Πολιτισμος

Ο Νίκος Κούνδουρος με δικά του λόγια

Ο αυτοδίδακτος σκηνοθέτης μαγικών πόλεων

62222-137653.jpg
A.V. Team
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
341581-710325.jpg

Ο Νίκος Κούνδουρος γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης το 1926. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Αυτοδίδακτος, ο Νίκος Κούνδουρος εμφανίστηκε στο σινεμά στα 28 του χρόνια προκαλώντας αίσθηση με τη Μαγική πόλη το 1954 και δύο χρόνια αργότερα με την ταινία Ο Δράκος. Ακολούθησαν οι ταινίες Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1959), οι πολυβραβευμένες Μικρές Αφροδίτες (1963) και το Vortex (σε μια πρώτη μορφή, με τον τίτλο Το πρόσωπο της Μέδουσας, προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1967).  Όλες σε άσπρο μαύρο. Στη μεταπολιτευτική περίοδο ακολούθησαν  "Τα τραγούδια της φωτιάς" (1974), "1922"(1978), "Μπορντέλο" (1994), ""Μπάυρον" (1992), "Οι φωτογράφοι", (1998), και οι τηλεταινίες "Ιφιγένεια εν Ταύροις" (1991) και «Αντιγόνη" (1994).

Η μνήμη, χαλαρή, κάνει τα πάντα να σμίγουν

σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους,

στημένη μόνο για μένα.

Αφήνω μια εικόνα και πιάνω μιαν άλλη

που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση,

σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης

που οι τραγουδιστάδες δε λένε ποτέ

τον τελευταίο στίχο,

γιατί κάθε τέλος σέρνει μαζί του θλίψη.

Τις αγάπες, τους έρωτες, τα πείσματα,

τις προδοσίες, τους φίλους, τους φόβους.

Και τέλος το θάνατο.

Το θάνατο των άλλων και το θάνατο το δικό σου.


Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Ικαρος

«Εσένα σ' αγαπώ βαθιά και σταθερά, μ' εκείνη τη γαλήνη που αγαπάμε τα ασάλευτα πράγματα, τα σπίτια, τους πεθαμένους κι ό,τι άλλο δεν μπορεί πια να μας φύγει, να το χάσουμε. Κι όμως, είσαι εκεί, εδώ, παντού, ζωντανή και ζωηρή και γελαστή, μικρό κορίτσι και μαζί όμορφη γυναίκα, μ' όλα τα προικιά που σου χάρισε η φύση, και τ' άλλα που τα κέρδισες μόνη σου, και ξέρεις τι θαυμασμό έχω και για τα πρώτα και για τα δεύτερα».

Γράμματα από την Κριμαία, 1991, Εκδόσεις Άγρα


Μέσα σε τόσο χρόνο που πέρασε, σε τόσες ταινίες που γύρισα και σε τόσες ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ, σχέδια που ξωμείνανε ξεχασμένα σε συρτάρια, σε ντουλάπια, σε ράφια, μάρτυρες σιωπηλοί της ζωής ενός σκηνοθέτη του κινηματογράφου, γράμματα ανεπίδοτα, ενθουσιασμοί, ιδέες, οράματα καταδικασμένα στη λησμονιά που ψάχνω τώρα να συναρμολογήσω μέσα από εικόνες και σκόρπια γραπτά, πεταμένα εδώ κι εκεί. Εικόνες ακίνητες, νεκρωμένες θα' λεγες στο χρόνο ενός καρέ, σταματημένες για λίγα δευτερόλεπτα στη μικρή οθόνη μιας μουβιόλας. Αν τα υλικά που συνθέτουν αυτό το βιβλίο δεν κατανέμονται με δικαιοσύνη, κατά πώς πρέπει σε μια νοικοκυρεμένη φιλμογραφία, είναι γιατί τόση τάξη, τόση οριστική ταξινόμηση, θα ταίριαζε πιο πολύ σ' έναν χρονικογράφο παρά σ' εμένα, έναν ιδεολόγο της αταξίας. Να προσθέσω μόνο πως η εικόνα δεν έχει ανάγκη από επιχειρήματα, γιατί είναι η ίδια επιχείρημα." [...]

"Ομολογώ το πάθος μου για την εικόνα, το κάδρο, τα σκηνικά, τα κοστούμια. Αυτά που συνθέτουν το ορατό μέρος του κινηματογραφικού έργου. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το οπτικό υλικό μιας ταινίας από το λόγο κι από ό,τι άλλο τέλος πάντων συνθέτει το πλήρες και τελικό έργο. Μ' αρέσουν τα σκηνικά και τα κοστούμια, τα ξύλα, τα χαρτόνια και η ψαρόκολλα. Μ' αρέσουν οι ψεύτικες κατασκευές, τ' αντίγραφα πραγμάτων όσο και τα αληθινά πράγματα, οι τοίχοι των σπιτιών, οι ξύλινες παλιές πόρτες, τα κεραμίδια, οι καμινάδες. Όπως μ' αρέσουν και τα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών, τα κορμιά τους, οι φωνές τους και οι σιωπές τους. Μ' αρέσει η διάλυση της ζωής και η ανασύνθεσή της μέσα από τους φακούς της μηχανής και το μάτι του σκηνοθέτη."

Stop carré, Εκδόσεις Καστανιώτη, Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης


Αποσπάσματα απ’την αυτοβιογραφία του Μνήμη απειθάρχητη. Ημερολόγιο που κυκλορόφηρσ απ’τις εκδόσεις ΑΓΡΑ πριν λίγο καιρό.

2014, Κρήτη, Άγιος Νικόλαος. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και κατεφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος απ’το απροσδόκητο ξάφνιασμα. Τι να’ναι άραγε κάτω απ’αυτήν την πλάκα; Κι από την άλλη; Κάτι που το ξέρω ή δεν το ξέρω; Κάτι λησμονημένο; Κάτι που πέθανε οριστικά ή ζει ακόμα κρυμμένο σε κάποια χαραμάδα του μυαλού και περιμένει. Παντού φαντάσματα, πρώην ζωντανοί.

[...]

Μεγαλώνω και μαζί μ’εμένα μικραίνουν γύρω μου όλα.


1949-1952. Τρία χρόνια πέρασα στο Μακρονήσι. Ο Εμφύλιος χώρισε την πατρίδα και τους Έλληνες σε καλούς και κακούς. Η Δεξιά στην εξουσία, κι εγώ, από τους κακούς πια στο Μακρονήσι.  [...]


Μάης ’68: Στο σπίτι της Μαργαρίτας. Από την κάτω πόρτα ακούστηκαν φωνές: «Κούνδουρε, κατέβα να προλάβουμε». Βγήκα από το παράθυρο του πέμπτου ορόφου και ρώτησα: «Να προλάβουμε τι;»

Οι φοιτητές συνεχίζουν να φωνάζουν: «Κατέβα γρήγορα, είναι μαζί μας και ο Παγιατάκης». Κατέβηκα τρεχάτος. «Οι δυο σας μπροστάρηδες» ακούστηκαν οι φωνές. Όλοι μαζί ξεκινάμε για τη Cite, το ελληνικό περίπτερο, πριν το καταπιούν οι ξεσηκωμένοι Ισπανοί και οι άλλοι. Οι δρόμοι είχανε γεμίσει κόσμο. Την είπανε επανάσταση του Μάη. Στο δρόμο ξεκολλάμε κάτι δοκάρια από οικοδομές και προχωράμε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το ελληνικό περίπτερο γιατί διπλωματικά παρέμενε ελληνικό έδαφος, πριν το καταπιούν οι εξαγριωμένοι Ισπανοί φοιτητές του διπλανού περιπτέρου.

Φτάσαμε με κόπο στην πόρτα. Στον πάνω όροφο στο παράθυρο βγήκε ο διευθυντής, Γεωργούλης τ’ όνομά του. «Μη σπάσετε την πόρτα, κατεβαίνω». Δεν πρόλαβε και η πόρτα είχε ανοίξει διάπλατα και από πίσω είχαν μαζευτεί κάμποσα ρωμιόπουλα και ακόμα πιο πίσω διακρίναμε τις κοπελιές που στεγάζονταν στους κοιτώνες των κοριτσιών.

Σε δευτερόλεπτα το τριώροφο σπίτι είχε γεμίσει. Κατέβηκε τρομαγμένος και ο διευθυντής Γεωργούλης. Έξω η πόλη βούιζε, οι πιο ζωηροί μαζέψανε μια τεράστια ελληνική σημαία από την αποθήκη και κάτι θέλησαν να εκφράσουν όταν βρέξανε τη σημαία και σφουγγάρισαν τις σκάλες. Αν θυμάμαι καλά, ήταν και ο Κώστας Φέρρης και ο Ανδρέας Κανάς.

Κατέβηκα στο δρόμο. Κάποιοι είχαν αρπάξει το αυτοκίνητό μου και προσπαθούσαν να το γυρίσουν ανάποδα. Μπήκα στη μέση και τους είπα: «Αφήστε το, είναι δικό μου». Οι οργισμένοι άρπαξαν λίγο πιο πέρα ένα άλλο αυτοκίνητο με ξένα νούμερα. Μέσα τρεις κοπελιές παρακαλούσαν τον οργισμένο κόσμο να τις λυπηθεί. «Μην τις πειράξετε», φώναξα εγώ, «είναι ξένες». Δεν χρειάστηκαν άλλο, οι οργισμένοι νεαροί παράτησαν το αυτοκίνητο με τις κοπελιές, Αργεντίνες ήταν όπως έμαθα αργότερα, και πήγαν παραπέρα. Εκεί γνώρισα τη Μαρία Αντελίνα, τη Μαρία Τερέζα και τη μάνα της. Ήταν και οι τρεις φοιτήτριες στα γαλλικά πανεπιστήμια. Γίναμε φίλοι. Μόλις κόπασε ο πολύς σάλος, με κάλεσαν σπίτι τους. Ο πατέρας έλειπε στην Αργεντινή και η μάνα σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, δεν θυμάμαι τι. Με τη Μαρία Αντελίνα έσμιξα λίγο πιο πολύ. Και όταν ηρέμησε η πόλη, κανόνισα και τις έστειλα στην Κρήτη, στο σπίτι μου στον Άγιο Νικόλαο. Όταν γύρισαν στο Παρίσι γεμάτες ευγνωμοσύνη για τη φιλοξενία στην Κρήτη, εγώ είχα φύγει για την Ιταλία.

Από την παρισινή επανάσταση του Μάη ξεχωρίζω μια εικόνα μέσα σε πολλές άλλες. Οι φοιτητές είχαν καταλάβει την όπερα και ντυμένοι με τα κοστούμια της Αίντα είχαν βγει στα πάνω σκαλιά και χορεύανε, τραγούδαγαν, κοροϊδεύανε. Εγώ έχω στο νου μου μια άλλη εικόνα. Τον Σαρτρ ανεβασμένο στην καρότσα ενός φορτηγού να μιλάει στο μαζεμένο τριγύρω του κόσμο. Δεν άκουγα τι έλεγε, έβλεπα τη φιγούρα του μόνο, έτσι που ήταν αδύνατος και μικροκαμωμένος, να χειρονομεί και να λέει, να λέει… Αυτός ήξερε, εγώ δεν ήξερα. Η εικόνα όμως εικόνα. Λίγο καιρό αργότερα στο πάνω πάτωμα του σπιτιού που έμενα ήρθε ένας νέος φοιτητής. Σε δυο τρεις εβδομάδες ήρθε η μάνα του. Ήταν η Σιμόν ντε Μπωβουάρ.


Από το ’67 ως το ’74 κινούμαι ανάμεσα σε Παρίσι, Ρώμη, Λονδίνο, Μόσχα και Γενεύη. Στα Επίκαιρα, τον Νοέμβρη του 1973, διαβάζω μια συνέντευξή μου: «Μη με ρωτάς αν είμαι βολεμένος έξω και τι σχέδια έχω και ποια είναι η τελευταία μου ταινία. Είναι εξίμισι χρόνια που ’χω φύγει, και δεν θυμάμαι να ’μεινα σ’ ένα μέρος παραπάνω από δύο μήνες. Τριγυρνώ όπου υπάρχουν Έλληνες, σκορπισμένοι και ζω μαζί τους. Θα γυρίσω στην Ελλάδα μόλις μου δώσουν διαβατήριο. Τούτη η μακριά απουσία έγινε πια άρρωστη, αφύσικη… Ο πολιτικός κινηματογράφος είναι γέννημα της πολιτικής πίεσης που πάει να γίνει ασφυξία. Γεννήθηκε από την ανάγκη και δεν κατευθύνεται από κανένα πολιτικό κόμμα. Συχνά, είναι άτσαλος πολιτικά, και αδέξιος, και με θαμπούς στόχους. Όμως έχει τη δικιά του πειστικότητα, τα δικά του επιχειρήματα, τον δικό του τρόπο να βάζει σε κίνηση το μηχανισμό του νωθρού θεατή. Είναι και λίγο μόδα κι αυτό είναι το πιο ύποπτο σημείο του».


Ρώμη '69. Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μαρία Φαραντούρη, μετά από χρόνια σιωπής, λεύτεροι να είναι πάλι Έλληνες με τις οδυνηρές μνήμες της δικτατορίας να αργοσβήνουν στο χρόνο, θα τραγουδήσουν σε ένα μεγάλο θέατρο. Διαβολική σύμπτωση ο Μάνος Χατζιδάκις, στη Ρώμη, εγκατεστημένος σ' ένα παλιό αρχοντικό που του είχαν διαθέσει για να γράψει τη μουσική οι παραγωγοί μιας ταινίας, μέρος της δόξας του ιταλικού κινηματογράφου.

Στο μυαλό μου θα εισβάλει μια ιδέα, με μια πρόφαση που δεν θυμάμαι πια, μαγειρεύω μια διαβολική συνάντηση. Στο σαλόνι του παλιού αρχοντικού σμίγουν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, αμήχανοι και οι δύο, αλλά έτοιμοι να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Έτσι κι έγινε. Τα δύο φοβερά τέρατα, οι δύο τροβαδούροι του ελληνικού λαού αγκαλιασμένοι κάτω από τη σκεπή ενός ξένου σπιτιού, μιας ξένης χώρας, ενός ξένου λαού. Το βράδυ, στον μεγάλο χώρο της συναυλίας, η Μαρία Φαραντούρη άγιασε με τη φωνή της τον αέρα και σκόρπισε στους τέσσερις ανέμους τις μουσικές του Μίκη και τα λόγια του Ρίτσου, τον Ελύτη και τον Σεφέρη. Η Ελλάδα παρούσα και οι χιλιάδες θεατές μετέχουν με συγκίνηση και σιγοτραγουδάνε τις μουσικές του Μίκη.


Παρίσι-H Επιστροφή: Δεν ρώτησα κανέναν και χώθηκα στο αεροπλάνο της Μελίνας. Ήταν αυτονόητο πως η παρέα της δημιουργούσε ένα είδος διαβατηρίου. Με το πρώτο αεροπλάνο φορτωμένο με τη λαχτάρα της επιστροφής στην πατρίδα πατάω το πόδι μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Στην Αθήνα ο λαός ενθουσιασμένος περίμενε κάθε αεροπλάνο, για να καλωσορίσει τους Έλληνες της ξενιτιάς. Ο Καραμανλής ήτανε ο πρώτος και ακολούθησε η Μελίνα και εμείς από πίσω. Αποθέωση σε κάθε άφιξη. Εμείς γρήγορα πήραμε μέρος στη διαμόρφωση μια κοινωνίας που υποσχόταν μια νέα Ελλάδα. Στους δρόμους και στα μεγάλα γήπεδα ηχούσανε τα τραγούδια του Θεοδωράκη και ζητωκραυγάζανε για την καινούργια Δημοκρατία. Ο στερημένος λαός απαιτούσε Δημοκρατία και Ελευθερία. Τα μεγάλα γήπεδα δεν χωράγανε πια τον ενθουσιασμένο κόσμο που ήθελε να δει από κοντά τους Έλληνες που κρατήσανε στους ώμους τους τη μακρινή εικόνα της Ελλάδας. Χαθήκαμε και εμείς μέσα στο πλήθος. Σιγά σιγά μάζεψα γύρω μου τους καλύτερους οπερατέρ, γίναμε εφτά και χυθήκαμε μέσα στη μάζα, καταγράφοντας με τις κάμερες την υπέροχη εικόνα του ξεσηκωμένου λαού. Ο Φίνος πρόσφερε τα εργαστήρια και βοήθησε όσο γινόταν στη γρήγορη κατασκευή-καταγραφή εικόνων –θα έπρεπε να πω- ενός λαού και μιας ευλογημένης ώρας. Ονόμασα την ταινία ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ και με αυτόν τον τίτλο σήμερα δύο γενιές αργότερα η τηλεόραση, η τότε ΕΡΤ, τρέφονταν με αυτές τις αλησμόνητες ώρες, Στο μεταξύ η καινούργια τάξη απαιτητική ζήταγε και απαιτούσε να μπούνε σφραγίδες και ημερομηνίες σε αυτή τη μοναδική ίσως αφύπνιση του λαού. Ένα ενθύμιο μνήμης για όσους έζησαν μία επανάσταση που τράφηκε στους δρόμους και στα γήπεδα. Τα γεγονότα που καταγράφονται στην ταινία είναι από τον Ιούλιο του 1974 έως τις 23 Νοέμβρη του ’74. Στο επίκεντρο καταγράφονται δύο μεγάλες συναυλίες, μία στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και η άλλη στο γήπεδο του Καραϊσκάκη.

Πρωτοστατεί ο μεγάλος αθάνατος Μίκης Θεοδωράκης που καλύπτει με μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα το χώρο. Και μετά οι μεγάλες μορφές του ελληνικού τραγουδιού και θεάτρου: Φραντούρη, Καλογιάννης, Ξυλούρης, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Νταλάρας, Μελίνα, Μαρίζα Κωχ, Ξαρχάκος, Γαργανουράκης, Κατράκης, Καζάκος, Λιζέτα Νικολάου…. […] Στη συνέχεια καταγράφονται οι πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, η συνέντευξη ενός αγωνιστή κατά της Χούντας, του Χρήστου Ρεκλείτη, και τα επίπονα βασανιστήρια του από τους χουντικούς βασανιστές. Και τέλος, η κηδεία του Γραμματέα της Νεολαίας του Σοσιαλιστικού κόμματος της Κύπρου, Δώρου Λοΐζου στην Κύπρο. Τραγικές φιγούρες στο φακό η μάνα του και η γυναίκα του ν’ ακολουθούν τη νεκρώσιμη πομπή στο νεκροταφείο. Θέλησα να κάνω να δουλέψει διπλά αυτό το υλικό. Πληροφοριακά και συγκινησιακά συγχρόνως. Και ακόμα διεγερτικά. Δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτήν την τελευταία λειτουργία. Η χούντα έπεσε. Το Πολυτεχνείο ξέπλυνε τη ντροπή ως ένα σημείο, γιατί η μεγάλη μερίδα του λαού δεν έκανε τίποτα για να πέσει η χούντα. Η χούντα έπεσε και στην Κύπρο. Ήταν η πρώτη φορά που μ’ ένοιαζε πόσοι θεατές θα τη δούνε. Έστειλα την ταινία όπου μπορούσα, στις άκρες της γης όπου υπήρχαν Έλληνες, εργάτες, εφοπλιστές, ταβερνιάρηδες, φοιτητές, μετανάστες, ναυτικοί… [..] Εδώ έκλεισε ένας κύκλος μια ιστορίας ολόκληρης, σφραγισμένης από πάθος, για δημοκρατία και ποτισμένη από τα ατέλειωτα τραγούδια του Θεοδωράκη. Ονόμασα την ταινία Τα τραγούδια της Φωτιάς και ο καθηγητής Γεωργουσόπουλος την αποκάλεσε «εθνική κιβωτό».

Στην Ελλάδα, τη μικρή και την έντιμη, το Πολυτεχνείο άγιασε τα εφτά χρόνια σιωπής. Η 17 Νοέμβρη εντάχθηκε στο πλούσιο εθνικό μας μαρτυρολόγιο. Άλλες πληγές κλείσανε και άλλες μείνανε ανοιχτές. Η κοινωνία της ψεύτικη αφθονίας μπαινοβγαίνει στον μικρό και στον μεγάλο «Βασιλόπουλο» του Ψυχικού, στους «Μαρινόπουλους» και στου «Σκλαβενίτη» και παίρνει δυναμικά μέρος στη ζωογόνα ανακύκλωση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Οι δικτατορίες στριμώχτηκαν πάλι στις μήτρες τους, στη Νότια Αμερική και στον Τρίτο Κόσμο. Κι εγώ λέω να τελειώσω τούτο το μνημόσυνο με την κραυγή του Μπρεχτ από την Άνοδο και την πτώση του Αρτούρο Ούι: «Μπορεί να σκοτώθηκε το τέρας, μα η κοιλιά που το γέννησε είναι ακόμα ζωντανή».


Σειρά ΄΄Ταξίδι στον Πολιτισμό΄΄

Σειρά του Υπουργείου Πολιτισμού: ΄΄Ταξίδι στον Πολιτισμό΄΄

Αρχισυνταξία -:Νατάσα Μποζίνη

Υπεύθυνος έργου: Κώστας Γεωργουσόπουλος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ