6930-15932.jpg
Μυθιστορημα

Ευτυχισμένος θάνατος

Ο «Ευτυχισμένος θάνατος» γράφτηκε στην Αλγερία μεταξύ του 1936 και του 1938, δηλ. συγχρόνως με την «Καλή και την ανάποδη» και τους «Γάμους», αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Καμί (1960). Εν πολλοίς πρόκειται για μια εργασία-προσχέδιο του «Ξένου» (1942) – ο ήρωας και εδώ ονομάζεται Μερσό. Συγχρόνως προοικονομεί το συνδυασμό μυθοπλασίας και δοκιμιακής γραφής, που χαρακτηρίζει εν γένει το έργο του Γαλλοαλγερινού στοχαστή.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο διακριτά κεφάλαια. Το πρώτο έχει τον τίτλο «Φυσικός θάνατος» και το δεύτερο «Ο συνειδητός θάνατος».

Η αφήγηση ξεκινά μ’ ένα φόνο. Ο Μερσό σκοτώνει τον πάμπλουτο πλην όμως ανάπηρο Ζαγραίο –ή αλλιώς τον ορφικό Διόνυσο, η ελληνική μυθολογία είναι πανταχού παρούσα στο έργο του Καμί– και κλέβει τα χρήματά του. Στη συνέχεια μαθαίνουμε τι οδήγησε τον Μερσό στο έγκλημα. Παρακολουθούμε το μικροαστό εμποροϋπάλληλο Μερσό στην ανιαρή καθημερινότητά του, μαθαίνουμε για τη σχέση του με τη Μάρθα, που ήταν πρώην ερωμένη του Ζαγραίου.

Στα επόμενα πέντε κεφάλαια ο Μερσό ταξιδεύει στην Πράγα –στην εβραϊκή συνοικία του Κάφκα–, στη Βιέννη και αλλού, κι έπειτα επιστρέφει μέσω Ιταλίας στο Αλγέρι. Ο ίδιος μας λέει ότι δεν νιώθει ευτυχισμένος χωρίς τον ήλιο. Η διαρκής αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας είναι εξάλλου το κύριο θέμα σε τούτο το βιβλίο. Το πώς δηλαδή «να ζήσει κανείς ευτυχισμένος έτσι ώστε ακόμα κι ο θάνατος να είναι ευτυχισμένος» – δεν θυμίζει λίγο τις παραβολές που αφηγήθηκε ο Σόλων στον Κροίσο;

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο Μερσό αναζητά το χαμένο χρόνο. Αυτόν που του στέρησε η μικροαστική προέλευσή του. Στο δεύτερο μέρος βιώνει τον κερδισμένο χρόνο. Ταξιδεύει, ζει μετά σ’ ένα κοινόκοινόβιο με τρεις γυναίκες κι έπειτα διάγει μια καθόλα ασκητική ζωή. «Χρειάζεται χρόνο για να ζήσει κανείς. Όπως κάθε έργο τέχνης έτσι και η ζωή απαιτεί να τη σκέφτεσαι» – ας μη λησμονιέται ότι μέχρι τουλάχιστον τη ρήξη του με τον Σαρτρ, ο Καμί λογίζεται ως υπαρξιστής.  

Η πλοκή είναι σκόπιμα αργή. Υπερβολικά ίσως. Η αφήγηση σε σημεία ασθμαίνει. Ο συγγραφέας Καμί δεν έχει κατακτήσει ακόμη το ύφος του. Σε σχέση με τον επίσης αργό «Ξένο», του λείπει το νεύρο. Σαν να υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στα επιμέρους κεφάλαια – ίσως γι’ αυτό ο συγγραφέας να το κράτησε στο συρτάτι του όσο ζούσε.

Αυτό που έχει κυρίως ενδιαφέρον στον «Ευτυχισμένο θάνατο» είναι ότι στις σελίδες του ανιχνεύεται σπερματικά ένα θέμα που έμελλε ν’ αναδειχθεί ως κεντρικό στο φιλοσοφικό σύμπαν και το έργο του στοχαστή Καμί: ο εξεγερμένος άνθρωπος. Αυτός που οφείλει να τρώγεται συνέχεια με τα ρούχα του.

Σελ. 69: «Και στη μεγάλη απόγνωση που τον πλημμύριζε, ο Μερσό ένιωθε καθαρά ότι η εξέγερση ήταν το μόνο αληθινό πράγμα μέσα του και όλα τα υπόλοιπα αθλιότητα και ψέμα».

Σελ. 84: «Όλα όμως στριφογύριζαν στο κεφάλι του. Δεν παράγγειλε τίποτα, το ’βαλε απότομα στα πόδια, έτρεξε μέχρι το ξενοδοχείο και ρίχτηκε στο κρεβάτι του. Ένα δυνατό σούβλισμα τρυπούσε τον κρόταφό του. Η καρδιά άδεια, το στομάχι σφιγμένο, η εξέγερσή του ξυπνούσε».

Ο «Επαναστατημένος άνθρωπος» απέχει πια μια δεκαπενταετία

Αλμπέρ Καμί, μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 176