». Αυτό πήγε αρκετά καλά, πήρε μέτριες έως καλές κριτικές, κι έχει φτάσει αισίως την πέμπτη έκδοση (και μου έχει στοιχίσει άπειρα μπινελίκια από τους πρώην συντρόφους μου – αυτό είναι άλλη ιστορία). Στο μεταξύ κι εγώ έγραφα όλο και περισσότερο σε επαγγελματική βάση, αρχικά ως κειμενογράφος και στη συνέχεια στην εφημερίδα που διαβάζετε (που την είχα γνωρίσει ως αναγνώστης).
Με αφορμή τα βιβλία μου, έμαθα και την Ευριπίδου (αρ. 84). Εκεί το γραφείο της Εύας, εκεί και του Σταύρου Ζουμπουλάκη, τοτινού διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», και διάφορες υπηρεσίες του οίκου (όχι το στήσιμο, ούτε η παραγωγή). Εκεί πήρα κι εγώ τα αντίτυπα των βιβλίων μου που δικαιούμουνα ως συγγραφέας. Εκεί συνειδητοποίησα για τα καλά τη διφυή φύση της «Εστίας»: άλλο βιβλιοπωλείο, άλλο οίκος. Τριφυή μάλιστα, αν λογαριάσουμε και το περιοδικό.
Τότε χρειάστηκε να οργανωθεί παρουσίαση. Ο μακαρίτης Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο φίλος Νίκος Μπίστης και ο επίσης φίλος Τάσος Τέλλογλου (παλιοί σύντροφοι από το ΚΚΕ) σήκωσαν το βάρος της εκδήλωσης που έγινε στο υπόγειο και μάζεψε, όπως φαίνεται, αρκετό κόσμο. Μετά την παρουσίαση, η Εύα έβγαλε έξω για φαγητό όσους παρουσιαστές μπορούσαν και μένα. Τότε γνώρισα πλήρως και τη θρυλική κυρία Μαρίνα (Μάνια) Καραϊτίδη, τη μάνα της Εύας, και κατάλαβα ότι η εκδότριά μου είχε ένα καλό σύμβουλο στις αποφάσεις της. Έκτοτε επισκέφτηκα κι εγώ πολλές φορές την κυρία Μάνια στο ιδιαίτερο γραφείο της, στο βάθος κήπος της Σόλωνος 60 (σε μία από αυτές τις επισκέψεις, της πήρα και συνέντευξη για το site της Athens Voice, εδώ). Τότε γνώρισα και τον Γιάννη Καραϊτίδη (γιο της κ. Μάνιας και αδερφό της Εύας), με τον οποίο και ανταλλάξαμε απόψεις πολλές φορές από τότε, συνήθως διαφωνώντας, αλλά πάντα φιλικά και ποτέ συγχυζόμενοι, σε συλλογικές εξόδους όπου γενναιόδωρα πλήρωνε αυτός. (Θυμάσαι, Σοφία; Θυμάσαι, Νίκο;)
Με κάποια καθυστέρηση, έγινα πελάτης και του βιβλιοπωλείου. Το «αθηναϊκό» ράφι στο πατάρι και το υπόγειο με τις προσφορές με βλέπανε ταχτικά, όταν είχα χρήματα, με την έκπτωση μάλιστα του συγγραφέα-συνεργάτη. Κι έτσι γνώρισα πολλούς άλλους καλούς ανθρώπους που δουλεύανε κει, όπως τον Τάσο, τη Μαρία, τον Βαγγέλη, τη Σωτηρία και άλλους/ες που δεν θυμάμαι τώρα τ’ όνομά τους (συμπαθάτε με, έχω πλέον και μια ηλικία). Αλλά ο χώρος που ένιωθα κι εξακολουθώ να νιώθω σαν στο σπίτι μου ήταν πάντα η Ευριπίδου: μπαίνω και νιώθω αυτό που λέει ο Ιωάννου στο «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»: «σου ’ρχεται ν’ αγκαλιάσεις» (γράφω από μνήμης).
Εκεί σήμερα, προτού γράψω το κείμενο που αυτή τη στιγμή διαβάζετε, συνάντησα τη Βάλια (όχι του μυθιστορήματός μου!), την Ελισσάβετ και την Αγγελική (που μου πληρώνουν τα συγγραφικά μου δικαιώματα, όσα δεν έχω συμψηφίσει αγοράζοντας –αλογάριαστα– βιβλία δικά μου ή άλλων «ομοσταύλων» συγγραφέων), τον Μάκη, τον Παναγιώτη και τον Φώτη στην αποθήκη (που δίχως αυτούς δεν κυκλοφορεί κανένα βιβλίο), τον Διονύση και τον Θωμά (χαλκέντερους δειγματιστές και πωλητές), την καλή Ναταλί των δημόσιων σχέσεων, τον Νίκο Καραπιδάκη, καινούργιο διευθυντή της «Νέας Εστίας», και φυσικά την Τζίνα, που εξυπηρετεί με το χαμόγελο κάθε επισκέπτη ή τηλεφωνικά συνδιαλεγόμενο.
Το 2008 έβγαλα ένα δεύτερο μυθιστόρημα στις «Γνώσεις» του φίλου Μανώλη Βασιλάκη (της λαμπρής εφημερίδας «Athens Review of Βooks», που μου κάνει την τιμή να φιλοξενεί εκτεταμένες βιβλιοπαρουσιάσεις μου), το «Στρατιώτης του Χριστού». Πέρυσι η Εύα, με τη σύμφωνη γνώμη της κ. Μάνιας, έβγαλε ένα ακόμα μυθιστόρημά μου, το «Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου». Κι αυτό πήγε καλά, όχι μόνο σε επίπεδο κοινού, αλλά –το σημαντικότερο– σε επίπεδο κριτικής. Τώρα οργανώθηκε νέα παρουσίαση, αυτή τη φορά στο ισόγειο του βιβλιοπωλείου, με εισηγητές συγγραφείς καντάρια σημαντικότερους από μένα: τον Θανάση Βαλτινό (που τον θεωρώ δάσκαλό μου και που μ’ αυτή την αφορμή τον γνώρισα κιόλας), τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Ίκαρο Μπαμπασάκη. Αυτό έγινε την περσινή άνοιξη – και μου φάνηκε ότι ο κόσμος πέρασε καλά, ιδίως όταν οι παρουσιαστές έκαναν μνεία του αποσπάσματός μου που χλεύαζε τις παρουσιάσεις βιβλίων.
Δεν ξέρω πώς νιώθουν άλλοι συγγραφείς σε παρόμοιες περιπτώσεις. Στη δική μου την περίπτωση ένιωθα (και νιώθω) ένα μείγμα περηφάνιας και ταπεινότητας, με τη σκέψη ότι βγάζει τα βιβλία μου ο οίκος που εκδίδει ή εξέδιδε –πέρα από τους προαναφερθέντες Βαλτινό, Μπαμπασάκη και Ζουμπουλάκη– ονόματα σαν τον Βασιλικό, τον Κούρτοβικ, την Κακούρη, τον Θεοδωρόπουλο, τον Ταμβακάκη, τον Καραγάτση, τη Στεφανοπούλου, τον Κακριδή, τον Χωμενίδη, τον Θεοτοκά, τον Βενέζη ή τον Μυριβήλη (και σίγουρα ξεχνάω πολλούς). Για να μη μιλήσω για αλλοδαπούς, όπως ο Ραμπελέ, ο Θερβάντες, ο Βερν, ο Προυστ, ο Σελίν, ο Ντελίλο ή ο Κούντερα. Ή τα δοκίμια του Κανελλόπουλου. Ή τη σειρά των βιβλίων της ιστορίας. Ή το πρόσφατο μνημειώδες αθηναιογράφημα του Γιοχάλα και της Καφετζάκη. Είσαι μαζί μ’ αυτούς. Μ’ αυτούς που θαυμάζεις για τις συγγραφικές πλοκές τους, που διαμόρφωσαν τη σκέψη σου ή το πεζογραφικό σου ύφος, μαζί μ’ αυτούς που εκτιμάς, ζωντανούς και πεθαμένους. Στον ίδιο τιμοκατάλογο, στο ίδιο site. Τι παραπάνω μπορεί να θελήσει ένας συγγραφέας;
Την προηγούμενη βδομάδα, η εκδότριά μου μού ανακοίνωσε ότι θα εκδώσει το τέταρτο μυθιστόρημά μου, το «Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος». Και την ίδια αυτή βδομάδα, το βιβλιοπωλείο έκλεισε (ελπίζω να μην υπάρχει σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ των δύο γεγονότων). Η τελευταία του μέρα ήταν το Σάββατο 30 Μαρτίου. Το διάβασα στο διαδίκτυο την Κυριακή 31 και πήγα Δευτέρα πρωί για ρεπορτάζ. Είχαν κατεβάσει κιόλας τα πάντα, οι φωτογραφίες όλων των παλιών συγγραφέων δεν υπήρχαν στη γνωστή γωνιά της Σόλωνος, μεγάλες κόλλες χαρτί κάλυπταν τα τζάμια της βιτρίνας, η πόρτα είχε λουκέτο. Πάνω της, μια ανακοίνωση έγραφε: «Με λύπη σάς πληροφορούμε ότι, ανεξαρτήτως της θελήσεώς μας, είμαστε αναγκασμένοι να διακόψουμε τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου. Ευχαριστούμε που μας τιμήσατε με την παρουσία σας εδώ, είτε ως συνεργάτες είτε ως αναγνώστες. Ελπίζουμε να μπορέσουμε όλοι μας να ξεπεράσουμε τη βαθύτατη κρίση που πλήττει τις επιχειρήσεις και τη χώρα μας γενικότερα. Και πάλι σας ευχαριστούμε. Βιβλιοπωλείο Εστία». Συνεργεία τηλεοπτικών καναλιών ενέδρευαν, ρωτώντας όσους κοντοστέκονταν. Ρώτησαν και μένα, είπα δυο ελάχιστα λόγια. Στη συνέχεια, τράβηξα κι εγώ τα βιντεάκια μου, που ανεβήκανε στο site μας (εδώ)
Η «Εστία», λοιπόν, ως βιβλιοπωλείο έκλεισε. Θα έχετε ήδη διαβάσει τα της ιστορίας του βιβλιοπωλείου από το 1885, την αρχική σχέση με την εφημερίδα «Εστία», τα ονόματα Κασδόνης ή Σαραντόπουλος, τις λεπτομέρειες της μεταφοράς από τη Σταδίου στη Σόλωνος, τον πόνο που αφήνει το κλείσιμο του βιβλιοπωλείου σε όσους δούλευαν μέχρι τελευταία στιγμή εκεί ή είχαν αναγκαστεί να φύγουν νωρίτερα. Τα δελτία ειδήσεων και το διαδίκτυο πλημμύρισαν λεπτομέρειες – και δικαίως. Υπάρχει εξάλλου και η χρησιμότατη μονογραφία της ιστορικού Άννας Καρακατσούλη «Στη χώρα των βιβλίων - Η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1885-2010» (Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων).
Ο Ιωάννης Δ. Κολλάρος (πάνω) και ο γαμπρός του Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος, πατέρας της Μάνιας Καραϊτίδη. (Φωτογραφίες: Εύα Καραϊτίδη)
Δεν έχω λοιπόν λόγο εγώ να μπω σε αιτιολογήσεις/αιτιάσεις για το κλείσιμο. Αποφεύγω επίτηδες να μιλήσω για την κρίση, τον πολιτισμό, τα πνευματικά στέκια, τις απώλειες της πόλης, τις ευθύνες της πολιτείας, τον εκσυγχρονισμό στο βιβλίο και άλλα «ηχηρά παρόμοια» (δεν τα ξέρω κιόλας). Θα ’θελα μονάχα να πω πως αν το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας» πέθανε, ο εκδοτικός οίκος «Εστία» ζει. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να νομίζω ότι η «Εστία» θα υπάρχει όσο υπάρχει έστω κι ένας τίτλος της, έστω κι ένας συγγραφέας της, έστω κι ένας αναγνώστης της. Και, ευτυχώς, απέχουμε αρκετά απ’ αυτό το «ένας».