Μερικές μέρες ξεκινάνε έτσι: ξυπνάς αργά, τρέχεις, σου πέφτει ο φακός επαφής, περιμένεις σε ουρά, σκοντάφτεις, έχεις ξεχάσει το πορτοφόλι/την ταυτότητα /την ψυχή σου στην Κούλουρη, αισθάνεσαι θεόκουλος, δεν καταφέρνεις τίποτα και μετά παίρνεις ένα κολλητό σου και γελάτε με το πόσο στραβή ήταν η μέρα. Που ευτυχώς πέρασε. Αλλά, δυστυχώς, έχει και παρέα.
Oι στραβές μέρες τελευταία πέφτουνε τρεις-τρεις, δεν ξέρω αν το έχει παρατηρήσει κανείς: τη μία μέρα σκοντάφτεις, τη δεύτερη χτυπάς το κεφάλι σου στο ντουλάπι της κουζίνας που προεξέχει, την τρίτη μέρα βγάζεις να πληρώσεις κάπου ένα απίστευτο μπουγιουρντί που σε βάρεσε κατακούτελα και δεν έχεις μία. Φταις που δεν έφτιαξες το παλιο-ντουλάπι όταν πρωτο-μπήκες στο σπίτι πρόσφατα πριν δεκαπέντε χρόνια; Φταις. Που δεν πρόσεξες το τσουλάκι και μπουρδουκλώθηκες κι έφαγες τα μούτρα σου; Φταις. Που δεν έχεις να πληρώσεις; Εκεί κι αν φταις – αλλά σε ποιον να το πεις, που ο κολλητός με τον οποίον συζητάτε τις στραβές μέρες περνάει ακόμα στραβότερες (μέρες) και δεν έχει καν τηλέφωνο.
Τέλοσπάντων, κατέβηκα στο κέντρο μετά από μια τέτοια αποφράδα μέρα ψάχνοντας κάτι θολό – ένα σουρωτήρι για χύμα-τσάι απ’ αυτά τα στρόγγυλα, που είναι στην ουσία δύο σουρωτήρια με μεντεσέ στη μέση που ανοιγοκλείνουν. Υπάρχουν τέλεια στα μαγαζιά με είδη τσαγιού π.χ. (τα οποία όμως δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα, τουλάχιστον στην Αθήνα…).
Μπήκα στην Αθηνάς σε τεράστιο ισόγειο κατάστημα με χιλιάδες σκονισμένα είδη πρώτης-ή-και-τελευταίας ανάγκης, απ’ αυτά που πουλάνε τα πάντα με 1 ευρώ: ξυπνητήρια, πλαστικά παιχνίδια που τους βγαίνει το κεφάλι, ημερολόγια θεούσας με στεναχωρημένους αγίους, χάρτινα πιάτα με αποτυχημένες ηρωίδες της Ντίσνεϊ, κοριτσίστικα τσαντάκια με γάτες που δεν είναι η Hello Kitty, ψεύτικα άνθη, παντόφλες, μπρίκια, πλαστικές νταντέλες, κολιέδες, λιβανιστήρια, προφυλακτικά, ποτηρόπανα, βρακολάστιχα με το μέτρο, κουδουνίστρες και μανταλάκια – κι ανάμεσα στα άλλα, ένα σκασμό σουρωτήρια-για-τσάι με μεντεσέ! Ουάου.
Μετά από ψάξιμο ώρας (για να ξε-franticάρω) έφυγα με το σουρωτήρι στο χέρι, φτωχότερη κατά 1 ευρώ. Ήθελα να πάρω και τα μισοτιμής χάρτινα πιάτα επειδή είμαι σε φάση άρνησης και σκυλοβαριέμαι να πλένω πιάτα, αλλά η ηρωίδα επάνω τους ήταν τόσο τρανταχτά αποτυχημένη, τόσο looser, που απέπνεε μία θλίψη ανάλογη με αυτήν των αγίων. Τα παιδιά μου θα την έσκιζαν σε δευτερόλεπτα.
Λίγο πιο πέρα από το χαμό της Αθηνάς υπάρχουν μικρά οικογενειακά μαγαζάκια με τοπικά προϊόντα, ελληνικά, απ’ αυτά που θυμίζουν παιδικές ηλικίες όσων χρονών κι αν είσαι: το «Λημνία Γη» με τυριά, παστά ψαρικά, ζυμαρικά, μπαχαρικά, λάδια κ.λπ. κ.λπ. από τη Λήμνο και το «Παντοπωλείο Ζαχαράκη» με αντίστοιχα, και ακόμα περισσότερα λάδια, παξιμάδια, κουλούρια κ.λπ. κ.λπ. από την Κρήτη.
Είναι όμορφα, προσεγμένα μαγαζιά με διαλεχτά τρόφιμα στα ράφια τους και σε κάνουν να νοσταλγείς μια Ελλάδα που υπάρχει ακόμα, αλλά δεν αισθάνεται πολύ στα καλά της τελευταία. Τα κοιτάζεις, δηλαδή, και θέλεις να παίξεις σε ελληνική ταινία της Φίνος Φιλμ δεκαετίας του ’60, κατά προτίμηση με τη Ρένα Βλαχοπούλου. Τα παιδιά που «κρατάνε» και τα δύο μαγαζιά είναι ευγενικά, πρόθυμα να σου προσφέρουν το καλύτερο παξιμάδι και την πιο φρέσκια μυτζήθρα. Δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, απλώς έτυχε να μπω πρώτα στο ένα και μετά στο άλλο, οπότε σας τα προτείνω αντάμα.
Κάποιο βράδυ ήπιαμε ένα κρασί στο «ΜΟΝΟ», με μεζέδες, σαλάτες και μαριναρισμένο σολομό, που είχε μεγάλη επιτυχία. Είναι ωραίο ανοιχτόκαρδο μαγαζί με χαμηλή μουσική για να συζητάς με τις ώρες, άψογο σέρβις, τα τραπέζια είναι άνετα, η μπάρα καλόγουστη, η κάβα επίσης (απ’ ό,τι μου είπαν οι φίλοι που ξέρουν από κρασιά). Οι τιμές είναι λογικές, έχει πιάτα που αρχίζουνε από 6-7 ευρώ και είναι ιδιαίτερα, δηλαδή καθόλου μαζικής παραγωγής – του τύπου που δεν τα έχεις ξαναφάει αλλού.
Έχω ενοχές πια όταν προτείνω εστιατόρια, έστω κι αν πηγαίνω (σε εστιατόρια) μία, άντε δύο φορές το μήνα. Συνήθως κάποιος έχει γιορτή, γενέθλια ή λεφτά στα χέρια του – μαγειρεύω όπως όλες οι Ελληνίδες, μαμάδες και μη, τρώω ευχαρίστως σπίτι μου δηλαδή, και δεν πας «έξω» για να φας αλλά για να πεις καμιά κουβέντα με φίλους. Με τους οποίους μπορεί και να τρώμε φιστίκια/τσιπς σε κάποιο μπαρ με ένα ποτό στο χέρι... σχεδιάζοντας δουλειές με φούντες πάντα: αυτό τουλάχιστον δεν έχει αλλάξει. Κι όσο κάνεις μεγάλα σχέδια τόσο καλύτερα αισθάνεσαι. Ή ίσως αισθάνεσαι καλύτερα επειδή πίνεις, λίγο-ξελίγο, αυτό μας έμεινε – όπως και τα ίδια ή διαφορετικά σχέδια, που είναι σα να μη σταμάτησαν ποτέ να μεγαλώνουν...
Info: Λημνία Γη, Πρατήριο Λήμνου - Αγ. Ευστρατίου, Σοφοκλέους 18 & Αθηνάς, έναντι στοάς Αθανάτων, 211 2130.793, www.limniagi.com.
Παντοπωλείο Ζαχαράκης Εμμανουήλ, Σοφοκλέους 20, 694 2634420 ΜΟΝΟ tapas bar restaurant, Μπενιζέλου Παλαιολόγου 4Γ, Πλάκα, 210 3226.711, www.monorestaurant.gr
Ταινία του Ρομάν Πολάνσκι (1988) με τον Χάρισον Φορντ και την Εμανουέλ Σενιέ. Αγχωτική, αλλά βλέπεται και σήμερα «με την ψυχή στο στόμα».