Πολιτικη & Οικονομια

«Εμφύλιος ή Συμμοριτοπόλεμος»: μία ψύχραιμη ματιά

Ποιoς είναι ο πιο πρόσφορος χαρακτηρισμός του πολέμου 1946-1949;

32014-72458.jpg
A.V. Guest
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
emfyliospolemos.jpg

Ήταν «εμφύλιος» ο πόλεμος 1946 - 1949; Και πότε ένας πόλεμος θεωρείται «εμφύλιος»;

Γράφει ο Νίκος Στυλιανίδης, Δικηγόρος


Αν το δίκαιο ταυτίζεται με τους κανόνες που με κάποιον τρόπο έχουν κυριαρχικά τεθεί σύμφωνα με μιά συγκεκριμένη διαδικασία για να ρυθμίζουν την κοινωνική συμβίωση (ανεξαρτήτως του ουσιαστικού τους περιεχομένου, σύμφωνα με το νομικό θετικισμό) και αν η μόνη σύννομη μορφή βίας είναι αυτή που προέρχεται από κρατικούς, έστω και τύποις εντεταλμένους φορείς, κάθε άλλη άσκηση βίας είναι, προφανώς, μη σύννομη. Και σύμφωνα με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της, τις συνθήκες εκδήλωσής της, τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει κλπ. γίνεται αντιληπτή από το τεθειμένο δίκαιο και  χαρακτηρίζεται νομικά με κάποιο τρόπο. Ως εκ τούτου, ο πόλεμος 1946 – 1949 (δεν υπεισερχόμεθα στο ζήτημα της πιθανής προηγούμενης έναρξής του, π.χ. από το 1943), είναι, από την οπτική γωνία του θετικoύ δικαίου, «συμμοριτοπόλεμος», αν, σύμφωνα με την τεχνική γλώσσα του δικαίου, πληροί και αντιστοιχεί στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της σύστασης συμμορίας. Δύναται το κοινωνικό γεγονός του πολέμου 1946 - 1949 να χαρακτηρισθεί ως σύσταση συμμορίας, έστω και αν αυτή δεν αποσκοπεί μόνο στην διάπραξη κοινών ποινικά κολάσιμων πράξεων προς ίδιον όφελος, αλλά στην ανατροπή του, κατά τα ανωτέρω, «νομίμου» πολιτεύματος; Η απάντηση είναι, προφανώς, αρνητική: o «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» (Δ.Σ.Ε.), ανεξάρτητα από τα οιαδήποτε ιδεολογικά, ηθικά, ποιοτικά ή άλλα του χαρακτηριστικά, αλλά απλώς με ποσοτικά και οργανωτικά κριτήρια δεν ήταν, απλώς, μιά «συμμορία», αλλά ένας, κάποιου τύπου «στρατός», με κεντρική οργάνωση, βαθμούς, ιεραρχία και πειθαρχία, με ευρεία συμμετοχή πολιτών, στρατιωτών αλλά και (ποσοστιαία λίγων αλλά πάντως αρκετών) πρώην μόνιμων υπαξιωματικών και αξιωματικών του ελληνικού στρατού. Και, ταυτόχρονα, φιλοδοξούσε να έχει εθνική εμβέλεια και επιχειρησιακή ικανότητα. Και υπό αυτή την έννοια, ο πόλεμος τον οποίο διεξήγε δεν ήταν, απλώς, συμμοριτοπόλεμος, ακόμη και αν κάποιος δεχθεί ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, κατά τη δράση του, ενεπλάκησαν και πρακτικές «συμμορίας» (τούτο, άλλωστε, συχνά συνέβαινε και από την «άλλη πλευρά του λόφου» και δεν μπορεί να χαρακτηρίσει συλλήβδην την αντιπαράθεση). Και, ακόμη και αν έχει χαρακτηρισθεί έτσι σε διατάξεις νόμου (συμπεριλαμβανομένων και συντακτικών πράξεων), αυτός ο χαρακτηρισμός είναι λανθασμένος από την εσωτερική, νομική οπτική γωνία. Σύμφωνα με κάποιους, επίσης, ο πόλεμος 1946 - 1949 ήταν «συμμοριτοπόλεμος», διότι οι δυνάμεις και πράξεις των «συμμοριτών» ήταν «ξενοκίνητες», εφόσον αυτοί υποστηρίζονταν και ενισχύονταν από ξένα κράτη κομμουνιστικής ιδεολογίας (Αλβανία, Γιουγκοσλαυία, Βουλγαρία κλπ.) και εκτελούσαν εντολές της (πρώην) Σοβιετικής Ένωσης. Και αυτό, όμως, το επιχείρημα δεν ευσταθεί: ανεξάρτητα από την έκταση της αλήθειας ή ψεύδους της ανωτέρω διαπίστωσης, και ο «εθνικός στρατός» υποστηρίζονταν από «ξένες δυνάμεις» και εκτελούσε (ρητώς και κατά την επίσημη στρατιωτική ιεραρχία) εντολές «ξένων δυνάμεων» (Αγγλία και Η.Π.Α.). Άλλωστε, σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος θα έπρεπε να χαρακτηρισθεί ως «συμμοριτοπόλεμος», εφόσον οι δυνάμεις των εθνικιστών (υπό τον στρατηγό Φράνκο) ανοικτά υποστηρίζονταν από τις δυνάμεις του Άξονα (ιδίως από την Γερμανία), ενώ και η Σοβιετική Ένωση, αλλά και άλλα κράτη, όπως η Γαλλία, ενίσχυαν τις δυνάμεις των Δημοκρατικών. Επιπλέον, και οι δυνάμεις των εθνικιστών στην Ισπανία απέβλεπαν, μη συννόμως, στην δια της βίας ανατροπή της δημοκρατικά εκλεγμένης ισπανικής κυβέρνησης (αλλά ουδείς χαρακτηρίζει τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ως «συμμοριτοπόλεμο»).         

Ήταν, όμως, «εμφύλιος» ο πόλεμος 1946 - 1949; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να δοθεί από μιά άλλη οπτική γωνία, όχι πια, αυτή του (θετικού) δικαίου, αλλά της κοινωνιολογίας, της ιστορίας ή της θεωρίας του πολέμου: πότε ένας πόλεμος θεωρείται «εμφύλιος»; Το ερώτημα είναι, φυσικά, πολύπλοκο, αλλά μάλλον συναρτάται, πάλι, όχι τόσο με ιδεολογικά ή ηθικά ή άλλα κριτήρια, αλλά, ιδίως, με ποσοτικά δεδομένα: εμπλέκει, για παράδειγμα, ο πόλεμος αυτός ικανές, κρίσιμες μάζες πολιτών ή ατόμων του ιδίου (εθνικού) φύλου; «Διχάζει» το «ενιαίο» φύλο σε δύο μεγάλες, αντιμαχόμενες παρατάξεις; Υπό αυτή την έννοια, ο πόλεμος του 1946 – 1949 ήταν εμφύλιος, εφόσον παρουσίαζε τα προηγούμενα χαρακτηριστικά. Προσοχή: ως προελέχθη, αυτός ο χαρακτηρισμός είναι, κατ’ αρχήν, «κοινωνιολογικός», όχι νομικός. Και είναι ανεξάρτητος και «ασύμβατος» με τον πιθανό χαρακτηρισμό του ως «συμμοριτοπολέμου». Δηλαδή θα μπορούσε, πιθανόν, θεωρητικά, ένας «εμφύλιος» πόλεμος να είναι, ταυτόχρονα και «συμμοριτοπόλεμος», αν συνίστατο, π.χ., σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη μεταξύ συμμοριών ή αν προερχόταν από πολλές, κατά τόπους συμμορίες, χωρίς κεντρική, στρατιωτικού τύπου, οργάνωση και εμφορείτο από αντίστοιχες επιδιώξεις και «ιδανικά». 

Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι κατά Πλάτωνα, «πόλεμος», υφίσταται, κυριολεκτικά, μόνο μεταξύ ξένων, και όχι ομόφυλων λαών: Πολιτεία (470 Β) «... λέγω δε τα δύο, το μεν οικείον και ξυγγενές, το δε αλλότριον και οθνείον, επί μεν ουν τη του οικείου έχθρα Στάσις κέκληται, επί δε του Αλλοτρίου Πόλεμος». Το επιχείρημα αυτό είναι σοβαρό και ακριβές, από τυπική άποψη: σύμφωνα με αυτό, π.χ., τόσο ο ελληνικός, όσο και ο ισπανικός «εμφύλιος» θα έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως «στάσεις» (χαρακτηρισμός που έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί για την «κομμουνιστική στάση» του Δεκεμβρίου 1944). Η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα θα πρέπει αναγκαστικά να ανατρέξει σε θεωρίες του νοήματος: αν το νόημα μιάς λέξης δεν παραμένει αναλλοίωτο κατά την διαδρομή της ιστορίας και των εναλλασσόμενων συναφών κοινωνικών πρακτικών, αλλά συνδέεται με αυτές και με την εκάστοτε χρήση της, εύλογα μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι κατά τον προδιαδραμόντα ιστορικό χρόνο και ανεξαρτήτως της απόλυτης ακρίβειας της νοηματικής χρήσης της λέξης, γίνεται αποδεκτό και έχει επικρατήσει ο όρος «πόλεμος» να δύναται να χαρακτηρίσει και εμφύλιες διαμάχες, τουλάχιστον κάποιας ποσοτικής και ποιοτικής έκτασης, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα (π.χ. ισπανικός ή, παλαιότερα, αγγλικός εμφύλιος πόλεμος κλπ.). Και, βέβαια, τούτο δεν αποκλείει και τον επάλληλο χαρακτηρισμό του ιδίου γεγονότος και ως «στάσης».     

Επανερχόμεθα, όμως, στο αρχικό ερώτημα: ποιoς είναι, εκ της οιονεί νομικής οπτικής γωνίας, ο πιο πρόσφορος χαρακτηρισμός του πολέμου 1946-1949, αν όχι αυτός του «συμμοριτοπολέμου»; Θα προτείνουμε τον όρο «ανταρτοπόλεμος», που δεν είναι ακριβώς «νομικός», αλλά «οιονεί νομικός», ευρισκόμενος στο μεταίχμιο της νομικής και της εν ευρεία εννοία «κοινωνιολογικής» οπτικής γωνίας, για τους ακόλουθους λόγους: α)  υποδηλώνει ρητά ότι πρόκειται περί «πολέμου» του οποίου οι δρώντες (της μιάς πλευράς) όμως, δεν είναι μέλη «συμμορίας», αλλά «αντάρτες», ήτοι β) προφανώς δεν ενεργούν στο όνομα της τυπικά νόμιμης εξουσίας, αντιτίθενται σε αυτήν, χωρίς όμως να εμφορούνται  από αρχές «συμμορίας» και χωρίς να εφαρμόζουν πρακτικές «συμμορίας», αλλά «αντάρτικου» (και, αργότερα, «τακτικού στρατού»), κάτι που επιπλέον γ) υποδηλώνει την, ανεξαρτήτως ιδεολογικών χαρακτηρισμών, εν τοις πράγμασι υπαρκτή, συνέχεια της δράσης τους (εφόσον, εν πολλοίς, ο Δ.Σ.Ε. υπήρξε, τουλάχιστον οργανωτικά και επιχειρησιακά, ειδικά στις πρώτες φάσεις του, και συνέχεια του Ε.Λ.Α.Σ.) και, ιδίως, δ) είναι ένας όρος, η χρήση του οποίου φαίνεται να εξασφαλίζει ευρεία συναίνεση: όπως φαίνεται και από την ανάγνωση της σχετικά πρόσφατα αποκαλυφθείσας αλληλογραφίας της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ της εποχής με τα αντίστοιχα ηγετικά στελέχη των ξένων κομμουνιστικών κομμάτων, ο όρος «αντάρτικος στρατός» χρησιμοποιείται ευρέως από το σύνολο των αλληλογραφούντων, άρα τυγχάνει αδιάψευστης «εσωτερικής» αποδοχής. Παράλληλα, δε, τυγχάνει και «εξωτερικής» αποδοχής από ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών/ιδεολογικών, μη ακραίων, στάσεων και θέσεων. Ο πόλεμος 1946 – 1949 ήταν, λοιπόν, και εμφύλιος (από κοινωνιολογική άποψη), και «ανταρτοπόλεμος» (από οιονεί νομική άποψη).               

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ