Παραμονές εκλογών, έξω από το λιμάνι του Πειραιά. Μέρος συνδεδεμένο με τα ανθρώπινα ζητήματα, με αφίξεις και αποχαιρετισμούς. Μέρος συνδεδεμένο με αναμονές, προσδοκίες και διαψεύσεις. Με μετανάστευση και νόστο. Με την πλεύση της ζωής. Και από αυτή τη σκοπιά ένα άκρως πολιτικό μέρος.
Στις διαφημιστικές προθήκες, που επιχειρούν να οριοθετήσουν την οπτική ρύπανση από την οποία βάλλεται ακατάπαυστα το αστικό τοπίο, τούτη τη φορά υπάρχει κάτι διαφορετικό, κάτι μη αναμενόμενο. Στον επίπεδο, λευκό χώρο, που δεν έχει, όπως φαίνεται, βρει ενοικιαστή, φιλοξενείται μία αφίσα χειροποίητη, λιτή, χωρίς εντυπωσιακά χρώματα και μεγεθυμένα μηνύματα.
Τα αφηρημένα της στοιχεία επιζητούν τη σύνθεσή τους από τον περαστικό θεατή, λαμβάνοντας χαρακτήρα αινίγματος, που αν μάλιστα δεν χαρίσεις λίγο χρόνο στην επίλυσή του, πιθανότατα θα προσπεράσεις, ως μία ακόμη μαύρη σκιά της πόλης. Η καθυστέρηση του πλοίου έγινε αιτία να επιχειρήσω την αποκωδικοποίηση των στοιχείων του κάδρου φτάνοντας σε μια εκδοχή, ίσως σωστή, εν μέρει σωστή ή και λαθεμένη.
Η κεντρική εικόνα, που ο άγνωστος καλλιτέχνης έφερε στο προσκήνιο –«ανεβάζοντάς» την μάλιστα σε υπερυψωμένη θέση της δημόσιας σκηνής– μου φάνηκε γνώριμη. Τη συναντούμε στους δρόμους της πόλης, είμαστε βουβοί παρατηρητές της. Η ανθρώπινη φιγούρα που διακρίνεται, περισσότερο από το σημείο του κεφαλιού και χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμένο χαρακτηριστικό, απεικονίζεται γυρτή, σαν να πλαγιάζει στη γη, στην άσφαλτο, στο πεζοδρόμιο, που αποτυπώνεται ως μια απέριττη ευθεία γραμμή. Η εικόνα συνοδεύεται από μόλις τρεις χαρακτήρες και μερικά αριθμητικά ψηφία, που ενισχύουν την ερμηνεία της. Τα τρία γράμματα «ATH, με παραπέμπουν στα διεθνή αρχικά της Αθήνας, ενώ ο αριθμός 1281, με την αντιστροφή των δύο μεσαίων ψηφίων, παραπέμπει στην επέτειο του 1821 και αστραπιαία μας αποκόβει από κάθε εθνική υπερηφάνεια, τοποθετώντας μας στον Μεσαίωνα. Η Αθήνα στον Μεσαίωνα, μια εικόνα χθεσινή στο σήμερα.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι αναβιώνουμε τον Μεσαίωνα, μιας και διαφωνώ με τη ακραία συναισθηματικά φορτισμένη επίκληση αλλοτινών εποχών των οποίων δεν έχουμε καν την εμπειρία, όμως εδώ η υπερβολή ως εκφραστικό μέσο, που μιλάει συνθηματικά –ή και παρασυνθηματικά– με γοητεύει.
Ο καλλιτέχνης, δίχως προσχηματική επιείκεια, μας υπενθυμίζει πως ούτως ή άλλως, δεν είναι ένδοξη η εποχή που βιώνουμε. Ούτε απελευθερωτική. Σε πολλά ζητήματα γυρίζουμε πίσω στο χρόνο, κεκτημένα της προόδου χάνονται και γίνονται σημείο επαναδιαπραγμάτευσης, στην αέναη αυτή διελκυστίνδα της κοινωνικής διεκδίκησης. Άλλωστε αυτό δεν είναι κάτι νέο. Η αποτύπωση είναι αυτή που κάνει τη διαφορά. Ο γυρτός άνθρωπος κυρίως συμβολίζει την κοινωνική ήττα, με την οποία εδώ και καιρό είμαστε αντιμέτωποι. Την ώρα που το ταξίδι των προσφύγων εξελίσσεται, ο λιμός, η πανούκλα και ο πόλεμος, που στιγμάτισαν τον Μεσαίωνα, δεν φαντάζουν μακρινό, ξεπερασμένο παρελθόν. Μέσα από τα ίδια η ζωή προχωρά. Ίσως όμως και να αλλάζει. Εύχομαι να υπάρξει και επόμενη σκηνή για τον άγνωστο καλλιτέχνη: ο άνθρωπος να έχει ακουμπήσει στέρεα τις παλάμες του στη γη, προσπαθώντας να ξανασηκωθεί.