Παρασκευή βράδυ, στην Εγνατία, διασταύρωση με Π. Π. Γερμανού. Μποτιλιάρισμα, φθινόπωρο, η γνωστή παραισθησιακή ψευδοέξαψη του επερχόμενου σαββατοκύριακου, ψιλοβρέχει. Φοιτηταριό μπανίζει τα «ενοικιάζεται», η κλούβα των ΜΑΤ σε εγρήγορση, τον κόβω για 25άρη. Κατεβαίνει από Ιασωνίδου, μέτριο ανάστημα, σνίκερς, βερμούδα, σακίδιο στον ώμο, καουμπόη της urbania, βγάζει τον μαρκαδόρο και σημαδεύει το ΚΑΦΑΟ. Πυροβολεί με κεφαλαία: «ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΑΦΙΕΡΩΣΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΪ». Μαγεύομαι! Για δες τον γάτο, λέω μέσα μου, στ’ αρχίδια του η κρίση, ο νταλγκάς του δεν είναι το επίδομα, η θέρμανση, το καρτέλ των σούπερ μάρκετ, η επιμήκυνση, το κλείδωμα, η πολυτελής χέστρα του πρύτανη Μυλόπουλου, όσα απασχολούν τον κόσμο και τους εκφωνητές στα ράδια και την TV, που υπαγορεύουν το τέμπο. Δε χαράμισε ούτε αστόχησε ένα γράμμα. Δεν μπογιάτισε «ΚΝΕ», «Εξέγερση», «Κάτω το Μνημόνιο», «Έξω οι ξένοι», «Αίμα, τιμή», «ΠΑΟΚ 4» ή μια βαθυστόχαστη παπαριά περί «Art is everything and everything is art». Όχι τέτοιες μπούρδες. Μόνο «ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΑΦΙΕΡΩΣΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΜΠΙΛΙ ΧΟΛΙΝΤΕΪ». Μάρκαρε τον δρόμο, της έστειλε μήνυμα, όμως ποια είναι αυτή η αράγιστη καρδιά από μπετόν που δε συγκινείται και που το αγόρι ονειρεύεται να ακούσει τα μπλουζ μαζί της, αγκαλιά στο κρεβάτι; Με στόρια χαμηλωμένα σαν πολεμιστές που θα τους φρουρούν από τα likes, τα posts και την ηλίθια βοή του κόσμου! Μόνο Μπίλι Χολιντέι, σοκολάτες και φιλιά.
Εκείνη την Παρασκευή, που το φθινόπωρο και τα σύννεφα κοντοζύγωναν ράθυμα και ραχατλίδικα σαν γάτες και το μέλλον έδειχνε να έχει την ίδια αξία και εγκυρότητα όσο και μια ακάλυπτη επιταγή, ξαναβρήκα στη Θεσσαλονίκη έναν ρομαντισμό και μια ποίηση που μόνο η μητρόπολη ξέρει να σου την προσφέρει απλόχερα. Σαν το τζιζζζ που κάνουν τα γυμνά καλώδια, όταν φιλιούνται, και ο σπινθήρας αστράφτει όπως οι πρώτοι κεραυνοί της σεζόν, που λίγες ώρες αργότερα χτύπησαν τον Χορτιάτη.
Κυριακή απόγευμα, περιοχή ΧΑΝΘ, θέατρο «Αυλαία», «Το χέρι» του Τιμ Κράους, τελευταία παράσταση. Η Θεοδώρα Τζήμου στη σκηνή παίζει κοφτά, σκληρά, τραγικά ενσαρκώνοντας ένα αδυσώπητο πλάσμα που ύπουλα και πόντο πόντο αυτοκτονεί χαιρέκακα κάθε μέρα προτιμώντας να μην κάνει ούτε ένα βήμα πίσω για να γλυκαθεί η μαμά, να ηρεμήσει ο μπαμπάς, να ενηλικιωθεί όπως κάνουν τα άλλα νορμάλ κοριτσάκια της ηλικίας της. Έξω, η γνωστή θεσσαλονικιώτικη νύχτα λαμπύριζε σαν υγραμένη μουσούδα και μάτι σκύλου. Μεγάλη παρέα, περπατάμε, κάτι να πιούμε, κάπου να σκαλώσουμε, κάπου να το συζητήσουμε το έργο. Είναι μια συνήθεια που κρατά από τις παλιές ευτυχισμένες μέρες, οι άνθρωποι δηλαδή μετά το σινεμά, τη συναυλία ή το θέατρο να πίνουν ουίσκια ή σοκολάτες, να νιώθουν κοινότητα, να ψάχνουν πρώτα και δεύτερα επίπεδα.
Αράξαμε στο Ντορέ, έξω ψυχή, γιατί εδώ και καιρό τις Κυριακές ο κόσμος κλείνεται στα σπίτια του, κλειδαμπαρώνεται, έχει τα δικά του, η Δευτέρα και η φτώχεια είναι βουνά απροσπέλαστα. Με την παρέα μου ανήκουμε στους τυχερούς, εγώ έχω δουλειά, εκείνοι είναι συνταξιούχοι. Το ένα φέρνει το άλλο: από την ερμηνεία της Τζήμου στην «Τριλογία του Βερολίνου» του Φίλιπ Κερ, «να βγάλουμε εισιτήρια για τον Παπαϊωάννου στα Δημήτρια», πηδάμε από θέμα σε θέμα, και ξαφνικά ξαναθυμάμαι το παιδί και το σύνθημα με την Μπίλι Χολιντέι. Τα κατάφερε, άραγε; αναρωτιέμαι. Την άκουσαν παρέα; Και κρατιέμαι να μην τους πω πως κατά βάθος και όσο ωραία και αν είναι τα βιβλία, τα θέατρα, οι μουσικές και όλη αυτή η παρηγορητική τέχνη που μαλακώνει την καρδιά, σαν Vicks με Vaporaction, τίποτα δε συγκρίνεται με την ομορφιά της επιθυμίας και τα όνειρα των δρόμων.
Δευτέρα πρωί, στο ραδιόφωνο, πρωινή εκπομπή, 7 καφέδες και 279 τσιγάρα για να ξυπνήσω. Γιατί όχι; σκέφτομαι, και ρίχνω μια Μπίλι Χολιντέι διηγούμενος την ιστορία του συνθήματος. Και αποφασίζω για πλάκα να πω «Καλημέρα σας, Δευτέρα είναι, αλλά του ’42 και όχι του ’12, με τέτοιο ντέρτι και τέτοια πρέσα που σφίγγει την καρδιά του κόσμου». Και μετά, Λαβέρν Μπέικερ και Τόνι Μπένετ, «From Rags To Riches», θανατερές ορχήστρες από τις εποχές της Ύφεσης και του Great Depression. Ούτε Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, 52 εκατομμύρια έλλειμμα, Βαρδάρης, δικαστήρια, «η αλήθεια θα λάμψει», ούτε γιαουρτάδικα - η νέα μόδα, ούτε νέοι καλλιτέχνες με πειραματικά πρότζεκτ, ούτε κλάψα, ούτε μίρλα, «ουφ, δεν μπορώ, δεν αντέχω», σκάστε και βάλτε το «Travelin’ Light» της Μπίλι Χολιντέι να παίζει διαπασών και προσευχηθείτε ο καουμπόη με τον μαρκαδόρο της Ιασωνίδου να τα καταφέρει και να την τουμπάρει εκείνη τη σκληρή καρδιά. Διακοπή για διαφημίσεις.
Το κείμενο είναι το editorial του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το SOUL # 68
Φωτογραφία: Σταυρούλα Βρούσγου