Κινηματογραφος

Πήγα κι εγώ για τουρισμό στα νιάτα μου στο T2 Trainspotting

To τσαλάκωμα της άγριας συμμορίας του Λιθ έχει κάτι και από τη δική μας ενηλικίωση

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
343749-714507.jpeg
20 χρόνια μετά, οι Ρέντον και Σπαντ αγναντεύουν ξανά το Εδιμβούργο (σκηνή από το T2 Trainspotting)

Το 1996 ήμασταν 20 ετών, αρκετά διαβόητοι στα μέρη μας, και καθώς το τοπικό κινηματοθέατρο έκοβε πεντοχίλιαρα με τη σέσουλα δίνοντας τη δυνατότητα να βλέπεις ταινία με τον μπάρμαν παραδίπλα έτοιμο να σε σερβίρει, παρακολουθήσαμε τη θυελλώδη πρεμιέρα του Trainspotting ντουμανιάζοντας το σύμπαν και μουλιάζοντας στο ουίσκι. Την επομένη ξεπλέναμε τα μαλλιά μας στην ντεκαπάζ του Sick Boy, προκαλώντας σχεδόν χειροπιαστή κατακραυγή στους δρόμους της επαρχίας που μας γαλουχούσε συστηματικά με μπουζούκι και εκκλησιασμό, αλλά τόσα ξέραμε, άλλωστε η πρόκληση εκείνα τα χρόνια ήταν αυτοσκοπός, και στο φινάλε, ήμασταν λεπτοί, ξέσαλοι και αδάμαστοι, ένα τσούρμο τσογλάνια των οποίων μοναδικός όλεθρος ήταν η επικείμενη ενηλικίωση, κι εκείνη αργούσε πολύ, τη δεδομένη στιγμή είχαμε βρει στο σελιλόιντ μια παράλληλη πραγματικότητα που τραγουδούσε στο ρυθμό μας, μιλούσε για την πόλη που μας κυκλώνει, το γλυκό χάος της νιότης και την πιο τρελή καψούρα μας: το περιθώριο. Τι θυμάμαι τώρα… Trainspotting με ΠΑΣΟΚ, Trainspotting με ΣΥΡΙΖΑ.

Το T2 Trainspotting είναι τo τέλειο rewind της εφηβείας μας. Τα σωθικά των αναμνήσεων που σκαλίζει η ταινία είναι και η έδρα της ναυτίας μας, η εξημέρωση της άγριας συμμορίας του Λιθ έχει κάτι και από τη δική μας φθορά, ήρθαμε όλοι στο σινεμά γυρεύοντας μια βόλτα στον παλιό εαυτό μας, τη θέση μας στον ανδρικό κόσμο και τη νομιμοποίηση μιας πορείας που μας αρέσει να μεγαλοπιανόμαστε ότι βγάζει νόημα: όσα θέλει να δείξει για το νόημα της ζωής όμως το T2 Trainspotting –ή και η μυθιστοριογραφία του Ίρβιν Γουέλς από την οποία αντλεί το σεναριακό υλικό του, είναι η απουσία του νοήματος, οι προσδοκίες που διαψεύστηκαν όχι με κρότο ούτε με λυγμό, παρά με ένα όλο και πιο απόμακρο fade out. Ο Σάιμον το Αρρωστάκι το είχε διατυπώσει σωστά στο πρώτο επεισόδιο: «Είναι φαινόμενο, δεν είναι; Σε κάποιο σημείο “το έχεις” ώσπου το χάνεις και μετά φεύγει για πάντα. Το βλέπεις σε κάθε στράτα της ζωής: Τζορτζ Μπεστ, Ντέιβιντ Μπόουι, Λου Ριντ». Έτσι είναι. Δεν κυριαρχήσαμε στα αστέρια.

Κάπως έτσι ο γαλαξίας δυνατοτήτων μετατρέπεται σε μονοπάτι γεμάτο λακκούβες, η ηδονική αυτοκαταστροφικότητα δίνει τη θέση της στην ήπια σήψη και σήμερα σπεύδουμε στα σινεμά απλά και μόνο γιατί, όμοια με τους πρωταγωνιστές, «η νοσταλγία μας έφερε εδώ». Τι ακριβώς νοσταλγούμε; Το βιβλίο και η ταινία Trainspotting είναι δύο εντελώς διαφορετικές υποθέσεις, η πρόζα του Γουέλς δεν άφηνε καμία πέτρα ασήκωτη στον υπόκοσμο της βελόνας και ενδεχομένως έστειλε δυο τρεις ψυχές στα κέντρα απεξάρτησης και τελικά στα συγκαλά τους, ενώ το φιλμ ήταν φτιαγμένο από μια εξωραϊσμένη θεματολογική παλέτα που ενσωμάτωνε ποπ, μόδα, σεξ, κλάμπινγκ, μπάλα, ξύλο, καλαμπούρια, έκστασι, ρέιβ, πανκ, δεν στερούνταν καμία από τις αποχρώσεις  που εξυψώνουν μια ταινία στη σφαίρα του κλασικού, δίχως ωστόσο να ξύνει υπερβολικά την κρούστα της πιάτσας.

Το σινεμά ωστόσο έχει εμπορικές συμβάσεις. Ο Ίρβιν Γουέλς του «Πορνό» το γνωρίζει αυτό, ο Ντάνι Μπόιλ ποντάρει σε αυτό, εξ ου και τα φλασμπάκ του Τ2 είναι οπτικοακουστικά και αδιάκοπα. Όλες οι παλιές σεκάνς, όλα τα τραγούδια ξαναπερνούν. Εδώ το ιπτάμενο ποτήρι κρίκερ του Μπέγκμπι στην παμπ, εκεί το κρόουλ του Ρέντον στην «πιο βρώμικη τουαλέτα του Ηνωμένου Βασιλείου» με το μακάριο ambient του Brian Eno να μελοποιεί την αναζήτηση των υπόθετων οπίου και την επακόλουθη υποβρύχια ιαχή («Θεόσταλτα!»), κάπου τριγύρω ελλοχεύει και το αναπόφευκτο choοse life, ανανεωμένο και προσαρμοσμένο στο σήμερα: «Διάλεξε το Facebook, το Twitter και το Instagram ελπίζοντας ότι κάποιος κάπου νοιάζεται. Διάλεξε να ψάχνεις παλιές αγάπες, ευχόμενος να τα είχες κάνει όλα διαφορετικά. Διάλεξε ριάλιτι τιβί, δημόσια διαπόμπευση, εκδικητικό πορνό. Διάλεξε ανασφάλιστη εργασία με δυο ώρες δρόμο για τη δουλειά. Και διάλεξε το ίδιο για τα παιδιά σου, μονάχα χειρότερα, καταπραΰνοντας τον πόνο με την άγνωστη δόση κάποιου άγνωστου ναρκωτικού φτιαγμένου στην κουζίνα ενός αγνώστου… Και διάλεξε να παρακολουθήσεις την ιστορία να επαναλαμβάνει τον εαυτό της». Ο μονόλογος του Ρέντον είναι στην ουσία όλο το φιλμ, (μαζί με τον σκεπτικισμό του για το gentrification του Εδιμβούργου), δίχως παράλληλα να απουσιάζει η βέβηλη κινηματογραφική αργκό που χαρίζει ανθρωπιά και σπαρταριστό γέλιο.

Οι πρωταγωνιστές είναι καρατερίστες του κουλ των οποίων τη σταδιοδρομία παρακολουθούμε με στοργή επί δύο δεκαετίες και είναι ευδαιμονική η επανένωσή τους, μαζί με την επίγνωση ότι το Trainspotting έχτισε καριέρες –μονάχα ο Ρόμπερτ Κάρλαϊλ διέθετε ένα κάποιο όνομα το’96– και παρότι οι ουλές της μάχης είναι ορατές (ο ίδιος ο Τζόνι Λι Μίλερ εξομολογήθηκε ότι του προκάλεσε βαθιά κατάθλιψη το να παρακολουθεί τον εαυτό του τότε και τώρα), είναι παρήγορο να διαπιστώνεις ότι δεν υπάρχει κανένα τραύμα του χρόνου που να μη μπορεί να επουλώσει το τρέξιμο ή το κρόσφιτ. Ή μήπως όχι; Διότι αυτό που λείπει προπάντων είναι η άγουρη επιδερμίδα, η άγρια σπίθα στο μάτι, η έπαρση που ξεχειλίζει από τους πόρους. Ομοίως το να επισκεφτείς το παιδικό σου δωμάτιο είναι ένα βήμα που δεν θα έπρεπε να δοκιμάζεται χωρίς περισυλλογή. Η ενατένιση των κειμηλίων μπορεί να είναι συντριπτική, στην περίπτωση του Ρέντον.  Όπως και η απερίσκεπτη ακρόαση των δίσκων που σου ανατίναζαν κάποτε το μυαλό. Ένα ακόρντο του Lust for Life αρκεί για να προκληθούν ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ωστόσο η συστολή της προσωπικότητας δεν αντηχεί τόσο στα φλασμπάκ, ούτε στη ντεκαπάζ του Σάιμον με οδοντόβουρτσα στο νιπτήρα, όσο στην ατονία των χειρονομιών, στην απάθεια των βλεμμάτων και στη συναίσθηση του ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στο παλμαρέ των χημικών σκευασμάτων ή των νευρωνικών συνάψεων για να δοκιμαστεί πια. «I’m gonna be just like you», είχε υποσχεθεί στο φινάλε της πρώτης ταινίας ο Ρέντον. Ιδού τα καθέκαστα. Υπήρχε μια ευκαιρία, ακολούθησε μια προδοσία, πέρασαν είκοσι χρόνια. Η ιστορία δεν είναι καινούργια, αλλά το αποτέλεσμα σου παίρνει το κεφάλι.

Θα είχε πιθανότατα ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ξαναπιάναμε το νήμα από το prequel. Το «Skagboys» ήταν αναντίρρητα καλύτερο βιβλίο από το «Πορνό» και όλοι θα ήθελαν να ξετυλίξουν το προοίμιο της παρέας από τη Σκωτία που αγαπήθηκε σε όλο τον πλανήτη. Όμως δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το χρόνο. Στο Τrainspotting ζεις μονάχα δύο φορές. Τα υπόλοιπα είναι η προσωπική μας ιστορία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ