- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Έναν Οκτώβρη προ 28 ετών, έφυγε από τη ζωή ο Λίνο Βεντούρα, μια από τις πιο καλτ φυσιογνωμίες της σόουμπιζ. Το βουβαλόπαιδο από την Πάρμα έχτισε μια στρατοσφαιρική καριέρα ενσαρκώνοντας μούτρα του υποκόσμου με ψυχρό φλέγμα και αντρίκειο κώδικα τιμής, κατορθώνοντας να ταυτιστεί με τη θρυλικότερη περίοδο του γαλλικού σινεμά. Τον θυμόμαστε με στοργή.
«Έχω κάνει πολλά στη ζωή μου. Είμαι μπαλαντέρ. Οπωσδήποτε χρωστάω πολλά στα σπορ». Βλέπετε, ο Λίνο ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον χώρο του θεάματος σαν παλαιστής. Εξ ου και η τσαλακωμένη μουτσούνα. Που παραμένει αλησμόνητη, ιδιαίτερα σε όποιον παρακολούθησε έστω και μια περφόρμανς του κατόχου της. Ο Λίνο Βεντούρα είδε το πρώτο φως στην Πάρμα, ανήμερα της επετείου της πτώσης της Βαστίλης, υπό το όνομα Αντζιολίνο Τζουζέπε Πασκουάλε Βεντούρα. Παράτησε το σχολείο στα οχτώ και καταπιάστηκε με διάφορες μικροδουλειές, προτού στραφεί στην πάλη με βλέψεις πρωταθλητισμού, τις οποίες υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει εξαιτίας σοβαρών τραυματισμών.
Παρότι Ιταλός, το σινεμά της γενέτειράς του αποτελεί μονάχα υποσημείωση στη λαμπρή του καριέρα. Στη Γαλλία καθιερώθηκε, εκεί διέπρεψε και λατρεύτηκε, έστω και αν δεν απέκτησε την υπηκοότητα ποτέ. Η διττή σχέση του με την πραγματική και τη θετή του πατρίδα πήρε μια περίεργη τροπή κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν κληρώθηκε να υπηρετήσει στον ιταλικό στρατό, από τον οποίο λιποτάκτησε, προκειμένου να μην προδώσει τα γαλλικά ιδεώδη. Αργότερα παντρεύτηκε Γαλλίδα και γέννησε τα τέσσερα παιδιά του εκεί, όμως παρέμεινε επίσημα Ιταλός για να μην κακοκαρδίσει τους γονείς του. Έστω και έτσι, οι Γάλλοι τον κατέταξαν στο πάνθεον των σπουδαιότερων δικών τους ηθοποιών.
The life and time of Τζιουζέπε Παρμετζιάνο
Ο Λίνο εισήλθε στην ηθοποιία λαθραία, όταν κάποιος φίλος τον σύστησε στον σκηνοθέτη Ζαν Μπεκέρ, ο οποίος το 1954 γύρευε κάποιον για να παίξει πλάι στον Ζαν Γκαμπέν, στο άψογο «Touchez pas au grispi». Εκείνο τον καιρό κανείς δεν έλεγε όχι στον Μπεκέρ, ωστόσο ο Λίνο, που ψωμολυσσούσε δουλεύοντας ως εφημεριδοπώλης, χαμάλης ξενοδοχείου, μηχανικός, ντελιβεράς, πλασιέ, αρχικά αρνήθηκε, κατόπιν δέχτηκε.
Έφτασε στα στούντιο Billancourt γεμάτος ανασφάλεια, «το πολύ - πολύ, αν με αποπάρει κανείς, να τον σπάσω στο ξύλο», δήλωσε αργότερα, στο τέλος όμως η ερμηνεία του στον ρόλο του χαμερπούς ντίλερ προκάλεσε εκστατικό αντίκτυπο σε όλο τον καλλιτεχνικό περίγυρο.
Σε εκείνο το σημείο το μικρόβιο του σινεμά δεν είχε μολύνει ακόμη όλη του την ύπαρξη. Είκαζε πως δεν το είχε ανάγκη, ότι δεν επρόκειτο να βιοποριστεί από αυτό, γεγονός που τον βοήθησε να παίξει με περισσή χαλαρότητα ύφους τους επόμενους hardboiled γκανγκστερικούς ρόλους που του προτάθηκαν σωρηδόν. Συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους της nouvelle vague και του γαλλικού νουάρ: με τη Ζαν Μορό και τον Μπελμοντό. Με τον Έντι Κονσταντίν, τον Αλέν Ντελόν, την Ανούκ Αϊμέ, τη Σιμόν Σινιορέ, την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Σαρλ Αζναβούρ. Από το ’53 ως το ’87, ο Λίνο αποδρούσε από φυλακές, περιπλανιόταν, οδηγούσε, βανδάλιζε με ατσαλάκωτη καμπαρτίνα, κάπνιζε και έπινε σε ρυθμούς τζαζ, μοίραζε καυτό μολύβι και αεροδιαστημικά μπουνίδια, χωρίς να χαμπαριάζει το παραμικρό.
Εκείνος που φιλοτέχνησε, ωστόσο, την πιο θριαμβική του εκδοχή και εγγυήθηκε την οριστική καθιέρωση του Βεντούρα ως ηθοποιού ολκής ήταν ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ. Τα μινιμαλιστικά, υπαρξιστικά πειράματα της χρυσής περιόδου του σκηνοθέτη, η οποία διήρκησε από το 1956 μέχρι το 1969 και χάρισε στον κινηματογράφο σημαδιακές ταινίες σαν το «Bob le flambeur» (γυρισμένο με χειροκίνητη κάμερα και ασυνεχές μοντάζ, συνιστώντας προάγγελο της nouvelle vague), το «Deus hommes dans Manhattan» (με τον Πιερ Γκρασέ και τον ίδιο τον Μελβίλ), το «Le Doulos» (Μπελμοντό), και το «Le Samuraï» (Ντελόν), όπλισαν το αγριεμένο εγώ του Λίνο Βεντούρα με τις μνημειωδέστερες ερμηνείες του. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «έχω μια έφεση στους μοναχικούς ήρωες. Ο τύπος του Σούπερμαν μου προκαλεί δυσανεξία. Μπορεί να εξιδανίκευσα τους γκάγκστερ, αλλά τους προσέδωσα ανθρώπινα χαρακτηριστικά».
Υπό την πεφωτισμένη καθοδήγηση του Μελβίλ, ο Βεντούρα γίνεται μαρτυρική φιγούρα ως δραπέτης Gu, στη γεμάτη σασπένς καταδίωξή του από τον επιθεωρητή Blot στο «Le deuxième souffle» του ’66. Ενώ στο «L’ armèe des hombres» (1969) επιτυγχάνει μια υπνωτική ερμηνεία ως μεθοδικός ινστρούκτορας της γαλλικής αντίστασης, σε έναν ρόλο αντιστικτικό με τον πρόσφατο Σμάιλι του Γκάρι Όλντμαν. Η ταινία, που περιείχε τα αρτιότερα πλάνα του Μελβίλ, έμεινε επί τριανταεπτά έτη ακυκλοφόρητη στην Αμερική, μέχρι το ετεροχρονισμένο, αλλά θριαμβικό ντεμπούτο της το 2006.
«Τι θα πει “αγωνιώ για τον ρόλο μου;”» αποπαίρνει ο Βεντούρα κάποια δημοσιογράφο στη διάρκεια συνέντευξης που κυκλοφορεί στο YouTube. «Ασφαλώς και τον επεξεργάζομαι, αλλά παίζω πάγια ενστικτωδώς». «Και γιατί λέτε πως τα θαλασσώνατε;» τον ρωτά ένας άλλος. «Διότι τα έκανα όλα με τον τρόπο μου. Δεν είχα καμιά πειθαρχία. Ήμουν αγρίμι». Ενώ για τον παροιμιώδη αναχωρητισμό του, αιτιολογούνταν ως εξής: «Γιατί να πάω εκεί που νιώθω άβολα; Τι σημαίνει το “οφείλω στο κοινό”; Δεν οφείλω σε κανέναν τίποτε. Χρωστάω μόνο μια καλή ταινία σε εκείνους που με πληρώνουν». Ο ανυπότακτος, αμετροεπώς ταλαντούχος Λίνο Βεντούρα εξόφλησε το χρέος του με 75 ταινίες, και ήταν όλες τους παραπάνω από καλές. Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου 1987.
«Le Deuxieme Souffle», 1966
«Les Tontons Flingueurs»,1963