- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Μαργαρίτα μαδάει Μαργαρίτα
Γιατί κλαίει όλος ο κόσμος στην παράσταση «Δε μ’ αγαπάς - Μ’ αγαπάς»;
Η A.V. συνάντησε τη συγγραφέα και καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου και τον Πέτρο Ζούλια (σκηνοθέτη της παράστασης) κι άκουσε την ιστορία μιας συγκλονιστικής σχέσης, αυτή της Μαργαρίτας Λυμπεράκη και της κόρης της Μαργαρίτας Καραπάνου.
Από τις μεγάλες κυκλικές τζαμαρίες του έκτου ορόφου της οδού Σπευσίππου, η Φωτεινή Τσαλίκολγου κοιτάζει την πόλη λουσμένη στο φως. Την Ακρόπολη μέχρι τον Πειραιά και τη θάλασσα στο βάθος, το λόφο του Λυκαβηττού και το St. George Lycabetous. Το café του τελευταίου ειδικά, η Φωτεινή το ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά. Εδώ, πριν έξι χρόνια, επί έναν ολόκληρο μήνα, κάθε μέρα από τις έξι τα χαράματα –αγαπημένη ώρα της Μαργαρίτας– συναντιόνταν για να δουλέψουν πάνω στο κοινό τους βιβλίο «Μήπως;» (εκδ. Ωκεανίδα). Τότε οι δύο αγαπημένες φίλες, «δύο φίλες με εναλλασσόμενους ρόλους, συγγραφέας, καθηγήτρια, ψυχολόγος, άρρωστη, υγιής, θεραπευτής, θεραπευόμενος, ιδιότητες ρευστές και αβέβαιες», όπως περιγράφουν τη σχέση τους, προσπαθούσαν «μέσα απ’ αυτό το διαλογικό βιβλίο να αλλάξουν ρόλους, να σπάσουν τη σιωπή».
Δύο χρόνια αργότερα, 2 Δεκεμβρίου του 2008, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου θα έμπαινε οριστικά στη χώρα της σιωπής (πέθανε από πνευμονοπάθεια που την ταλαιπωρούσε καιρό). Είχε φροντίσει να παραδώσει το πολυτιμότερο κειμήλιο της ζωής της στη φίλη της: τις επιστολές της μητέρας της Μαργαρίτας Λυμπεράκη (συγγραφέας του μυθιστορήματος «Τα ψάθινα καπέλα» και του σεναρίου του φιλμ «Φαίδρα»), όταν εκείνη βρισκόταν στο Παρίσι κι η Καραπάνου στην Αθήνα. Μαζί άφησε κι ένα εξομολογητικό, απελευθερωτικό γράμμα προς τη νεκρή μητέρα της, που είχε φύγει από τη ζωή το 2001. Ανάμεσα σε άλλα έλεγε: «Μαμά, σε αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που έτσι αγάπησα στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο που έχω από εσένα».
Πέρασαν άλλα δύο χρόνια από το θάνατο της Καραπάνου για να δημοσιεύσει η Φωτεινή αυτή τη συνταρακτική επιστολογραφία μαμάς-κόρης στο βιβλίο «Δε μ’ αγαπάς - Μ’ αγαπάς - Τα Παράξενα της Μητρικής Αγάπης - Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου» (εκδ. Καστανιώτης). «Τα 117 γράμματα καλύπτουν ένα διάστημα 12μισι ετών. Το πρώτο έχει ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1962 και το τελευταίο 28 Ιανουαρίου 1974. Στην αρχή της αλληλογραφίας η Μαργαρίτα είναι 15 ετών και η Ρίτα 43» σημειώνει η Φ. στο βιβλίο. «Ένα εκρηκτικό μείγμα “αβάσταχτης καθημερινότητας” (small talk), συγκινησιακής φόρτισης και υψηλής πνευματικότητας διατρέχει όλα τα γράμματα. Δεκάδες ονόματα, φίλοι, συγγενείς, καλλιτέχνες, ψυχοθεραπευτές, διανοούμενοι Έλληνες και Γάλλοι (σ.σ. Σαρτρ, Καστοριάδης, Μποβουάρ, Καμπάς, Τσαρούχης, Καμί, Πικάσο, Ιονέσκο, Κούνδουρος, Αξελός, Ελύτης, Ειρ. Παππά κ.ά.) συνθέτουν τον αστικό μικρόκοσμο των δύο γυναικών». Ο οποίος δεν είχε μόνο την αίγλη των διάσημων φίλων, αλλά και αυτή μιας οικογένειας γεμάτης λαμπερά ονόματα. Η αδερφή της Λυμπεράκη, Αγλαΐα Λυμπεράκη, ήταν γλύπτρια και παντρεμένη με τον Γιάννη Μόραλη. Ο γιος τους Κωνσταντίνος Μόραλης είχε περίπου την ίδια ηλικία με την Καραπάνου. Παππούς της Λυμπεράκη ήταν ο εκδότης Γιώργος Φέξης (βλ. και στοά Φέξη στην Αθήνα), ενώ στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας εμφανίζεται και ο Χαρίλαος Τρικούπης.
«Το χαρακτηριστικό γνώρισμά της δεν ήταν η ψυχική της διαταραχή (σ.σ. μανιοκατάθλιψη), αλλά το ταλέντο, το χιούμορ, η απέραντη γενναιοδωρία κι η καλοσύνη της. Αυτά τα δύο τελευταία μου λείπουν πάρα πολύ σε μια εποχή τόσο έμμονα προσηλωμένη στην τσιγκουνιά, την καχυποψία, την επιφύλαξη» μου λέει τώρα η Φ. γεμάτη νοσταλγία και παράπονο για την απουσία της φίλης της. Η επιτυχημένη παράσταση «Δε μ’ αγαπάς - Μ’ αγαπάς» (βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο), που ανεβαίνει εδώ κι ένα μήνα στο Θέατρο Βασιλάκου σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια και με πρωταγωνίστριες την Πέγκυ Τρικαλιώτη στο ρόλο της Καραπάνου και της Ρένης Πιττακή στο ρόλο της Λυμπεράκη, είναι κάτι που την ευχαριστεί για διάφορους λόγους. «Το έργο αποπαθολογικοποιεί τη μανιοκατάθλιψη, εξετάζοντάς την ως ανθρώπινη εμπειρία κι όχι ως έλλειμμα. Η Μαργαρίτα είχε το θάρρος και τη γενναιότητα να πει: “Ναι, είμαι εγώ η συγγραφέας Καραπάνου κι έχω διπολική διαταραχή”. Να σας πω εδώ ότι το μέσα της κανένα φάρμακο και καμία αγωγή δεν μπόρεσαν ποτέ να της το σκεπάσουν».
Ίσως γι’ αυτό στην πιο συγκλονιστική στιγμή της παράστασης, όταν η Τρικαλιώτη σπαράζει όρθια πάνω στο μακρόστενο τραπέζι της σκηνής, «κανείς δεν βρέθηκε να μου πει ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ / τρελαίνομαι, μαμά, τρελαίνομαι» (μιλώντας για την αρρώστια), δακρύζει όλο το θέατρο μαζί με την ηθοποιό, που κλαίει χωρίς σταματημό. «Ήξερα πως μόνο αν οι πρωταγωνίστριες κάνουν μια τεράστια βουτιά χωρίς όρια στον εσωτερικό τους κόσμο θα μπορούσε να σταθεί το έργο. Στις πρόβες τούς έλεγα: “Δεν έχετε κανένα δίχτυ προστασίας”» θα μου πει μερικές μέρες αργότερα ο σκηνοθέτης Π. Ζούλιας κι η Φ. θα συμπληρώσει: «Δεν έχω δει άνθρωπο να κλαίει επί σκηνής τόση ώρα. Η αλήθεια αυτού του συναισθήματος δεν έχει τίποτα το ψεύτικο. Για αυτό και το κοινό συμπεριφέρεται έτσι, γιατί αναζητά τη γνησιότητα σε μια εποχή που αυτή πολλαπλά κακοποιείται. Σαν να είναι ο χορός σε αρχαία τραγωδία, οι θεατές είναι κομμάτι του δράματος. Όταν βλέπω την παράσταση κλαίω κι εγώ. Γιατί η άλλη, η μέσα μας σκηνή, είναι μια σκηνή που την καταπιέζουμε για να διατηρούμε ένα συμβατικό, αψεγάδιαστο προσωπείο. Η παράσταση το σπάει».
Στο μεγάλο, ξύλινο καθρέφτη του σαλονιού της Φ. βλέπω τα αληθινά πρόσωπα της ζωής της. Φωτογραφίες ενός πανέμορφου μικρού κοριτσιού –είναι η εγγονή της– και πολλά κάδρα με την ίδια και τη δική της κόρη της, Μυρσίνη, σε διάφορες φάσεις κι ηλικίες. «Τελικά έχει ένα μεταφυσικό αίσθημα η παράσταση» μου λέει κι εννοεί ότι είναι πολλά τα στοιχεία που δίνουν μαγνητική αύρα στο έργο. Όπως το γεγονός ότι η Τρικαλιώτη, όταν ανέλαβε το ρόλο, είχε μόλις πληροφορηθεί ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδί – κάτι που επιθυμούσε χρόνια. Λίγες μέρες αργότερα, στις πρόβες, η ηθοποιός έμεινε έγκυος (για να γεννήσει κι αυτή κοριτσάκι!). Με δυο λόγια: υπάρχει συσσωρευμένη γνώση κι εμπειρία των εμπλεκόμενων (Τσαλίκογλου, Καραπάνου, Τρικαλιώτη) πάνω σε αυτή την «ανεπανάληπτη διά βίου σχέση μάνας-κόρης», όπως την περιγράφει η Φ.
Τι είναι όμως αυτό που συγκινεί τόσο τους θεατές ώστε να ακούς αντιδράσεις όπως «πω, πω, το κοριτσάκι, τι φοβερό», «δεν αντέχω άλλο» ή «Θέε μου, τι κακιά μάνα»; Ο καταιγισμός των γεγονότων ανάμεσα σε δύο πλούσιες ζωές δύο μεγάλων προσωπικοτήτων είναι η απάντηση. Και φυσικά το θέμα της απουσίας. Η Λυμπεράκη στο Παρίσι κι η Καραπάνου στην Αθήνα – πρώτα με τη γιαγιά κι ύστερα μόνη. «Διαβάζοντας τα γράμματα είναι φορές που μπερδεύεσαι. Έχεις την εντύπωση ότι είναι δύο ερωτευμένοι που αλληλογραφούν. Δυσπιστούν και ζητούν εγγυήσεις που δεν κατευνάζουν παρά μόνο προσωρινά την οδύνη της απουσίας» σημειώνει η Φ. στο βιβλίο. Οι θεατές είναι αμείλικτοι – η ετυμηγορία τους για τη Λυμπεράκη είναι «ένοχη». Οι συντελεστές της παράστασης, όμως, τη δικαιολογούν. «Η ψυχική οδύνη της Καραπάνου υπήρξε τεράστια, γι’ αυτό και το κοινό ταυτίζεται μαζί της. Ήταν ένα παιδί που ένιωθε εγκατάλειψη και διεκδικούσε το γονιό του. Μια υπερ-ευαίσθητη προσωπικότητα που λάτρευε τη ζωή και διεκδικούσε τις χαρές της» λέει ο Ζούλιας. «Η μητέρα της έχει πολλά στοιχεία από τη σύγχρονη εργαζόμενη γυναίκα, που κάτω από το βάρος των υποχρεώσεων θυσιάζει την επαφή με το παιδί της. Η Λυμπεράκη διεκδίκησε την πνευματική της εξέλιξη στο Παρίσι». Κι η Φωτεινή προσθέτει: «Η Ρίτα έχει στιγμές αδυναμίας. Όμως, ακόμα κι όταν είναι σκληρή, κάνει προσπάθεια να πείσει τον ίδιο της τον εαυτό, η σκληρότητα δεν αναβλύζει από μέσα της. Και μπορεί ένας άνεμος φιλοδοξίας να την παρέσυρε στο Παρίσι, αλλά ταυτόχρονα ο ίδιος άνεμος την καθήλωνε. Πολλές φορές κάνουμε πράγματα που έχουν σκοτεινές ρίζες.
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν εκτός στέρησης κι εκτός απουσίας. Η Ρίτα είχε ένα τραύμα πίσω της, το διαλυμένο γάμο της (σ.σ. με τον ποιητή και δικηγόρο Γιώργο Καραπάνο). Αυτό είναι το ορατό τραύμα. Υπάρχουν όμως και τα αόρατα διά γυμνού οφθαλμού τραύματα. Ποιος μπορεί να μιλήσει γι’ αυτά; Το προφανές είναι να πούμε ότι δεν ήταν καλή μάνα. Αυτή η φράση όμως είναι απλοϊκή κι εντέλει παραχαράζει την ιστορία, γιατί τίποτα δεν είναι πιο μυστηριώδες από το προφανές. Η ουσία πάντως δεν είναι η Λυμπεράκη κι η Καραπάνου, αλλά πώς από τα βάθη των αιώνων, από την εποχή της Ηλέκτρας, βιώνουμε την πιο πρωταρχική μας σχέση ως μια σχέση γεμάτη από φως και σκοτάδια. Όταν ξεφύγει από τα όρια, όπως στην περίπτωση των δύο συγγραφέων, φανερώνει κρυμμένες αλήθειες, το πεπρωμένο αγάπης-μίσους κι όλων των αντιφάσεων που καθορίζουν τον ψυχισμό μας».
Κι επειδή πάντα το ποιοι είμαστε και πώς εξελισσόμαστε είναι αδιαίρετο με την εποχή και την κοινωνία όπου ζούμε, τα δύο τελευταία είναι βασικός άξονας της παράστασης. «Η σχέση των δύο ηρωίδων είναι ενταγμένη μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της Ελλάδας που κι αυτή προσπαθεί να αγαπηθεί, να αγαπήσει, που διαψεύδεται συνέχεια, που η διάψευση είναι λες συνυφασμένη με την ιστορία της. Η επένδυση στην ελπίδα (“τώρα όλα θα αλλάξουν!”) κι αμέσως μετά η διάψευση (βλ. εμφύλιος, μεταπολίτευση). Ό,τι παθαίνει μάνα-κόρη επαναλαμβάνεται στη χώρα μας. Η πικρία του Έλληνα είναι κομμάτι της παράστασης. Είναι όμως κομμάτι και της ιστορίας της χώρας μας. Ο θεατής συνομιλεί με τις διαψεύσεις του στη μνημονιακή Ελλάδα του σήμερα».
Και τι θα έλεγε η Καραπάνου για τη μεταφορά των επιστολών της μαμάς της στο θεατρικό σανίδι; Η Φ. το σκέφτεται λίγο, χαμογελάει και λέει: «Θα χαιρόταν, θα διασκέδαζε, θα ένιωθε συγκίνηση. Θα αυτοσαρκαζόταν βλέποντας τον εαυτό της επί σκηνής, γιατί είχε ένα τρελό χιούμορ. Αυτό ήταν η Μαργαρίτα. Πάρα πολύ, όμως. Μέσα στο κλάμα, γέλιο. Όπως οι στιγμές που ο Ζούλιας μάς κάνει να γελάμε (π.χ. όταν η Ρένη μάς βγάζει τη γλώσσα, λέγοντας “πέθανα;” (“σιγά μην πέθανα!”). Θα μου έλεγε όλο χαρά: “Αριστούργημα, Φωτεινή μου, αριστούργημα!”»
Ο Πέτρος Ζούλιας μιλάει για την επιλογή του να ανεβάσει την επιστολογραφία της Λυμπεράκη στο θέατρο και πώς απέφυγε τις παγίδες
Τα τελευταία χρόνια αναζητώ επίμονα ελληνικά έργα. Μετά την επιτυχία της “Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου” ήθελα να ασχοληθώ με την άλλη πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, με τη μεγαλοαστική τάξη και τους διανοούμενους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο πολιτικό και πνευματικό γίγνεσθαι της Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και μετά. Εκτός από το ακραίο της τόσο παθιασμένης και αδηφάγας σχέσης τους, η Καραπάνου κι η Λυμπεράκη ήταν δύο πρόσωπα σε ζωντανό διάλογο με την πραγματικότητα, με τις τάσεις της εποχής τους, πνευματικές και πολιτιστικές, με τα γυναικεία πρότυπα συμπεριφοράς εδώ και στο Παρισι. Νομίζω ότι καταφέραμε να ξεφύγουμε από εμφανείς κινδύνους: να πέσουμε σε ένα μίζερο και μονοδιάστατο σκηνικό με αντιθεατρικές λύσεις, όπως π.χ. ατέρμονους μονόλογους με μορφή αναλογίου, ή να μείνουμε οριοθετημένα στις ζωές των δύο γυναικών. Τελικά προέκυψε μια παράσταση με δράση μια σκηνική ακροβασία που περνάει μέσα από χρόνους, τόπους, σημαντικά κι ασήμαντα περιστατικά. Τριάντα χρόνια ζωής συμπυκνωμένα με έναν αυθαίρετο τρόπο, όπως θα διηγούνταν κάποιος συνειρμικά την ιστορία της ζωή του.
Ιnfo
Θέατρο Βασιλάκου, Πλαταιών & Προφ. Δανιήλ 3, 210 3470.707
Κεντρική Φωτό: Η Μαργαρίτα Καραπάνου στο σπίτι της στην Ύδρα με το σκύλο της Βούδα