- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
Καφέ μπαρ, αναπόφευκτα...
Ό,τι και να γίνει, έναν καφέ θα τον πιεις στο τέλος, ίσως και μία μπίρα. Σε θάλασσα και σε στεριά
Το οξυγόνο μειώνεται, το Πεκίνο βουλιάζει, ξέρουμε ένα σωρό πράγματα για χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, μπαλονάκια και τριγλυκερίδια ενώ στεκόμαστε με τις ώρες σε ουρές και αγχωνόμαστε όποτε ακούμε τη λέξη «τάλιρο». Φίλη άνεργη που είχε ένα χιλιάρικο στην τράπεζα όλο κι όλο, το αποχαιρέτισε γιατί το κατάσχε η Εφορία – ο πρώην εργοδότης, μεγαλο-εκδότης που της χρωστάει μισθούς 9 μηνών, δεν έχει τέτοιο πρόβλημα γιατί οι λογαριασμοί του είναι στην παγερή Ελβετία (μουσική υπόκρουση: «Εντελβάις, Εντελβάις»). Οι Άγγλοι τραβάνε τα μαλλιά τους με το Μπρέξιτ, οι μισοί, αυτοί που δεν το ’θελαν. Οι διεθνείς χρηματαγορές δεν έχουνε μπερεκέτια. Η Ολλανδία ταλαντεύεται, μπας και δεν είναι καλή η ΕΕ τελικά, όπως και η Δανία. Κάτι πλανήτες είναι ανάδρομοι ή έχουν εκλείψεις, πάντως γίνεται ΧΑΜΟΣ σε παγκόσμιο επίπεδο, κι εμείς λιώνουμε στη ζέστη, ψάχνουμε κάτι ανεβαστικό, ένα ανέκδοτο με τον Μπόμπο, έστω, να μας σιάξει το κέφι…
Ο «καφές έξω» μετράει ακόμα, με φίλη, με κολλητό, με αγαπημένο άτομο όπως π.χ. τον εαυτό σου: πήγα τα παιδιά μου σε «αθλητικό camp» στον Πανελλήνιο, αναγκαστικά μπήκα μέσα ψάχνοντας το σωστό γήπεδο, έκανα την περιφορά, βρήκα την καφετέρια λίγο υπερυψωμένη, δροσερή, ευάερη, φιλική στις αναμονές. Με παρέες αθλητών, παππούδες που περιμένουν εγγονάκια, μοναχικές μαμάδες που αφήνουν τα παιδιά τους να γυμναστούν ενώ αυτές σκοτώνουν χρόνο, μιλάνε στα κινητά και παίζουν παιχνίδια στις οθόνες τους. Πιάνω κουβέντα με τους παππούδες συνήθως γιατί βαριέμαι τα κινητά, ενώ σπάνια βαριέμαι τους παππούδες. Έχουνε ιστορίες να αφηγηθούν, είναι υλικό για έναν άνθρωπο που γράφει ή για ένα Ούφο όλες αυτές οι ιστορίες.
Το «Καφε Εστιατόριο Πανελλήνιον» το βρήκα σαν ανακούφιση στην πηχτή κίνηση/ζέστη της Ευελπίδων, απόμακρο μέσα στην καρα-καρδιά της πόλης, δροσερό και ήσυχο. Μέχρι στιγμής δεν το έχω πετύχει ποτέ τίγκα, ίσως να ξεχειλίζει σε αγώνες ή επιδείξεις αλλά υπό κανονικές συνθήκες είναι ένα από αυτά τα μέρη όπου μπορείς μέχρι και να διαβάσεις/γράψεις βιβλίο. Οι τιμές είναι φθηνές, το σέρβις μια χαρά, η ατμόσφαιρα αόριστα σχολική. Θα μου πεις, ποιος πάει εκεί αν δεν έχει τα παιδιά του/γκομενάκια του σε κάποιο σπορ; Όποιος κινείται εκεί γύρω, είναι η απάντηση. Όποιος θέλει να την κάνει για μισή ώρα από την πόλη, να ξεκουράσει τα αυτάκια του, να πιει κάτι δροσερό και να ατενίσει τον αφαλό του για να βεβαιωθεί πως είναι στη σωστή του θέση.
Άλλο μέρος, αντίστοιχο αλλά με θέα το Αιγαίο και θαλασσινό αεράκι στα μαλλιά σου, είναι ο «Λευτέρης». Που τελικά λίγοι άνθρωποι τον ξέρουν ως «Λευτέρη», οι πιο πολλοί τον λένε «Καντίνα», «Βραχάκια», «Λιμανάκια» ή απλώς «Αναψυκτήριο». Είναι ένα ξύλινο μπαρ-κατασκευή κρεμασμένο στα βράχια της Βουλιαγμένης πάνω από τη θάλασσα, όπως Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας. Βρίσκεται εκεί από τα Σίξτις, beach bar και καφε-μπαρ, ανοιχτό όλη μέρα, γαλάζιο λες κι είσαι σε νησί ή πάνω σε πλοίο. Κάποιος μου είχε πει κάποτε ότι φέρνει εδώ τις γκόμενες και καταλαβαίνει από την αντίδρασή τους αν θα έχει επιτυχία (=σεξ) η βραδιά ή όχι: όποια ενθουσιάζεται με το μέρος, με τους ξύλινους πάγκους, την ατμόσφαιρα «Τζαμάικα», την διακόσμηση beach bum, την καραβίσια αντιμετώπιση της ζωής… είναι σίγουρο ότι θα δείξει τον ίδιο ενθουσιασμό και για το σεξ. Όποια στραβώνει τα μούτρα της και ρωτάει «μα που με έφερες, είναι κανας καλός ντιτζέι εδώ σήμερα;», αποκλείεται να του κάτσει.
Πρωτοπήγα στο μπαρ αυτό… ούου, δεκαετία του ’90, μετά το «Αεροδρόμιο» μάλλον, ξημέρωμα με παρέα που δεν θυμάται καν να έχει πάει, τσέκαρα, πρώτη φορά το ακούει λέει. Κι όμως η παρέα ήταν ερωτευμένη με μικροβιολόγο παρακαλώ εκείνη την εποχή, κάποιος οδηγούσε πολύ άτσαλα, έγινε καβγάς για το αν θα γυρίζαμε με τα πόδια κούτσου-κούτσου (δυο μέρες δρόμος) ή πετώντας, καταλήξαμε με τον άτσαλο οδηγό αλλά αφού ήπιαμε καφέ ακόμα ημιμεθύς(μένοι) σε ένα νοτισμένο από τη θαλασσιά πάγκο του «Λευτέρη». Είναι από τα μέρη που δεν πιστεύεις ότι βρίσκεται στην Ελλάδα, ή δεν πιστεύεις στα μάτια σου, ή ότι βρίσκεσαι εσύ εκεί σχετικά αρτιμελής 25 χρόνια μετά. Η θάλασσα από κάτω είναι τέλεια για μπάνιο – αλλά ναι, Σαββατοκύριακα γίνεται της αλεπούς, μην πει κανείς ότι δεν ενημερώθηκε: προτιμήστε καθημερινή ή νωρίς πρωί/αργά το απόγευμα, αν μόνον το Σαββατοκύριακο βολεύει.
Ο καφές έχει 2,50 ευρώ, η μπίρα 6, το ποτό 7 –όλα τα κουβαλάει ο ιδιοκτήτης (Λευτέρης Κουσαθανάς) με τα χεράκια του, μια κι ο δρόμος σταματάει εκεί που φαντάζεστε– στη στάση του λεωφορείου. Μετά, κατεβαίνεις όπως κατσίκι. Τουλάχιστον δεν φοράς πλέον ντάκους, και δεν αναγκάζεσαι να τους πάρεις παραμάσχαλα για να κατέβεις ξυποληταριό, όπως ταιριάζει στο μαγαζί και στον περιβάλλοντα χώρο…
Info: «Καφέ Εστιατόριο Πανελλήνιον», είσοδος από κολυμβητήριο & από Ευελπίδων (στοά), 2108226131, facebook.com/panelinion
«Λευτέρης Αναψυκτήριο» ή «Λιμανάκια beach bar», Στάση 2ο Λιμανάκι, λεωφορείο Ε22, λεωφόρος Αθηνών-Σουνίου (1,5 χλμ. από Πλατεία Βουλιαγμένης) @Limanakia.BeachBar