Κοσμος

H Φρειδερίκη στη Νότια Κορέα πριν από πολλά χρόνια

Όταν τα νήπια στη Νότια Κορέα μου τραγούδησαν το «Φεγγαράκι μου λαμπρό»

68239-151630.jpg
Βασίλης Πεσμαζόγλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
notia-korea-pesmazogloy.jpg
© Chung Sung-Jun / Getty Images / Ideal Image

Ο Βασίλης Πεσμαζόγλου θυμάται ένα ταξίδι στη Νότια Κορέα και την Ελληνίδα νηπιαγωγό Φρειδερίκη με τους υπέροχους μαθητές της.

Μέσα Μαρτίου, η αδελφή του Βορειοκορεάτη ηγέτη διαμήνυσε στο νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ «να προσέχει». Λίγες μέρες αργότερα, η Β. Κορέα εκτόξευσε δύο βαλλιστικούς πυραύλους, επιδεικνύοντας την ισχύ και τις διαθέσεις της. Το δε τελευταίο Foreign Affairs ευλόγως καταγίνεται με το ζήτημα. 

Με όλα αυτά, ο νους μου πάει στα παλιά και μακρινά.
Τον πόλεμο της Κορέας δεν τον θυμάμαι. Ήμουν αγέννητος στην αρχή, επωαζόμενος στη μέση, νεογέννητος στο τέλος. Θα μάθαινα αργότερα πως υπήρξε σημαδιακός, εναρκτήριο λάκτισμα του Ψυχρού Πολέμου.

Τη Βασίλισσα Φρειδερίκη τη θυμάμαι ως μία αρκούντως έντονη παρουσία στην εγχώρια σκηνή. Δε μου ήταν ιδιαίτερα συμπαθής, ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Ευλόγως πηγαίνει ο νους σας στο 1965, στα Ιουλιανά. Αλλά όχι. Δίχως τότε να το υποψιάζομαι, πρωτοτυπούσα: η αντιπάθειά μου προς τη μοναρχία ήταν αποτέλεσμα της γαλλικής μου παιδείας (άνευ θρησκευμάτων). Πώς να συμπαθείς τους ανά τον κόσμο άνακτες, αν έχεις διδαχθεί τα περί διαφωτισμού και γαλλικής επανάστασης; Για τον Ροβεσπιέρο, που καραδοκούσε, θα μάθαινα αργότερα…

Φθινόπωρο 1987, πέταξα από την Ταϊβάν στην Κορέα - τη Νότιο, εξυπακούεται. Ήταν στο πλαίσιο μιας υπόθεσης ντάμπινγκ, που αφορούσε εξαγωγές ινών στην Ευρώπη σε πολύ χαμηλές τιμές (βλ. άρθρο μου περί Ταϊβάν). Μετά από ένα δεκαήμερο καθημερινών επίπονων διαβουλεύσεων και, κυρίως, υπολογισμών με τη βοήθεια αριθμομηχανών, βρέθηκα να έχω ελεύθερο το πρωινό μου, προτού πετάξω πίσω στην έδρα μου στις Βρυξέλλες. Και είπα να περιηγηθώ ως τουρίστας την πρωτεύουσα Σεούλ. Ο δρόμος μου με έφερε σε ένα μεγάλο κεντρικό πάρκο, όπου έμπαινες πληρώνοντας ένα εντελώς συμβολικό εισιτήριο: όπως απεδείχθη, άξιζε τα λεφτά του. Με το παραπάνω. Δεν αναφέρομαι μόνο στην ησυχία, μακριά από την βουή της μεγαλούπολης. Ούτε στα παλιά ξύλινα κτίρια, που θύμιζαν Ιαπωνικά περίπτερα, σαν αυτά που είχα δει σε ταινίες του Κουροσάβα. Ούτε στα δέντρα που, καθώς ενέσκηπτε χειμώνας, οι κορμοί τους είχαν τυλιχθεί με προστατευτικά υφάσματα- κάτι σαν κουβερτούλες. Η μεγάλη ατραξιόν, όπως θα αποδεικνυόταν,  ήταν το νηπιαγωγείο. 
Κάθισα σε ένα παγκάκι να ξεκουραστώ, χαζεύοντας τα κορεατάκια με τις δύο νηπιαγωγούς, η μία εκ των οποίων ήταν ομολογουμένως καλλονή. Λίγο μετά, δυο τρία παιδάκια με πλησίασαν με δέος και περιέργεια, για να μου προσφέρουν καραμέλα (μία έκαστο). Ευχαριστούσα χαμογελώντας αμήχανα και ενώνοντας τις παλάμες μου σε μια χειρονομία που θεωρούσα ότι γειτνιάζει στο απω-ανατολικού τύπου «ευχαριστώ» (ορθώς ή εσφαλμένα, ακόμη αναρωτιέμαι). 
Κάποια στιγμή, ακολούθησε η νηπιαγωγός – όχι η καλλονή, σπεύδω να διευκρινίσω. Με ρώτησε σε κάτι λειψά αγγλικά, συνοδευόμενα από χειρονομίες, από πού είμαι. Δεδομένου ότι είχα ήδη διαπιστώσει ότι ελάχιστοι κορεάτες (τότε τουλάχιστον) γνώριζαν έστω και στοιχειωδώς αγγλικά και ότι οι περισσότεροι ξένοι εκεί ήταν Αμερικάνοι, περιορίστηκα στην απάντηση «Not American. European». 

Ο επιμένωννικά. Η επιμένουσα, εν προκειμένω. Η δε περιέργεια δεν σκότωσε τη γάτα, αλλά αντιθέτως απέδωσε απρόσμενους καρπούς. «Where Europe?» συνέχισε αυτή. Σκεφτόμενος ότι η εξειδίκευση του «European» μάλλον αποτελούσε άσκηση ματαιότητας, της απάντησα Greece. «Έλληνας;! Κι εγώ ελληνορθόδοξη! Με λένε Φρειδερίκη!» βροντοφώναξε ενθουσιασμένη σε σχεδόν άπταιστα ελληνικά η νηπιαγωγός. Και μεμιάς κατευθύνθηκε στα νήπια: τα κάλεσε να πλησιάσουν τον ουρανοκατέβατο γιγαντιαίο επισκέπτη, για να τραγουδήσουν ομαδικά. «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Στα Ελληνικά, προφανώς.
Τσιμπιόμουν. 

Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Αφήνοντας τα σχιστομάτικα παιδάκια στην (ωραία) συνάδελφό της και διευκρινίζοντας ότι το νηπιαγωγείο υπάγεται στην τοπική Ορθόδοξη εκκλησία, η Φρειδερίκη με παρέσυρε έξω από το πάρκο, με πονηρούς σκοπούς: μπήκαμε σε ένα ταξί με κατεύθυνση τον εν λόγω ιερό ναό. Ένα εικοσάλεπτο αργότερα, καθώς πλησιάζαμε, δεν δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω: ήταν σα να πήρες μια άχαρη εκκλησία της ελληνικής επαρχίας και να τη φύτεψες στη Σεούλ. Μόνη διαφορά, στο εσωτερικό, η σαφώς ευμεγέθης κολυμβήθρα - για ευνόητους λόγους. 

Το πρόγραμμα περιλάμβανε, ως κορωνίδα, επίσκεψη στον πατέρα Δημήτριο. Μου άνοιξε η καθ’ όλα Ελληνίδα μαυροντυμένη αδελφή του και, με το καλημέρα, με ρώτησε πώς πίνω τον καφέ μου, συμπληρώνοντας ότι έχει και ωραίο γλυκό νεραντζάκι. Εντελώς οικείο και συνάμα σουρεαλιστικό σκηνικό βίζιτας, σκεφτόμουν περιμένοντας τον ιερέα. Ο οποίος απεδείχθη διαόλου (ή αγγέλου) κάλτσα: κατάλαβε αμέσως τα περί ντάμπινγκ, μου εξήγησε δε ότι ιστορικά, η ρωσικής επίδρασης ορθόδοξη εκκλησία της Κορέας πέρασε στην κηδεμονία της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1917. Εν κατακλείδι, με οδήγησε στην αποθήκη του οικήματος, όπου είδα πλήθος εκμαγείων αγαλμάτων του αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας: είχαν μεταφερθεί στη Σεούλ λόγω Ολυμπιακών αγώνων. Και (ελληνοπρεπώς) είχαν ξεμείνει. 

Ν. Κορέα και Ταϊβάν, βίοι παράλληλοι – και όχι μόνον ως προς την πρόσφατη επιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Ιστορικά σφραγίστηκαν από τη μεγάλη μεταπολεμική σύγκρουση καπιταλισμού και κομμουνισμού, είχαν δικτατορικά καθεστώτα που σταδιακά εκδημοκρατίστηκαν, απογειώθηκαν οικονομικά μέσω ενός καλοσχεδιασμένου εξωστρεφούς αναπτυξιακού μοντέλου (Ασιατικές τίγρεις). Σήμερα δε, υπό αμερικανική ομπρέλα προστασίας, προσπαθούν να διαχειριστούν τα επικίνδυνα υπολείμματα μιας παλιάς σύγκρουσης: η μία ζώντας με τον διαρκή φόβο να μην την καταπιεί η παντοδύναμη πλέον Κίνα, η άλλη γειτονεύοντας με ένα απρόβλεπτο απομεινάρι σταλινισμού – φτωχό αλλά πάνοπλο.
Τα παιδάκια θα έχουν πλέον μεγαλώσει, οι νηπιαγωγοί θα έχουν γεράσει. Τους εύχομαι τα καλύτερα. Με θυμούνται άραγε;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ