- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Το ξυπόλητο σύννεφο
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έχει τα τελευταία χρόνια εφεύρει ένα συγγραφικό είδος μόνος του: ένα είδος μυθιστορήματος που αναφέρεται στην αρχαία Αθήνα, αλλά εμπεριέχει συνεχείς δοκιμιακές παρεκβάσεις, κομμάτια από αρχαία βιβλία, πολλά περάσματα στο σήμερα, επιγραμματικό κατά τόπους στιλ γραφής, φιλοσοφία, και πολλή πολλή ειρωνεία προς όλους: αρχαίους, νέους, βυζάντιο (το παίρνει κι αυτό η μπάλα), ανθρώπους, θεούς και –ιδίως– τον εαυτό του ως συγγραφέα. Αν ό,τι έγραψα ακούγεται βαρύ, είναι δικό μου το λάθος: πρόκειται για ένα αμάλγαμα εξόχως επιτυχημένο και ευκολοδιάβαστο, ακόμα κι από κάποιον που δεν ξέρει τίποτα για την εποχή.
«Το ξυπόλητο σύννεφο» (εκδ. Ωκεανίδα), έστω κι αν φέρνει στο νου το «Σύννεφο με παντελόνια» του Μαγιακόφσκι, είναι ο ξεπαπούτσωτος Σωκράτης, που ακόμα και στη μάχη είχε επιμείνει να πολεμήσει ξυπόλητος. Όσο για το «σύννεφο», αυτό έχει να κάνει (και) με τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη. Έτσι, ήδη από τον τίτλο, ο συγγραφέας έχει δώσει τα δύο βασικότερα στοιχεία που οριοθετούν το νέο του μυθιστόρημα: δυο αντίπαλες μορφές του λόγου: την επιστήμη και την τέχνη, τη φιλοσοφία και την κωμωδία, τον Σωκράτη και τον Αριστοφάνη.
«Σε μια οργανωμένη πολιτεία όπως ήταν η αρχαία Αθήνα», λέει ο συγγραφέας, «υπήρχε ο δημόσιος χώρος, κατατετμημένος με σαφήνεια. Εδώ η Πνύκα, για την πολιτική λειτουργία της εκκλησίας του Δήμου. Εδώ η Αγορά, για την εμπορική και συναλλακτική λειτουργία. Ο Παρθενώνας, για τη θρησκευτική. Το Θέατρο του Διονύσου, για την τελετουργική και καλλιεργητική. Το Γυμνάσιο, για τη σωματική, δηλαδή για τη διάπλαση των πολεμιστών. Όλα ταχτοποιημένα. Εμφανίζεται ξαφνικά ο Σωκράτης και τ’ ανακατεύει όλα. Πάει στην Πνύκα και δεν μιλάει. Πάει στο Γυμνάσιο και προσπαθεί ν’ ασκηθεί, αλλά θα πρέπει να ήταν πολύ αστείος με την κεφάλα και το περίεργο κορμί του. Πάει στην Αγορά, αλλά δεν πουλάει τίποτα. Και τι κάνει; Ανοίγει συζητήσεις, με όλους και για όλα. Ο Σωκράτης σπάει την ταχτοποιημένη τοπολογία, γίνεται ά-τοπος. Ο Αριστοφάνης αποφασίζει να του δώσει έναν τόπο. Ο τόπος είναι η κωμική σκηνή. Και η κωμωδία είναι οι “Νεφέλες”».
Το βιβλίο του Θεοδωρόπουλου ξεκινάει το δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 430 π.Χ., χρονιά που πεθαίνει ο Περικλής από το μεγάλο λοιμό. Κορύφωσή του είναι το θεατρικό ανέβασμα («διδασκαλία») των «Νεφελών» το 423, όπου ο Σωκράτης σατιρίζεται ανηλεώς (το έργο παρουσιάζεται αναλυτικά –και συγχρόνως κριτικά– προς χάρη του αναγνώστη). Το βιβλίο κλείνει με το θάνατο του Σωκράτη, το 399 π.Χ.
Πώς συνδέονται αυτά μεταξύ τους; «Είναι απλό» λέει ο συγγραφέας. «Όλο το κατηγορητήριο για τη δίκη και καταδίκη του Σωκράτη είχε πρωτοαναφερθεί εν είδει σάτιρας στην κωμωδία αυτή: διαφθορά των νέων, εισαγωγή καινών δαιμονίων και ασέβεια προς τους θεούς. Και στην ίδια την απολογία του ο Σωκράτης ξεκινάει λέγοντας πως δεν τον φοβίζουν οι τρεις κατήγοροί του τόσο, όσο ο κωμωδιογράφος. Ο Αριστοφάνης δηλαδή, παρότι υπήρξε συνδαιτημόνας και ακροατής της φιλοσοφίας του στο “Συμπόσιο”».
Πώς σχολιάζεται αυτή η σύγκρουση; «Πρόκειται για δυο ανθρώπους με αίσθημα ευθύνης, που άρθρωναν δημόσιο λόγο χωρίς υπεκφυγές και με την υπογραφή τους. Ήταν σύγκρουση πνευματικών γιγάντων, που ο καθένας είχε τα δίκια του. Είναι αλήθεια πως ο Σωκράτης κατασυκοφαντήθηκε από τον Αριστοφάνη, δεν ήταν απατεώνας. Από την άλλη, δεν πρέπει να διέφερε και πολύ από ένα ψώνιο, που ’λεγε εξυπνάδες με κοφτερό λόγο. Ο κωμωδιογράφος τον σατίρισε, γιατί αυτό ήταν ο δικός του δημόσιος τρόπος, έτσι έκανε πνευματικό διάλογο, με τα μέσα της κωμωδίας. Ήθελε ζωντανούς ήρωες, αντιληπτούς από τους θεατές. Μην ξεχνάμε ότι ο Αριστοφάνης πήρε την κωμωδία από τον Κρατίνο σε κατάσταση βαριετέ-τουρλουμπούκι και την έκανε έργο περιωπής, με αρχή, μέση και τέλος. Δεν ήταν πια απλοϊκό λαϊκό θέατρο. Πάντως στις “Νεφέλες”, όταν αρχίζει η σύγκρουση Δίκιου - Άδικου Λόγου, ο Αριστοφάνης έχει τη λεπτότητα να βγάλει τον Σωκράτη από τη σκηνή». Και ίσως η αντίθεση της κωμωδίας και της φιλοσοφίας να μην είναι τόσο έντονη, όσο αρχικά φαίνεται: αμφότερες στο να ξεχνιούνται οι Αθηναίοι από τον πόλεμο δεν στοχεύανε;
Όμως, γιατί συνεχώς η αρχαία Αθήνα, κύριε Θεοδωρόπουλε; «Γιατί οι καλύτεροι διανοητές και συγγραφείς που θαύμαζα και μ’ επηρεάσανε, σ’ αυτήν είχαν τις αναφορές τους. Η δουλειά μου δεν διαφέρει και πολύ από τη δουλειά του αρχαιολόγου. Ο αρχαιολόγος ερευνά την τοπογραφία και συμπληρώνει τα κενά με φαντασία. Το ίδιο κάνω κι εγώ». Έτσι, ο συγγραφέας φαντάστηκε ότι οι θεοί στέλνουν ένα δαίμονα στο Σωκράτη, που τον τσιγκλάει συνεχώς, ώστε εκείνος να τους κάνει άνω κάτω «να μπερδεύονται και να ξεχνάνε τα χάλια τους» (λοιμός, πείνα, αρρώστιες, θάνατοι, ήττες). Αυτός ο δαίμονας είναι που αφηγείται, μιλώντας μάλιστα στο σημερινό συγγραφέα σε δεύτερο πρόσωπο – κορυφαίο εύρημα του βιβλίου: διπλός, κατά κάποιον τρόπο, αφηγητής.
Αυτός, λοιπόν, ο οινεί διπλός αφηγητής είναι μια πολύ καλή βάση για τη χρήση της ειρωνείας, σ’ ένα στιλ παρεκτεταμένου καβαφικού ιστορισμού, επισημαίνω. Απάντηση: «Η ειρωνεία είναι μια πλάγια ματιά στον κόσμο. Αυτό παραμορφώνει τα πράγματα». Και γι’ αυτό πραγματικός πρωταγωνιστής φαίνεται μάλλον ο Αριστοφάνης, παρά ο Σωκράτης. Από την άλλη, δεν υπάρχει μόνο σατιρικό στοιχείο, αλλά και λογική οργάνωση: τα πορτρέτα των επιμέρους ηρώων (Ασπασία, Περικλής, Αθηνά, Ποσειδώνας, Άρης, ο Ήφαιστος, Αλκιβιάδης, Κλέων, Κρίτων, Σωφρονίσκος, Κριτίας, Πλάτωνας κ.λπ.) ή ορισμένες ομαδοποιήσεις προσώπων προϋποθέτουν χρήση καθαρής διαιρετικής λογικής.
Το «Ξυπόλητο σύννεφο» δεν έχει πλοκή με την κυρίως έννοια του όρου. Θ’ απογοητεύσει εξίσου αναγνώστριες γυναικείας λογοτεχνίας, ακαδημαϊκούς του βαρέος φιλοσοφικού λόγου και αρχαιομανείς ελληναράδες. Διαβάζοντάς το, ο απαιτητικός αναγνώστης θα μάθει πολλά πράγματα για την τοτινή αθηναϊκή ζωή, θα διεξέλθει μια τριακονταετία απολαμβάνοντας ένα παιγνιώδες γράψιμο που θυμίζει Κάρολ ή Τουέιν, θα εκτιμήσει τις κινηματογραφικού τύπου συνδέσεις (ρακόρ) μεταξύ των κεφαλαίων και θα δει πώς ένα έργο τέχνης μπορεί να είναι ποιοτικό και συγχρόνως «λαϊκό», με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου. Άρα το ότι ο Θεοδωρόπουλος προαναγγέλει και σίκουελ, στην τελευταία του φράση, δύσκολα θα εκληφθεί σαν απειλή, μάλλον σαν ευφρόσυνη υπόσχεση μοιάζει.