Flâneur
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, η φωνή της Α.V. στη Θεσσαλονίκη και διευθυντής του Soul, σε μια free style συνέντευξη με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο “Flâneur”
Πολλά χιλιόμετρα. Στο χαρτί, στον αέρα, στο δρόμο. Δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός, flâneur. Παιδί μιας μικρής πόλης, συναρμολογεί κείμενα που μιλούν για μεγαλουπόλεις, για ανοιχτούς ορίζοντες, για βόλτες με αυτοκίνητα, για νυχτερινές πτήσεις. Περιπλανιέται σε λογοτεχνικά κείμενα, σε μουσικά σύμπαντα, παρατηρεί τον κόσμο. Μιλάει για θρυλικούς ήρωες, για στιγμές που σου κόβουν την ανάσα, για κορίτσια με φορεματάκια extra small, για εποχές που χάθηκαν, για αστικούς μύθους, για ζόρικα κόλπα, για νύχτες ηλεκτρισμένες, για ευδαιμονικά καλοκαίρια, για ανέμελες ζωές. Κάτι παίζει εδώ πέρα, το νιώθεις αμέσως. Διαβάζεις και κοφτερές εικόνες σχηματίζονται στη γιγαντοοθόνη του μυαλού σου, διακτινίζεσαι σ’ ένα γνωστό-άγνωστο πλανήτη, δραπετεύεις. Well done, mate!
Είσαι παιδί των πόλεων; Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, αλλά μέχρι τα 18 ζούσα στην Ξάνθη. Ήταν η εποχή πριν το ίντερνετ, οπότε όλα ήταν άλλο. Με το “Heroes” του Μπόουι φαντασιωνόμουν το Βερολίνο. Με τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ αλήτευα στη Νέα Υόρκη. Η Ξάνθη ήταν μικρή πόλη, πεπερασμένη, είχα μόνιμα την αίσθηση-σιγουριά πως η πραγματική ζωή μού είχε δώσει ραντεβού πέρα από τη γέφυρα του ποταμού Νέστου. Στα 18 πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα πως η Θεσσαλονίκη ήταν μητρόπολη και πως στην ουσία από εδώ θα ξεκινούσε το κοντέρ μου να γράφει. Μετά ξενιτεύτηκα ακόμα μακρύτερα, ένιωθα στα αεροδρόμια όπως στο παιδικό μου δωμάτιο: ασφάλεια και θαλπωρή. Διαλέγω να αυτοπροσδιορίζομαι σαν παιδί της μητρόπολης, επομένως, χωρίς να απεμπολώ ούτε να κρύβω όμως την επαρχιώτικη καταγωγή μου. Θέλω να ζω στις mega cities, το διάλεξα, όπως τη μάρκα του τσιγάρου μου. Τις αγαπώ. Γιατί μπορείς να υπάρχεις όπως θέλεις. Να εφευρίσκεις ακόμα και κάθε μέρα ένα καινούργιο παιχνίδι, ένα νέο εαυτό.
Η δική σου εκδοχή της Θεσσαλονίκης είναι άλλοτε αστραφτερή και άλλοτε βρόμικη. Τι από τα δύο διαλέγεις; Ας ορίσουμε τη βρομιά: τζάνκια και άστεγοι στο Ναυαρίνο, τοίχοι ξέχειλοι από αφίσες-πάρτι στη Βαλαωρίτου, νέφος σαν μολυσματικό ροδοπέταλο να αιωρείται πάνω από το Κορδελιό, «γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της, είναι παράξενη αυτή η πόλη» κατά Αγγελάκα. Ας ορίσουμε την αστραφτερή εκδοχή της Θεσσαλονίκης: φωτισμένα καράβια, Σκαμπαρδώνης, Άνω Πόλη, το βλέμμα των αδέσποτων σκυλιών όπως βολοδέρνουν στα πεζοδρόμια της Κορομηλά, ο ζωγράφος Βαγγέλης Πλοιαρίδης, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σε μια μπάρα, «Και το βράδυ, μόλις φως θα πέσει, θα διαλέξω τι θα βάλω, να ’χω ρέντα να γουστάρω» κατά Xaxakes. Δεν μπορώ να διαλέξω. Υπάρχουν μέσα μου, υπάρχω μέσα τους.
Τα ταξίδια είναι η δική σου απάντηση στην (ελληνική) μιζέρια; Άτιμο πράμα η νεοελληνική μιζέρια. Στο Τορόντο σκέφτηκα να ζητήσω πολιτικό άσυλο εξαιτίας της. Πέρασε από το μυαλό μου να κάνω ακόμα και απεργία πείνας, αν μου το αρνούνταν. Να σηκώσω πανό που θα έγραφε «αφήστε με να ζήσω εδώ για πάντα, μη με στείλετε πίσω. Εκεί έχει μόνο χρεοκοπημένες πολιτικές συνειδήσεις και απατεώνες, σκυλάδικα και Big Brother, τρικλοποδιές και μικροψυχίες». Το σκέφτηκα όμως καλύτερα και επέστρεψα. Μαζί με τη συμμορία μου έπρεπε να τα πολεμήσουμε και να τα ανατρέψουμε όλα αυτά, ώστε στο επόμενο ταξίδι μας να μη νιώθουμε φτωχοί συγγενείς, αλλά πολίτες του σύμπαντος προς άγρα και αναζήτηση νέων ουτοπιών.
Πού κρύβεται η αληθινή ζωή; Στην παραζάλη των πόλεων ή στις μυρωδιές της εξοχής; Αν θέλω να μυρίσω εξοχή, πάω μια βόλτα στα Λουλουδάδικα και ρίχνω τη μύτη μου σε ένα μπουκέτο από ολάνθιστα τριαντάφυλλα. Στη μαγευτική Τσαγκαράδα, όμως; Παίχτηκε ο «Μαχαιροβγάλτης» του Οικονομίδη; Υπάρχει μπαρ που ο dj γκαζώνει με Suicide; Η αληθινή ζωή βρίσκεται στην παραζάλη των πόλεων, όπως λες. Και τα ολάνθιστα λουλούδια στις εξοχές και τα νεκροταφεία. Από το άρωμα και τη θέα των αγρών προτιμώ την καμινάδα της Τιτάν και τον Πύργο Τηλεόρασης του Βερολίνου.
Κλαις ποτέ και γιατί; Έκλαψα όταν πέθανε ο Τζο Στράμερ και κλαίω από μέσα μου κάθε φορά που ο Δεληβοριάς είτε στο ράδιο είτε λάιβ τραγουδάει το «Χάλια». Έκλαψα στο τέλος της «Χώρας προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, γιατί γενικώς είμαι αγόρι ευσυγκίνητο κι έμαθα να μην κρύβω τα δάκρυά μου και να τα αφήνω να ρολάρουν ποταμάκια. Κλαίω και από τα γέλια, όμως. Κάθε φορά που βλέπω στη σκηνή τον Διογένη Δασκάλου να μιμείται τη μάνα του και με τον Λεάνη στον Sport FM όταν τους κοροϊδεύει όλους. Τελευταία φορά έκλαψα προχθές με ένα διήγημα από το τελευταίο βιβλίο του Χωμενίδη και ήρωα τον τύπο που ένα πρωί τού δραπέτευσε το πέος κι έφαγε όλο τον κόσμο για να το βρει.
Σε τι Θεό πιστεύει το Soul; Είμαστε δωδεκαθεϊστές, αλλά με τον τρόπο μας: δημιουργία, λέξεις, εικόνες, urbania, ήρωες, αισθητική, μόδα, ήχοι, design, τέχνη, ουσία, περιπέτεια.
Κρατάς ημερολόγιο; Κάθε βδομάδα. Εκεί έξω στα κόκκινα σταντ, όπου η ιστορία της ζωής μου και της πόλης μου ανταμώνει με τις ιστορίες της Athens Voice.
Ποιο από τα ταξίδια σου νοσταλγείς; Όλα, και γι’ αυτό ξαναφεύγω. Χονγκ Κονγκ, Ορεστιάδα, Μέξικο Σίτι, Μαγιόρκα, Σαμοθράκη, Πουκέτ, Κως, Παρίσι, Βαρκελώνη, Κίσσαβος, Σρι Λάνκα, Αμβέρσα, Ρίο, Πλαταμώνας, «γιατί ο δρόμος είν’ αλήθεια, χίλια κι ένα παραμύθια, είναι το σπίτι μας, δεν έχει τέλος», Παύλος Παυλίδης, τρελός flâneur επίσης από όσο γνωρίζω.
Ποιον/α αγαπάς; Τους ήρωες της σελίδας 7 του βιβλίου μου. Και καμιά ντουζίνα ακόμα, που όμως δεν είναι της παρούσης, και ίσως τα ονόματά τους καλό είναι να τα ξέρουμε μόνο εγώ κι αυτοί.
Τελικά πες μου, αισθάνεσαι ένας flâneur ή έχεις βρει την πατρίδα σου; Δεν αισθάνομαι flâneur, γιατί πατρίδα μου είναι οι φίλοι μου, το κορίτσι μου και ο γιος μου. Απλώς διασχίζουμε τη ζωή δανειζόμενοι, όπως οι ηθοποιοί για τις ανάγκες του ρόλου τους, τη στάση του flâneur, για να ερμηνεύσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τη ζωή στο/στα άστυ/άστεα. Περιπατητές, περιηγητές, ανθολόγοι γειτονιών, σκηνών, αεροδρομίων, πόλεων, έρωτα, γραμμάτων, τεχνών και αγώνων.
Flâneur, Στέφανος Τσιτσόπουλος, Εικονογράφηση: Πέτρος Νικόλτσος , εκδ. Ιανός