Μπορεί να θεωρούμε ότι στα αεροδρόμια είμαστε ανύπαρκτοι απλά επειδή βιαζόμαστε, αλλά για τον προσεχτικό παρατηρητή υπάρχουν αμέτρητες ιστορίες που λαμβάνουν μέρος σε ένα χώρο που προκαλεί ταυτόχρονα έντονα συναισθήματα χαράς και άγχους για τον ίδιο λόγο, το επικείμενο ταξίδι.
Ο Ελβετός Αλαίν ντε Μποττόν (γ.1969) είναι ο πρώτος συγγραφέας που φιλοξενήθηκε για μία εβδομάδα στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου. Η ιδιοκτήτρια εταιρεία τού έδωσε το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε όλους τους χώρους ανεξαιρέτως και την άδεια να γράψει οτιδήποτε θέλει, με μόνη υποχρέωση 10.000 αντίτυπα του βιβλίου του να μοιραστούν σε επιβάτες του αεροδρομίου. Εκείνος, με όλο το χρόνο δικό του, παρατήρησε και κατέγραψε πολλά από αυτά που συνέβησαν στον κατεξοχήν μεταβατικό αυτό χώρο, ενόσω κάποιοι τα προσπέρασαν βιαστικά καθοδόν για την Πύλη των αναχωρήσεων. Έτσι συντάχθηκαν οι εντυπώσεις ενός βιβλίου - ημερολογίου, του ημερολογίου του Χίθροου (στα ελληνικά με τίτλο «Μια εβδομάδα στο αεροδρόμιο» (μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη) Είδε ζευγάρια να αποχωρίζονται με κλάματα, μοναχικούς ταξιδιώτες καθοδόν προς τη δεύτερη κρυφή οικογένειά τους, παιδιά να ουρλιάζουν. Παρατήρησε τις συμπεριφορές των επιβατών, τις αναγνωστικές τους συνήθειες (ο κόσμος, όπως φαίνεται, αρέσκεται εκεί ψηλά στον ουρανό να διαβάζει βιβλία που να τον φοβίζουν) και τις καταναλωτικές τάσεις που φαντάζουν απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες σε ένα μέρος που όλα είναι συνεπή και προγραμματισμένα. Κατέγραψε συνομιλίες με καθαρίστριες, με τον ιερέα, το λούστρο, τους πιλότους, με αρμόδιους ασφαλείας, με διευθυντές και ελεγκτές, και μας ξενάγησε σε μέρη που δεν θα είχαμε πρόσβαση: από το σαλόνι της πρώτης θέσης και το μέρος όπου μένουν οι βαλίτσες μας όταν μας αποχωρίζονται, μέχρι τις κουζίνες που παράγουν 8.000 γεύματα που θα καταναλωθούν μέσα στις επόμενες 15 ώρες κάπου στην τροπόσφαιρα, φτιαγμένα από γυναίκες με καταγωγή από τις Βαλτικές χώρες και το Μπαγκλαντές. Η προσέγγιση του συγγραφέα στο θέμα είναι δημοσιογραφική και όχι φιλοσοφική, όπως στα άλλα του βιβλία (βλ. «Η τέχνη του ταξιδιού», «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» κ.ά.), αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μαθαίνουμε τι δεν λειτουργεί στο αεροδρόμιο ούτε ότι ο Ντε Μποττόν παύει να γράφει με τη γνωστή του πρόζα. Γράφει το ίδιο στοχαστικά ακόμα και όταν μιλάει για τις οθόνες αφίξεων-αναχωρήσεων, όπου όλες οι πόλεις που αναγράφονται συμπυκνώνουν τη γοητεία αυτού του «μη τόπου», καθώς υπονοούν την απεριόριστη και άμεση δυνατότητα να αναχωρήσουμε για έναν προορισμό που κανένας δεν ξέρει την ταυτότητά μας, αφήνοντας έτσι να αιωρείται μια υπόσχεση εναλλακτικών ζωών... Στο τέλος της διαμονής του ο συγγραφέας παραμένει το ίδιο ενθουσιώδης. Άλλωστε το μέρος αυτό πάντα θα συναρπάζει, γιατί έστω κι όταν τα πράγματα πάνε στραβά σε πτήσεις, σπάει η καθημερινότητα και η ρουτίνα μας.
Άλλοτε συγκινητικό και άλλοτε ελαφρύ, το βιβλίο του ντε Μποττόν είναι ό,τι πιο στοχαστικό μπορεί να γραφτεί για ένα χώρο τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο, παρουσιάζοντάς τον μας με άλλα μάτια. Όλα αυτά χωρίς να νιώθεις ότι σου μιλάει χαμογελώντας η πιο ευχάριστη αεροσυνοδός, αλλά αναγνωρίζοντας ότι εδώ είναι όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει η λογοτεχνία στον ουδέτερο και τεχνοκρατικό αυτό τόπο.