Έργα αινιγματικά και συνειρμικά, που ρέουν αέναα στον χώρο και τον χρόνο, διατηρώντας σαφή απόσταση από την παραστατική ζωγραφική και σε μία διαρκή αναζήτηση της μορφής, έρχονται να ανασυντεθούν μπροστά στο θεατή και να ενταχθούν στις βαθύτερες σκέψεις του. Κάθε καλλιτέχνης χειρίζεται το χρώμα και τη μορφή με τον δικό του προσωπικό τρόπο, σκιαγραφώντας την πραγματικότητα, όπως την εκλαμβάνει ο ίδιος.
Τέσσερις Ιταλοί καλλιτέχνες, οι Giovanni Albino, Pasquale Guastamacchia, Edoardo Iaccheo και Antonio Laurelli καθώς και δύο Έλληνες που έχουν μία σταθερή και στενή σχέση με τη γείτονα χώρα και τα εικαστικά δρώμενα σε αυτήν, η Μάγδα Αστέρη και ο Αριστομένης Κατσούλας, μας παρουσιάζουν μία έκθεση ζωντανή και γεμάτη ενέργεια, που αποκαλύπτει τον εσωτερικό κόσμο των δημιουργών και δίνει χρώμα στον περιβάλλοντα χώρο των επισκεπτών.
Η Μάγδα Αστέρη, θεωρώντας ότι «κάθε πίνακας είναι μια νέα χώρα», αντιλαμβάνεται ως το πιο σημαντικό κομμάτι στη δημιουργία ενός έργου την «εκφραστική ζωντάνια, το φως», ενώ το αντικείμενο αποτελεί για εκείνη «μόνο το πρόσχημα». Πιστεύει ότι «ο καλλιτέχνης αισθάνεται μέσω των χρωμάτων και των σχημάτων» και «αφήνεται να εμποτιστεί από την γοητεία τους και τις δυνατότητές τους» ενώ ο λογοτέχνης Ρόης Παπαγγέλου σημειώνει ότι πρόκειται για «μια μορφή τέχνης που εδράζεται σε μια ρέουσα εντύπωση, η οποία ακυρώνει οποιαδήποτε διερώτηση για το τι ακριβώς υποτίθεται ότι είναι και οδηγεί το μάτι σε μια διαδρομή συσχετισμών - πέρα από τα μέσα με τα οποία πραγματώνεται».
Ο Αριστομένης Κατσούλας, όπως λέει η ιστορικός τέχνης Lidia Pizzo, φιλοτεχνεί «έργα, που με γραφικότητα, αναδεικνύουν ένα διηγηματικό υλικό το οποίο παίρνει τα ερεθίσματα από σύνθετες έρευνες που έγιναν από τα ακούσματα της αντήχησης και του μυστηρίου των πραγμάτων πάνω στο προσωπικό γίγνεσθαι, εξιστορημένες πάντα σε μία γλώσσα που βρίσκει τις ρίζες της σε έναν εξπρεσιονισμό ξανα-επισκέψιμο με πρωτότυπο και υποβλητικό τρόπο».
Τα γλυπτά του Giovanni Albino, σύμφωνα με την διευθύντρια του Ιταλικού Ινστιτούτου στη Σόφια, Anna Amendolagine είναι «φιγούρες που διακλαδώνονται στο χώρο και ζωντανεύουν μορφές αέρινες. Ακουμπισμένες σε μια βάση μαρμάρινη ή ξύλινη, οι ξύλινες φιγούρες του Αλμπίνο μιλούν και διηγούνται ιστορίες και προσωπικότητες που φυλακίστηκαν εκείνη τη στιγμή για πάντα, σ’ εκείνο το αιώνια παρόν που ουσιαστικά μας παρουσιάζει η τέχνη».
O Pasquale Guastamacchia, σύμφωνα με τον κριτικό τέχνης, Marco di Capua, «κινείται μέσα από φανταστικές ζώνες οι οποίες, ωστόσο, είναι απογυμνωμένες από σύμβολα, αλληγορίες, πεπρωμένο. Η επιμονή στις οριζόντιες γραμμές, στις καμπύλες της γης - τοπία θεωρούμενα ως η αυγή της γης - μοιάζει διαχρονική και στοιχειώδης. Συντεταγμένα μοτίβα καθηλωμένα στο μεταίχμιο τού χάους και της τάξης».
Ο Edoardo Iaccheo, όπως λέει ο ιστορικός τέχνης Generoso Vella, «κινείται στον καμβά σχεδόν 50 χρόνια, με βαθιά γνώση του χρώματος και με θέματα πού αφορούν την ύπαρξη, την πολιτική συμμετοχή, τον πόνο, την απελπισία, το ευάλωτο του ανθρώπου. Η τέχνη του είναι διάλογος με τη συνείδηση και την εσωτερικότητα».
Τέλος, η ζωγραφική του Antonio Laurelli σύμφωνα με τον εικαστικό καλλιτέχνη και κριτικό τέχνης, Achille Pace, «προέρχεται από την ιστορία και την παράδοση τού ουμανισμού και του διαφωτισμού, σίγουρα επηρεασμένη από τη μηχανή, όπως έκαναν οι φουτουριστές, χωρίς ωστόσο τη ρομαντική τους ηχώ. Ένα μπόλιασμα με τη μηχανή το οποίο προκάλεσε ωστόσο μια ανησυχητική αλλοίωση του αντικειμένου. Μια κρίση της παραδοσιακής κουλτούρας, την οποία προκαλεί η απόσταση ανάμεσα στην αίσθηση και στη σκέψη».
iNFO: Ως 5/11/2016. Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00-14:30 & 17:30-20:30, Τετάρτη & Σάββατο 11:00-16:00. Τεχνοχώρος, Λεμπέση 4 & Μακρυγιάννη, Ακρόπολη, 2111823818
Κεντρική φωτογραφία: Edoardo Iaccheo