Στην Carol Ann Duffy το βραβείο PEN/Pinter
Είναι η πρώην γυναίκα που έσπασε την παράδοση 341 ετών, που ήθελε την υπέρτατη λογοτεχνική διάκριση της Bρετανίας να αποδίδεται αποκλειστικά σε άντρες. Τον Μάιο του 2009, η Carol Ann Duffy έγινε η πρώτη Δαφνοστεφής Ποιήτρια (Poet Laureate) του Ηνωμένου Βασιλείου. Από σήμερα είναι κάτοχος και του βραβείου PEN/Pinter, τίτλου θεσμοθετημένου προς τιμήν του Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος δίδεται ετησίως σε ξεχωριστούς λογοτέχνες, είτε υπηκόους είτε μόνιμους κατοίκους της Βρετανίας.
Είναι η πρώην γυναίκα που έσπασε την παράδοση 341 ετών, που ήθελε την υπέρτατη λογοτεχνική διάκριση της Bρετανίας να αποδίδεται αποκλειστικά σε άντρες. Τον Μάιο του 2009, η Carol Ann Duffy έγινε η πρώτη Δαφνοστεφής Ποιήτρια (Poet Laureate) του Ηνωμένου Βασιλείου.
Από σήμερα είναι κάτοχος και του βραβείου PEN/Pinter, τίτλου θεσμοθετημένου προς τιμήν του Χάρολντ Πίντερ, ο οποίος δίδεται ετησίως σε ξεχωριστούς λογοτέχνες, είτε υπηκόους είτε μόνιμους κατοίκους της Βρετανίας.
Παλαιότεροι κάτοχοι του βραβείου είναι οι David Hare (2011), Hanif Kureishi (2010) και Tony Harrison (2009).
Η ανοιχτά γκέι ποιήτρια γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1955 στη Γλασκώβη από πατέρα Σκοτσέζο και μητέρα Ιρλανδή. Σπούδασε φιλοσοφία στο Λίβερπουλ και το 1981 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1996. Έκτοτε ζει στο Μάντσεστερ, όπου είναι καθηγήτρια στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο και διευθύντρια προγράμματος δημιουργικής γραφής.
Στα ελληνικά έχει μέχρι στιγμής μεταφραστεί από τη Θάλεια Μελή-Χωλλ και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηριδανός η συλλογή 52 ποιημάτων της, «Σαγήνη», τιμημένη με το βραβείο T.S. Eliot το 2005, από όπου και το δείγμα που ακολουθεί.
ΔΚ
WRITE
Write that the sun bore down on me,
kissing and kissing, and my face
reddened, blackened, whitened to ash,
was blown away by the passionate wind
over the fields, where my body’s shape
still flattened the grass, to end as dust
in the eyes of my own ghost.
Or write
that the river held me close in its arms, cold fingers
stroking my limbs, cool tongue probing my mouth,
water’s voice swearing its love love love in my ears,
as I drowned in belief.
Then write the moon
striding down from the sky in its silver boots
to kick me alive; the stars like a mob of light,
chanting a name, yours. Write your name on my lips
when I entered the dark church of the wood
like a bride, lay down for my honeymoon,
and write the night, sexy as hell, write the night
pressing and pressing my bones
into the ground.
ΓΡΑΨΕ
Γράψε πως ο ήλιος έστρεψε πάνω μου τα πυρά του,
φιλώντας με, φιλώντας, το πρόσωπό μου έκαψε,
μελάνιασε, σε τέφρα λευκή μετέτρεψε, που άνεμος
παράφορος παρέσυρε πέρα σ’ αγρούς και χλόη,
όπου νωπό ακόμη αποτύπωμα το σχήμα
του κορμιού μου, σκόνη στα μάτια που κατέληξε
στη σκιά του εαυτού μου.
Ή γράψε πως ο ποταμός σε σφιχτή με έκλεισε αγκαλιά,
δάχτυλα κρύα τα μέλη μου να χαϊδεύουν, γλώσσα ψυχρή
το στόμα μου να εξερευνά, του νερού η φωνή ν’ αντιβουΐζει
με όρκους αγάπης και λατρείας, καθώς εγώ πνιγόμουνα
σε δίνη ευπιστίας.
Μετά γράψε η σελήνη, φορώντας μπότες ασημένιες,
τον ουρανό δρασκέλισε, κατέβηκε στη Γη, να με κλωτσήσει
ζωντανή• τ’ αστέρια, όχλος φωτός, ένα όνομα να ψάλλουν,
το δικό σου. Γράψε στα χείλη μου επάνω τ’ όνομά σου
όταν σαν νύφη διάβηκα τον σκοτεινό ναό του δάσους,
και έγειρα στου μέλιτος το χλοερό το στρώμα,
γράψε η νύχτα, σέξι σαν κολασμένη, γράψε πως η νύχτα
τα κόκαλά μου έχωνε βαθιά μέσα στο χώμα.