Πολιτικη & Οικονομια

Ο μακρύς και δύσκολος δρόμος προς τη «Νέα Τουρκία»

Όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, η ήττα του Ερντογάν φαίνεται ένα μάλλον δύσκολο σενάριο

3k4a25792.jpg
Ζήνωνας Τζιάρρας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
erdogan-turkey-israel.jpg

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε πρόωρες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στις 24 Ιουνίου 2018. Η ανακοίνωση έγινε μετά από κάλεσμα του προέδρου του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), Ντεβλέτ Μπαχτσελί, για εκλογές στις 26 Αυγούστου, ημερομηνία με σημαντική σημειολογία λόγω της επετείου της νίκης των Σελτζούκων στη μάχη του Μαντζικέρτ εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1071. Ακολούθησε η συνάντηση Ερντογάν-Μπαχτσελί και η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών.

Δεδομένου του πόσο εύκολα και γρήγορα έλαβαν χώρα οι εξελίξεις, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το αποτέλεσμα ήταν ήδη συμφωνημένο στα πλαίσια ενός σεναρίου με κέρδη και για τους δύο συμμάχους. Το μεν ΜΗΡ δείχνει ότι κατάφερε να πιέσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και τον Ερντογάν και ο τελευταίος καταφέρνει να «συναινέσει» σε πρόωρες εκλογές και να πάρει αυτό που πάντα ήθελε: τη μετατροπή του πολιτειακού συστήματος σε προεδρικό με τον ίδιο ως τον απόλυτο άρχοντα.

Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου 2017 με το οριακό ποσοστό του 51.4% θα μπουν σε εφαρμογή μετά τις επόμενες εκλογές, που ήταν αρχικά προγραμματισμένες για τον Νοέμβριο του 2019. Για την κυβέρνηση, ο Νοέμβριος του 2019 φαντάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακριά.

Η συγκυρία της ανάγκης και της ευκαιρίας

Η παρούσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανάγκες που αναδύονται για την κυβέρνηση Ερντογάν, αλλά και από μοναδικές ευκαιρίες. Πρώτη ανάγκη είναι η πάση θυσία μετατροπή του πολιτειακού συστήματος, ένας ιστορικός και παραδοσιακός στόχος του κινήματος Εθνικής Άποψης (Milli Görüş) του οποίου ηγείτο ο Νετζμετίν Ερμπακάν. Ήταν μέσα από το ίδιο κίνημα που αναδύθηκε και το ΑΚΡ ως «μεταρρυθμιστικό-μοντερνιστικό» κόμμα. Με την εφαρμογή αυτού του στόχου ο Ερντογάν επιστρέφει στις παραδοσιακές-ιδεολογικές του ρίζες και έρχεται ένα βήμα πιο κοντά στην λεγόμενη «Νέα Τουρκία» με χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης του σχεδίου του το 2023 και την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση του τουρκικού κράτους.

Ο Ερντογάν αντικατέστησε τον κεντρικό ρόλο που είχε μέχρι πρότινος η οικονομία στη συσπείρωση ψήφων, με την καλλιέργεια ενός ισλαμο-τουρκικού παροξυσμού 

Η δεύτερη ανάγκη προκύπτει από την αυξανόμενη εσωτερική πόλωση και αστάθεια, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Συγκεκριμένα η οικονομία πάει από το κακό στο χειρότερο και η τουρκική λίρα φτάνει συνεχώς σε νέα ρεκόρ υποτίμησης έναντι του Ευρώ και του Δολαρίου. Η κατρακύλα της τουρκικής οικονομίας επιδεινώθηκε έντονα πριν από τις επαναληπτικές εκλογές του 2015, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016 και μετά την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου στα μέσα Μαρτίου του 2018. Άρα η κυβέρνηση του ΑΚΡ θέλει να προλάβει την περαιτέρω χειροτέρευσή της. Ο αρνητικός αντίκτυπος που είχε στην πολιτική δυναμική του ΑΚΡ φάνηκε με τα αποτελέσματα του συνταγματικού δημοψηφίσματος, όπου το ΑΚΡ απώλεσε ένα μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα – μια διαδικασία που ξεκίνησε σταδιακά από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Από αυτή την άποψη πολλά θα μπορούσαν να συμβούν μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, που θα υπέσκαπταν τις προοπτικές επανεκλογής του Ερντογάν.

Ωστόσο, η ευκαιρία που παρέχει η τρέχουσα συγκυρία μπορεί να μετριάσει σε μεγάλο βαθμό το κόστος της πτωτικής πορείας που έχει η οικονομία. Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τη δράση του στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής για συσπείρωση ψήφων: η επιτυχημένη εισβολή στο Αφρίν της Συρίας, η επιτυχημένη διπλωματία του στο θέμα του Προσφυγικού με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εντάσεις που διατηρεί στο Αιγαίο, η κρίση που έλαβε χώρα στην κυπριακή ΑΟΖ με το γεωτρύπανο της ΕΝΙ, η σκληρή ρητορική απέναντι στο Ισραήλ και στους δυτικούς του συμμάχους, τα πάρε-δώσε με τη Ρωσία, η ανακοίνωση της λειτουργίας του αγωγού ΤΑΝΑΡ περί τα τέλη Ιουνίου, και διάφορα άλλα. Ο Ερντογάν έχει καταφέρει να χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα μέτωπα για να προβάλει μια σκληρή ισλαμική-εθνικιστική ρητορική και πολιτική ως προέκταση της στρατηγικής του για την «ανακατασκευή» του τουρκικού έθνους και της τουρκικής εθνικής ταυτότητας, στη βάση μιας σύνθεσης ισλαμισμού και τουρκισμού όπου πρώτα ιεραρχείται, ωστόσο, ο ισλαμισμός και ο συντηρητισμός.

Με αυτό τον τρόπο, ο Ερντογάν αντικατέστησε τον κεντρικό ρόλο που είχε μέχρι πρότινος η οικονομία στη συσπείρωση ψήφων, με την καλλιέργεια και αναπαραγωγή ενός ισλαμο-τουρκικού παροξυσμού με βάση τον οποίον, για παράδειγμα, οι νεκροί Τούρκοι στρατιώτες στη Συρία είναι μάρτυρες, το αίμα των οποίων χύνεται προς δικαίωση και εξύψωση του τουρκικού-ισλαμικού έθνους. Πρόκειται βέβαια για ένα αφήγημα το οποίο περιθωριοποιεί τη μεσαία τάξη και τα κοσμικά-δημοκρατικά πολιτικά ρεύματα, όμως διατηρεί τη συνοχή εντός ενός εκλογικού ποσοστού της τάξης του 45%. Με τη βοήθεια του ΜΗΡ, αυτό το ποσοστό μπορεί να φέρει το ποθητό για το ΑΚΡ ποσοστό του 50%-55%.

Πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρίας ερευνών MetroPOLL δείχνει ότι το 49.9% του κοινού εγκρίνει και το 36.9% δεν εγκρίνει τους χειρισμούς του Ερντογάν

Η δεύτερη βασική ευκαιρία που δίνει αυτή η συγκυρία στο ΑΚΡ είναι η αδυναμία και ο κατακερματισμός της αντιπολίτευσης. Παρά τις ενστάσεις, το ΑΚΡ και το ΜΗΡ κατάφεραν να περάσουν τον νέο εκλογικό νόμο, ο οποίος επιτρέπει τις εκλογικές συμμαχίες, την τοποθέτηση κυβερνητικών αξιωματούχων για την επίβλεψη των εκλογικών σημείων, τον έλεγχο της ψηφοφορίας από τις δυνάμεις ασφαλείας, την μετακίνηση των καλπών για λόγους ασφαλείας, και την καταμέτρηση ασφράγιστων ψηφοδελτίων.

Η «Λαϊκή Συμμαχία» του ΑΚΡ με το ΜΗΡ ήρθε ως αποτέλεσμα αυτού του νέου νόμου. Μέχρι στιγμής τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και Καλό Κόμμα (İyi Parti), δεν έχουν καταφέρει να βρουν κοινό έδαφος συνεργασίας. Το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσενέρ έχει αποσχιστεί από το ΜΗΡ ως αντίδραση στην συνεργασία του τελευταίου με το ΑΚΡ και με τη φιλοδοξία να αναλάβει κάποιον κεντρικό ρόλο στην τουρκική πολιτική σκηνή. Προς το παρόν το Καλό Κόμμα δεν φαίνεται να έχει κάποια ιδιαίτερη δυναμική στις δημοσκοπήσεις, με τα ποσοστά του να κυμαίνονται μεταξύ 6% και 18%. (Υπενθυμίζουμε ότι το εκλογικό όριο για είσοδο στη Βουλή είναι το 10%). Συνεπώς, αν και έχει πιθανότητες να μπει στη Βουλή, το Καλό Κόμμα δεν κρίνεται από μόνο του αντάξιος αντίπαλος της συμμαχίας ΑΚΡ-ΜΗΡ. Το CHP λαμβάνει παραδοσιακά και αμετάκλητα το ποσοστό του 25%.

Οι προεδρικές θα αποδειχθούν ενδεχομένως πιο περίπλοκες, με μια εκλογική διαδικασία δύο γύρων να είναι το επικρατέστερο σενάριο. Η Ακσενέρ έχει εξαγγείλει ήδη την υποψηφιότητά της (εφόσον μαζέψει τις απαιτούμενες 100 χιλιάδες υπογραφές). Σε περίπτωση υποστήριξής της από το CΗΡ στον δεύτερο γύρο οι πιθανότητες νίκης της θα αυξηθούν κατακόρυφα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι με το ΑΚΡ συστρατεύονται μικρότερα ισλαμιστικά/εθνικιστικά κόμματα (π.χ. το Κόμμα Μεγαλύτερης Ενότητας, BBP) με την ελπίδα να πάρουν θέσεις στη νέα βουλή, ενώ απέναντι στον Ερντογάν τοποθετείται το μικρό ισλαμιστικό κόμμα Saadet. Πάντως, πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρίας ερευνών MetroPOLL δείχνει ότι το 49.9% του κοινού εγκρίνει και το 36.9% δεν εγκρίνει τους χειρισμούς του Ερντογάν. Κάτι που φανερώνει ότι ο «αντι-ερντογανισμός» δεν είναι απαραίτητα ένα τόσο δημοφιλές ρεύμα.

Σε ό,τι αφορά το φιλο-κουρδικό Κόμμα Δημοκρατίας του Λαού (HDP), θα είναι δύσκολο –αλλά όχι αδύνατο– να ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 10%. Με τον ηγέτη του, Σελαχατίν Ντεμιρτάς στη φυλακή και τις διώξεις που έχουν δεχτεί οι βουλευτές του τα εμπόδια είναι πολλά. Αν όμως τα καταφέρει, θα καταστεί πιο δύσκολο για τον συνασπισμό ΑΚΡ-ΜΗΡ να ελέγξει την βουλή.

Παράγοντες νίκης

Όπως αναφέρθηκε, οι δυνατότητες που παραχωρεί ο νέος εκλογικός νόμος στην κυβέρνηση δίνουν προβάδισμα στη «Λαϊκή Συμμαχία» και στον Ερντογάν. Επιπλέον, η κυβέρνηση ΑΚΡ έχει τρεις τακτικές που χρησιμοποιεί για να κάμψει τον εκλογικό ανταγωνισμό: α) η καλπονοθεία ή ο εκφοβισμός των ψηφοφόρων ιδιαίτερα στις κουρδικές περιοχές της νοτιο-ανατολικής Τουρκίας, που είναι υπό τον δρακόντειο έλεγχο του κράτους. β) Τα εμπόδια που βάζει στα αντιπολιτευτικά κόμματα (και ιδιαίτερα στο Καλό Κόμμα) για τη λήψη χρηματικών κονδυλίων ή περιουσιακών στοιχείων, και γ) η πλήρως ελεγχόμενη μηχανή των ΜΜΕ και της προπαγάνδας από το ΑΚΡ και η καταστολή των αντιδρώντων.

Από αυτή την άποψη η είσοδος του HDP στη Βουλή καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη, αν και οι Κούρδοι διατηρούν την εναλλακτική να κατέλθουν ως ανεξάρτητοι, όπως έπρατταν και στο παρελθόν. Δύσκολη θα είναι και η προσπάθεια του Καλού Κόμματος για συσπείρωση ψήφων από διάφορα κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα της αριστερής άκρης του πολιτικού φάσματος, δεδομένου ότι η δεξιά υπερκαλύπτεται από το ΑΚΡ και το ΜΗΡ. Και αυτό πάρα τις τεράστιες επικοινωνιακές προσπάθειές του να παρουσιαστεί ως ένα κεντρο-δεξιό, κοσμικό κόμμα, για έλκυση συντηρητικών αλλά και δημοκρατικών ψηφοφόρων. Εξάλλου το παρελθόν του είναι ακροδεξιό.

Η προεκλογική και η επόμενη μέρα

Για το πώς θα εξελιχθεί η περίοδος μέχρι τις τουρκικές εκλογές και πώς θα διαμορφωθεί η συμπεριφορά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπάρχουν δύο βασικά σενάρια. Πρώτον, αν η αντιπολίτευση παραμείνει κατακερματισμένη (δηλαδή το CHP και το Καλό Κόμμα δεν βρουν κοινό έδαφος συνεργασίας) και η οικονομία δεν κατρακυλήσει ακόμα περισσότερο, τότε πιθανότατα να μη δούμε περισσότερες περιπέτειες στη Συρία. Ωστόσο, η ένταση στο Αιγαίο, δεδομένου ότι μένει στα ίδια διαχειρίσιμα επίπεδα, θα παραμείνει περίπου η ίδια. Με το όποιο ατύχημα να είναι πάντα ένα ενδεχόμενο.

Όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, η ήττα του Ερντογάν φαίνεται ένα μάλλον δύσκολο σενάριο. 

Δεύτερον, αν η κατάσταση της οικονομίας επιδεινωθεί ή/και υπάρξει υποψία σύμπραξης μεταξύ CHP και Καλού Κόμματος, η κυβέρνηση ενδέχεται να κλιμακώσει τις εντάσεις πρώτα στην Ανατολική Μεσόγειο (ιδιαίτερα στο Αιγαίο) και, σε δεύτερο χρόνο, στο μέτωπο της Συρίας. Υπέρ της κυβέρνησης θα λειτουργήσει επίσης η οποιαδήποτε δραστηριότητα του κουρδικού PKK η οποία θα της δώσει την ευκαιρία να εντείνει την εθνικιστική ρητορική και την αντι-κουρδική της πολιτική.

Όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, η ήττα του Ερντογάν φαίνεται ένα μάλλον δύσκολο σενάριο. Η πιθανή επανεκλογή του θα σηματοδοτήσει εξελίξεις τόσο σε εσωτερικό όσο και σε εξωτερικό επίπεδο οι οποίες θα έχουν ένα βασικό, κοινό χαρακτηριστικό: τον αναθεωρητισμό. Στο εσωτερικό ο Ερντογάν πρόκεται να εντείνει την εκ των άνω κοινωνική του μηχανική για αναδιάρθρωση του κρατικού μηχανισμού, συντηρητικοποίησης της χώρας και αποκαθήλωσης του Κεμαλισμού σε όλα τα επίπεδα. Στο εξωτερικό, η πολιτική του αναμένεται να γίνει πιο περιπετειώδης και αναθεωρητική. Όπως γίνεται μετά από κάθε εκλογική διαδικασία, ο Ερντογάν θα θεωρήσει ότι έχει λαϊκή νομιμοποίηση και «λευκή επιταγή» για τις δράσεις που ο ίδιος θα αποφασίσει να αναλάβει στο εξωτερικό. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αξιώσεις και επιβουλές του θα ενισχυθούν στο τρίγωνο Αιγαίο - Κύπρος - Μέση Ανατολή (ιδιαίτερα στη Συρία, ίσως και στο Ιράκ). Μια άμεση αντίδραση πιθανόν να είναι και η έναρξη νέων επιχειρήσεων στη Συρία εναντίον των Κούρδων, είτε στη Μαπίτζ, είτε ανατολικά του Ευφράτη. Ταυτόχρονα θα επιδιώξει να παίξει ρόλο και στην καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους και άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων στη Συρία.

Εν κατακλείδι, ο πρώτος χρόνος που θα ακολουθήσει τις εκλογές του Ιουνίου, δεδομένης μιας επανεκλογής του Ερντογάν, θα δώσει και τα πρώτα, πιο ξεκάθαρα στίγματα για τον συνολικό ιδεολογικό και διεθνή προσανατολισμό της χώρας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ