Αναρωτιόμουν: Πώς ο Τόμας Άλφρεντσον μπορεί να κινηματογραφήσει τη μυθική «Τριλογία του Κάρλα», πώς μπορεί να διηγηθεί με εικόνα τις μνημειώδεις λέξεις του Τζον Λε Καρέ, πώς θα βγω μετά το πέρας της ταινίας; Πάντα είμαι καχύποπτος και διστακτικός, όταν αγαπημένα μου βιβλία μεταφέρονται στο σινεμά. Κανένα πρόβλημα! Είδα χθες το “Tinker, Tailor, Soldier, Spy”και όλες μου οι αμφιβολίες έγιναν σκόνη. Ένα ομιχλώδες έπος με το ύπουλο και σκοτεινό Λονδίνο των μυστικών υπηρεσιών και της εποχής εκείνης να τυγχάνει μαγικής φιλμογράφησης. Απόλαυσα τον Γκάρι Όλντμαν στο ρόλο του πράκτορα Σμάιλι - επιτέλους ξαναπαίζει με το μοναδικό του τρόπο, τον οποίο κινδύνεψε να χάσει με τους ρόλους του ψυχοπαθούς ή του κακού που ερμήνευε άκομψα και μανιερίστικα σχεδόν τα τελευταία χρόνια.
Είδα έναν υπέροχο Κόλιν Φερθ, είδα και το γρήγορο, σχεδόν χιτσκοκικό cameo του ίδιου του συγγραφέα στη σκηνή με τον Αγιο-Βασίλη Λένιν που άδει το ρωσικό ύμνο α λα κάλαντα. Κι άκουσα στο τέλος το easy listening “La mer” του Χούλιο Ιγκλέσιας να μεταμορφώνεται, χάρη στο σενάριο και την εικόνα του Άλφρεντσον, σε κορυφαίο κομμάτι τραγωδίας. Αυθαίρετα, τολμώ να πω πως η τελευταία σκηνή του “Tinker, Tailor, Soldier, Spy” για κάποιους εκεί έξω θα είναι το ίδιο μεγαλειωδώς ισοδύναμη με τραγούδια που σημάδεψαν άλλες ταινίες. Όπως του Ταραντίνο, για παράδειγμα, στη σκηνή που η Ούμα και ο Τραβόλτα χορεύουν τουίστ με υπόκρουση Τσακ Μπέρι στο “Pulp Fiction”, του Μπενέξ στην «Ντίβα», όταν παίζει το “Sentimental Walk”. Ή και το τέλος του “Homeland”, όταν το εξίσου χαζοχαρούμενο για τους ελιτιστές “Felicita” του Αλμπάνο και της Ρομίνα Πάουερ κυριολεκτικά «σφάζει», έτσι όπως το μεταχειρίζεται ο Τζουμέρκας. Μετά τη Γουίτνεϊ Χιούστον, να που έρχεται και η δικαίωση και για τον Χούλιο Ιγκλέσιας, γαμώ τον Burial και τον Four Tet μου μέσα!