Όταν βλέπεις πρωί πρωί μπαμπάδες με καρότσια κάτι δεν πάει καλά στην κοινωνία, σκεφτόταν ο Β* πίνοντας τον καφέ του στο μπαλκόνι. Έμενε σε μια πολυκατοικία στον δεύτερο όροφο απέναντι από ένα συνοικιακό πάρκο. Ήταν ένα παλιό πάρκο που το γρασίδι του φύτρωνε τούφες τούφες σαν ξεμαλλιασμένο και σε μερικά σημεία έκανε γούβες με λασπόνερα. Ένα πάρκο που δεν είχε τίποτα παραπάνω από δυο ξεφλουδισμενες τσουλήθρες, μια τραμπάλα και μια ξεχαρβαλωμένη κούνια που λειτουργούσαν μόνο οι δυο ακριανές ξύλινες θέσεις.
Το πάρκο το έζωναν κάτι πολυκατοικίες φτιαγμένες στη δεκαετία του εβδομήντα. Κάτι πολυκατοικίες που τα σκουριασμένα νερά από τα κλιματιστικά στα πλευρά τους έμοιαζαν σαν ανοιχτές πληγές. Κάτω από τις κεραίες τους έγερναν απειλητικά προς το πάρκο, λες και τους χρωστούσε. Έμοιαζαν να το παρατηρούν προσεκτικά πώς ξεθυμαίνει με τα χρόνια. Πώς μαραζώνουν οι σκληροί θάμνοι της περίφραξης και πώς γερνάει και φθείρεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γυναίκα του.
«Έλα, Μίνα. Ξύπνησα, πώς δεν ξύπνησα; Ναι, θα πάω. Δεν το ξεχνάω. Πόσο είναι ο παιδικός; 160. Εντάξει. Ναι, το θυροτηλέφωνο θα το φτιάξω. Εντάξει. Φασολάκια λέω να κάνω, που αρέσουν και στη μικρή. Εντάξει. Σ’ αγαπώ». Το έκλεισε.
Ρούφηξε λίγο από τον ελληνικό καφέ και άρχισε να στρίβει ένα τσιγάρο. Ήθελε σιγά σιγά να πάει στο δημαρχείο να επικυρώσει φωτοτυπίες της ταυτότητάς του και μετά να πάει σε μια συνέντευξη για αποθηκάριος σε ένα σούπερ μάρκετ. Είχε στείλει πάνω από 100 βιογραφικά εδώ και ενάμιση χρόνο που ήταν άνεργος. Σπάνια τον καλούσαν σε συνέντευξη. Αυτή η δουλειά για αποθηκάριος έμοιαζε να έχει κάποιες προοπτικές. Άναψε το τσιγάρο και πικράθηκε. Όταν έμεινε άνεργος το είχε γυρίσει από πακέτο σε καπνό, όμως πριν δυο μήνες το είχε γυρίσει σε ακατέργαστα φύλλα καπνού που του έφερνε τζάμπα ένας φίλος του από το χωριό. Αγόραζε μόνο φίλτρα και χαρτάκια, αλλά αυτός ο καπνός δεν καπνιζόταν. Ήταν μαρτύριο. Αν ήξερε στο στρατό, που το άρχισε, ότι μια μέρα θα αναγκαζόταν να καπνίζει αυτό το κωλόπραγμα, δεν θα το άρχιζε ποτέ. Έτσι όπως έκοβε τα φύλλα στο μπλέντερ έπαιρναν την εικόνα ψαροτροφής και όταν τα κάπνιζε είχαν τη γεύση από χαλασμένο τσάι θαμμένο στο χώμα. Άσε που για ένα τσιγάρο ήθελε να ξοδέψεις και έναν αναπτήρα. Τζούρα κι έσβηνε.
«Κωλόπραμα» είπε, πήρε μια τζούρα, πικράθηκε και το άφησε στο τασάκι.
Δυο παιδάκια έκαναν τραμπάλα και άλλα δυο περίμεναν τη σειρά τους. Αυτή η συγκεκριμένη τραμπάλα, κάθε φορά που την έβλεπε, του έφερνε στο μυαλό το γάμο του. Είχε χωρίσει τότε με τη Μίνα για 4 μήνες, ύστερα την είχε παρακαλέσει να έρθει σπίτι να μιλήσουν και είχαν κάτσει στο μπαλκόνι. «Έχω μετανιώσει για όλα» της είχε πει ο Β*. «Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Να, όλους αυτούς τους μήνες νιώθω λες και είμαι σε αυτή την τραμπάλα μόνος μου. Να, σε εκείνη την απέναντι τραμπάλα. Στο πάρκο. Γέρνω από τη μια μεριά και δεν υπάρχει κανένας να με ανεβάσει πάλι. Και αυτή η θέση είναι φτιαγμένη μόνο για σένα. Δεν μπορεί να κάτσει κάνεις άλλος. Ε, Μίνα μου; Δεν μπορεί να κάτσει κάνεις άλλος». Τα ξαναβρήκαν. Ύστερα της έκανε πρόταση γάμου, παντρεύτηκαν και μετά από λίγο ήρθε το παιδί. Έτσι απλά.
Ήταν όμορφη η Μίνα. Μια γυναίκα τρόπαιο. Φοιτητικό τρόπαιο. Όλοι την ήθελαν στο πανεπιστήμιο και αυτή διάλεξε αυτόν επειδή ήταν εξωστρεφής, δραστήριος, είχε πλάκα και κυρίως επειδή ήταν ο σκηνοθέτης της θεατρικής ομάδας του πανεπιστημίου. Τότε έπαιζαν ρόλο αυτά. Ήταν σημαντικά. Η Μίνα τον θαύμαζε για αυτά που έκανε και αυτός τη θαύμαζε για την ομορφιά της. Ήταν ακόμα όμορφη μετά από είκοσι χρόνια, μια εκθαμβωτική γυναίκα που όλα τα έκανε με χάρη. Δίπλωνε τα ρούχα με χάρη, έτρωγε με χάρη, μιλούσε με χάρη. Δεν την χόρταινες αυτή τη χάρη. Μπορούσες να την κοιτάς απλά να μαγειρεύει και να μην ξεκολλάς τα μάτια σου από πάνω της. Έτσι όπως κουνούσε τα χέρια της απαλά και γυρνούσε αργά το κεφάλι να χαμογελάσει. Έτρεχε και με χάρη. Πόσες γυναίκες μπορούν να τρέξουν με χάρη; Τώρα; Αν τον γνώριζε τώρα, δεν υπήρχε περίπτωση να είναι μαζί του. Το ήξερε. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό του να του πει μια μέρα ότι τον παρατάει. Ότι τα έφτιαξε ξαφνικά με έναν πλούσιο από τους τόσους που συναντά κάθε μέρα στη γραμματεία. Ή δεν χρειαζόταν να είναι πλούσιος. Θα μπορούσε να είναι κάποιος που έχει απλά μια δουλειά, ένας υπάλληλος. Ένας υπάλληλος που έχει απλά ένα μισθό. Ένας που τουλάχιστον μπορεί να τη βγάλει σε μια ταβέρνα μια φορά τη βδομάδα και να αγοράσει καινούργια παπούτσια στο παιδί. Έστω καινούργια παπούτσια στο παιδί.
Ακούστηκαν φωνές από το πάρκο. Το ένα από τα δύο παιδάκια στην τραμπάλα είχε κατέβει και τα άλλα δυο μάλωναν ποιο θα το αντικαταστήσει. Δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρονών.
«Είναι η δικιά μου σειρά!» παραπονιόταν το ένα το κοντούτσικο.
«Τι λες, ρε νούμπα! Η δικιά μου σειρά είναι». Φώναζε το άλλο, που ήταν πιο ψηλό και σωματώδες.
«Είσαι άδικος. Εγώ ήρθα πρώτος».
«Εγώ ήμουν εδώ πιο πριν, αλλά περίμενα στην κούνια. Η δικιά μου σειρά είναι».
«Όχι».
«Ναι, ε; Και τι θα κάνεις γι’ αυτό; Ε; Τι θα κάνεις;» του φώναζε στο πρόσωπο.
«...»
«Τι θα κάνεις; Έστω κι αν είναι η δική σου σειρά, τι θα κάνεις;»
«...»
«Σε σένα μιλάω!» είπε και τον άγγιξε με το δείκτη στο στήθος. Το κοντό παιδάκι υποχώρησε, έσκυψε το κεφάλι και πήγε να κάτσει μόνο του στην κούνια.
Όλα αυτά τα παιδιά σε αυτή τη φτωχή συνοικία πίστευαν ότι κάποτε θα τα καταφέρουν, σκέφτηκε ο Β*. Αν τα ρωτήσεις θα σου πουν ότι όταν μεγαλώσουν θα γίνουν αστροναύτες ή αεροπόροι ή γιατροί. Δεν έχουν ιδέα ότι τίποτα δεν αλλάζει.
Ο Β* φόρεσε το καλό του πουκάμισο, τα καλά του παπούτσια και το καλό του παντελόνι. Ήταν τα ρούχα που κρατούσε για τις συνεντεύξεις. Πήρε το χαρτοφύλακά του που είχε μέσα πτυχία, άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, βιογραφικό και όλα τα χαρτιά που είχε μαζέψει τόσα χρόνια. Πριν βγει από το διαμέρισμα σκέφτηκε το χαλασμένο θυροτηλέφωνο, βρήκε στα εργαλεία το κατσαβίδι και το έβαλε στην τσέπη. Κλείδωσε τις τρεις κλειδαριές. Τους είχαν ανοίξει τρεις φορές το σπίτι τα τελευταία δυο χρόνια. Το μόνο που κατάφεραν οι διαρρήκτες ήταν να τα κάνουν άνω κάτω και να φύγουν με άδεια χέρια. Δεν υπήρχε φράγκο στο σπίτι και τα χρυσαφικά της Μίνας ήταν από καιρό στο ενεχυροδανειστήριο. Κατέβηκε στην κάτω είσοδο και ξεβίδωσε το θυροτηλέφωνο με το κατσαβίδι. Ένωσε δυο καλωδιάκια και πάτησε το κουμπί για να το δοκιμάσει, του φάνηκε εντάξει, το ξαναβίδωσε. Κάτι του είχε χρησιμεύσει τελικά το πτυχίο ηλεκτρονικής. Ύστερα πήρε το δρόμο για τη στάση. Ήταν μια ζεστή, συννεφιασμένη μέρα.
Το λεωφορείο έφτασε αγκομαχώντας. Ο Β* στριμώχτηκε στην είσοδο ανάμεσα στον κόσμο. Ένας τύπος με κοστούμι, χαρτοφύλακα και μια μεγάλη στραβή μύτη τον έσπρωξε και πέρασε πρώτος. Ο Β* ακύρωσε το εισιτήριο και πιάστηκε από το χερούλι. Τα σιχαινόταν τα χερούλια και τα λεωφορεία. Κοίταξε τη μύτη του άλλου που είχε προλάβει να καθίσει σε μια θέση. Ήταν γκροτέσκα, με βαθουλώματα και καρούμπαλα. Το κοστούμι του ήταν φτωχό που προσπαθούσε να φαίνεται ακριβό, το ίδιο και τα παπούτσια. Ο άλλος τον κοίταξε πίσω μασώντας μάγκικα την τσίχλα του. Έμοιαζαν συνομήλικοι, γύρω στα σαράντα. Ύστερα ο στραβομύτης ανασήκωσε λίγο τα φρύδια, γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω στο δρόμο.
Ο Β* κατέβηκε στην πλατεία του δημαρχείου. Ο κόσμος έπινε τον πρωινό καφέ του στις διπλανές καφετέριες. «Πού βρίσκουν αυτοί τα λεφτά και πίνουν δυόμισι ευρώ καφέ;» Αναρωτήθηκε και πήγε προς το βιβλιοπωλείο. Έπρεπε να επικυρώσει την ταυτότητά του στο Δημαρχείο, αλλά πρώτα χρειαζόταν φωτοτυπίες. Περίμενε υπομονετικά δίπλα στο φωτοτυπικό ώσπου ήρθε η υπάλληλος. Μόλις πήγε να δώσει την ταυτότητά του, είδε ένα προτεταμένο χέρι δίπλα από το κεφάλι του και άκουσε μια φωνή ξυστά στο αυτί του.
«Τρεις μπρος πίσω».
«Συγνώμη, κύριε» είπε η υπάλληλος. «Νομίζω πως είναι η σειρά...»
«Βιάζομαι! Έτσι κι αλλιώς ο κύριος δεν έχει πρόβλημα». Ο Β* γύρισε και είδε τον τύπο με τη μύτη να του χαμογελάει.
«Δεν έχετε πρόβλημα, έτσι; Βιάζομαι» του είπε.
«Σας παρακαλώ, βιάζομαι» συνέχισε απευθυνόμενος στην υπάλληλο και κούνησε την ταυτότητα νευρικά σαν βεντάλια μπροστά στο πρόσωπο της υπαλλήλου και συνάμα παραγκώνισε τον Β* και πέρασε μπροστά του. Αυτή ζούπηξε τα χείλη της μεταξύ τους, πήρε την ταυτότητα και έβγαλε τις φωτοτυπίες, του τις έδωσε και ο στραβομύτης έφυγε.
«Τι ανάγωγος...» σχολίασε η υπάλληλος κοιτώντας τον Β*.
«Ε, ο καθένας...» πήγε να πει ο Β*, αλλά το έκοψε εκεί. Πήρε τις φωτοτυπίες, πλήρωσε και βγήκε έξω από το βιβλιοπωλείο. Ο στραβομύτης είχε ανάψει ένα τσιγάρο. Αντάλλαξαν βλέμματα. Ο άλλος συνέχιζε να μασάει μάγκικα την τσίχλα, σήκωσε τα φρύδια και κοίταξε από την άλλη. Ο Β* μπήκε στο δημαρχείο. Αντίκρισε μια ουρά πέντε- έξι ανθρώπων που περίμενε έξω από το γραφείο του πρωτόκολου. Στη γυάλινη πόρτα ήταν αναρτημένη μια χειρόγραφη κόλλα που έγραφε: «Ένα άτομο κάθε φορά στο γραφείο. Παρακαλώ, περιμένετε απέξω».
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο στραβομύτης και κατευθύνθηκε στην αρχή της ουράς.
«Εσείς περιμένετε για επικύρωση;» Ρώτησε την κυρία που περίμενε πρώτη.
«Ε... εγώ...»
«Καλά, καλά...» είπε ο στραβομύτης, άνοιξε την πόρτα του γραφείου και πέρασε μέσα.
«Τι κάνει αυτός;» είπε αυτή και γύρισε να δει τους άλλους από πίσω της.
«Απαράδεκτο!» είπε ένας παππούλης με μπαστούνι.
«Μα επιτρέπεται!» είπε η κοπέλα από πίσω από τον Β*. Ήταν νέα και γλυκιά. Του θύμισε λίγο τη Μίνα, αλλά πιο μικρή και ξανθιά.
Ο Β* πέρασε τη σειρά αποφασισμένος, άνοιξε τη γυάλινη πόρτα και στάθηκε δίπλα στο στραβομύτη.
«Καλά, δεν βλέπεις τη σειρά απέξω!»
«Μα για άλλο περιμένουν αυτοί. Σε παρακαλώ, ρε φίλε, άσε με να κάνω τη δουλειά μου».
Ο Β* στάθηκε να τον παρατηρεί.
«Άντε τράβα από δω» είπε ο στραβομύτης και γύρισε να κοιτάει τάχα υπομονετικά την υπάλληλο.
Ο Β* γύρισε στην ουρά.
«Μα είναι απαράδεκτος!» είπε η κοπέλα πίσω του. Έμοιαζε τόσο πολύ με τη Μίνα, κυρίως στα χείλια και στο βλέμμα.
«Όντως» της απάντησε.
Εμφανίστηκε ο στραβομύτης. Η κυρία που ήταν πρώτη στη σειρά έβγαλε ένα «τσ, τσ , τσ. τσ, τσ». Ανάμεσα από τα δόντια της.
«Ρε φίλε, γιατί με προσβάλλεις;» είπε ο στραβομύτης στον Β* και τον πλησίασε. «Νόμιζα ότι η σειρά εδώ ήταν για άλλο λόγο, όχι για επικύρωση».
«Εντάξει» είπε ο Β*.
«Τι εντάξει; Μ’ ακούς τι σου λέω;»
«Αφού δεν περίμενες να ακούσεις καν τι σου είπανε» διέκοψε η γλυκιά κοπέλα πίσω από τον Β*.
«Εσένα ποιος σου μίλησε;» είπε ο στραβομύτης μασώντας την τσίχλα του.
«Τελείωσε η δουλειά σου, τώρα τι θες;» του είπε ο Β*.
«Ό,τι θέλω!» απάντησε αυτός και πλησίασε περισσότερο τον Β*. «Ωραία, και πες ότι σου έκλεψα τη σειρά. Τι θα κάνεις για αυτό;»
Ο Β* δεν απάντησε.
«Τι θα κάνεις, ρε, για αυτό;» επανέλαβε ο στραβομύτης.
Ο Β* τον κοίταξε καλά καλά. Ο στραβομύτης ήταν αυτός που έφταιγε. Ναι, αυτός έφταιγε για όλα. Αυτός έφταιγε που τον απέλυσαν. Αυτός έφταιγε που δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Αυτός έφταιγε που θα έχανε τη Μίνα.
«Τι θα κάνεις για αυτό, ρε! Σε σένα μιλάω!»
Τα γόνατα του Β* άρχισαν να τρέμουν και οι σφυγμοί του χτυπούσαν στα σαγόνια. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και αισθάνθηκε το κατσαβίδι. Το έπιασε γερά στη χούφτα του. Ο στραβομύτης έφταιγε που δεν έχει να πάρει καινούργια παπούτσια στην κόρη του. Αυτός έφταιγε για τα εκατό άσκοπα βιογραφικά και για τη χαμένη σειρά στην τραμπάλα. Για τον καπνό με τη βρομερή γεύση και το αποτυχημένο θεατρικό. Για τις ξεφλουδισμένες τσουλήθρες και τα άνοστα φασολάκια. Για τα σιχαμένα χερούλια των λεωφορείων και για τη Μίνα, που του έφευγε μέρα με τη μέρα.
«Τι θα κάνεις για αυτό, ρε! Ε; Δε μιλάς;»
Ξαφνικά κουδούνισε το κινητό του Β*. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αισθανόταν το κινητό του να δονείται διπλά στο χέρι που κρατούσε το κατσαβίδι. Ξανάνοιξε τα μάτια του. Ο στραβομύτης χαμογελούσε κοροϊδευτικά.
«Δε σε βλέπω να έχεις να πεις τίποτα τώρα, ε;» συνέχισε ο στραβομύτης.
Ο Β* άφησε το κατσαβίδι και έπιασε το κινητό. Πισωπάτησε και έφερε το τηλέφωνο στο αυτί του. Τα δάχτυλά του έτρεμαν.
«Χα!» έκανε ο στραβομύτης.
«Ναι».
«Ο κύριος Βασίλης Βρυς;»
«Μάλιστα».
«Είμαστε από την Γκρικ Ηλεκτρόνικ Ντρίμινκ».
«Ναι...»
«Είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσουμε ότι προσληφθήκατε».
«Αλήθεια;»
«Μάλιστα, κύριε Βρυ, από αύριο κιόλας το πρωί μπορείτε να αρχίσετε».
«Ευχαριστώ πολύ. Ευχαριστώ πάρα πολύ» είπε ο Βασίλης Βρυς και κάθισε σε ένα σκαλοπάτι που βρισκόταν εκεί δίπλα.