Trending Now

Happy Halloween αλά ελληνικά: ιστορίες που μας προκάλεσαν ανατριχίλα

Στείλτε μας κι εσείς τις δικές σας! 

A.V. Team
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στείλτε μας τη δική σας ιστορία στο info@athensvoice.gr και μπορεί να τη δείτε δημοσιευμένη!


Η ιστορία με το ρολόι

Της Κατερίνας Βνάτσιου

Την έχω τόσες πολλές φορές διηγηθεί και σε τόσους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, που έχω την εντύπωση ότι αυτή η ιστορία έχει καταλήξει κάτι σαν αστικός μύθος. Αλλά σίγουρα είναι ό, τι πιο τρομακτικό έχω ζήσει.

Περίπου έξι χρόνια πριν, αποφασίσαμε με τον φίλο μου Κ. να μείνουμε μαζί στο σπίτι της γιαγιάς του και πατρικό του πατέρα του.  Το σπίτι μεγάλο, φωτεινό, σε κεντρικό σημείο, ήταν υπέροχο. Είχε μόνο ένα μικρό προβληματάκι. Παρόλο που η γιαγιά μας είχε αφήσει ήδη από τη δεκαετία του '80, κανείς ποτέ δεν πείραξε τα πράγματά της. Το σπίτι είχε παραμείνει κλειστό για 30 χρόνια, χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή αλλαγή στο εσωτερικό του. Μιλάω για ταπετσαρίες με ξεθωριασμένα ροζ λουλουδάκια στους τοίχους, έπιπλα αγορασμένα τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, πορσελάνινα μπιμπελό και όλα τα ρούχα της γιαγιάς τακτοποιημένα μέσα σε μια θεόρατη ξύλινη ντουλάπα που έτριζε. Άνοιγες την πόρτα και βρισκόσουν στη δεκαετία του '60.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό της Φίνος Φιλμς αρχίσαμε να μένουμε, περνώντας ατέλειωτες μέρες καθαρίζοντας, πακετάροντας και πετώντας πράγματα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, όλη η διάθεση ξεκαθαρίσματος του χαμού, μας έπιανε μεταμεσονύκτιες ώρες. Ήταν μία και μισή το βράδυ όταν ο Κ. κατέβασε εκείνο το προπολεμικό ρολόι από τον τοίχο.

Ήταν ένα εκκρεμές τοίχου από ξύλο καρυδιάς, που σχημάτιζε υπέροχα σχέδια στην κάτω του πλευρά. Ο Κ. το κούρδισε, το ρολόι ξεκίνησε το νοσταλγικό του τικ-τακ, κι εγώ έφερα το ξεσκονόπανο. Ο Κ. άρχισε να το καθαρίζει και το ρολόι εξακολουθούσε το γουργουρητό του (τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ). Ώσπου κάποια στιγμή ο Κ. είπε μια πολύ απλή φράση: «Κατερίνα, κράτα το μια στιγμή να πάω στην τουαλέτα». Με το που το ακούμπησα όμως, το ρολόι έκανε ένα εκκωφαντικό ΝΤΙΙΙΝ-ΝΤΑΑΑΝ και...όλα τα φώτα μέσα στο σπίτι έσβησαν.

Έμεινα σύξυλη με το χέρι πάνω στο ρολόι να κοιτάζω το απόλυτο σκοτάδι και να κάνω αυτή τη σκέψη: «Εντάξει, δεν θα βγούμε ζωντανοί από εδώ». Τότε ο Κ. είπε με τρεμάμενη φωνή: «Εεε...Πάμε μια βόλτα;». Σκουντουφλώντας στον δρόμο προς την πόρτα, περάσαμε δίπλα από τον ηλεκτρικό πίνακα και προσπαθήσαμε να ανεβάσουμε τον γενικό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το ρεύμα είχε πέσει σε ολόκληρο το τετράγωνο.

Πεταχτήκαμε έξω όπως ήμασταν (και αυτό συμπεριλαμβάνει τις παντόφλες) και αρχίσαμε να κόβουμε βόλτες μέχρι που καταλήξαμε σε ένα παγκάκι. Ο Κ. έλεγε ότι ήταν απλά μια σύμπτωση, εγώ ότι αποκλείεται να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί μέσα (και κουνούσα τις ροζ παντόφλες-γουρουνάκια μου σε έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της Αθήνας).

Μετά από κανένα δίωρο με έπεισε, επιστρέψαμε στη γειτονιά και διαπιστώσαμε ότι το ρεύμα είχε επανέλθει. Μπήκαμε στο σπίτι και βρήκαμε το ρολόι σταματημένο. Για το υπόλοιπο βράδυ το κλειδώσαμε σε ένα δωμάτιο και την επόμενη μέρα πήρε πόδι. Δεν το ξαναείδα ούτε το ακούμπησα ξανά από τότε.

Μπορεί πράγματι να ήταν μια σατανική σύμπτωση. Όμως σκέφτομαι τώρα ότι ζούμε 6 χρόνια σε αυτό το σπίτι και πότε, ούτε καν μία φορά, δεν έχει ξαναπέσει ο γενικός.


«Mάλλον δεν θα μάθω ποτέ τι πραγματικά ήταν, και καλύτερα»

Της Ελένης Μπεζιριάνογλου

Οφείλω να ομολογήσω ότι ανέκαθεν θεωρούσα τις τρομακτικές ιστορίες χαζομάρες. Κάθε φορά που κάποιος φίλος μου έλεγε ότι κάλεσε πνεύματα, ότι κουνήθηκαν πράγματα μόνα τους ή ότι είδε φάντασμα με έπιαναν τα γέλια. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύω σε μεταφυσικές δραστηριότητες, οι οποίες πιθανόν να εξηγούνται επιστημονικά. Άλλωστε βιώνω περισσότερο από συχνά το διάσημο «deja vu» και αυτή την ενοχλητική αίσθηση ότι βρίσκεται και κάποιος άλλος στο δωμάτιο (ενώ είμαι μόνη μου έτσι;). Ποτέ δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία σε κανένα από τα δύο βέβαια μέχρι που μου συνέβη το εξής, ολίγον τι ανατριχιαστικό, περιστατικό. Δύο φορές.

Ήταν ένα βράδυ παντελώς συνηθισμένο και κοιμόμουν στο εξίσου παντελώς συνηθισμένο κρεβάτι μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα γιατί δίψαγα και σηκώθηκα να πάω στην κουζίνα για νερό. Δεν είχα προλάβει να φτάσω στην πόρτα του δωματίου μου, όταν ένιωσα έντονα την ανάγκη να κοιτάξω πίσω. Σαν να με φώναξε κάποιος. Γύρισα, κοίταξα προς το κρεβάτι και προς με μεγάλη μου έκπληξη με είδα ξαπλωμένη εκεί, να κοιμάμαι. Η μορφή μου ήταν κάπως θολή, σαν να με κάλυπτε μια αμυδρή λάμψη, σαν περίγραμμα.

Μέχρι να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς έβλεπα, ένιωσα ένα δυνατό σοκ, σαν να με ταρακούνησε κάποιος και ξύπνησα τρομαγμένη στο κρεβάτι μου. Η πρώτη μου (λογική) σκέψη ήταν ότι έβλεπα απλώς ένα όνειρο, όμως η αίσθηση ότι για λίγα δευτερόλεπτα απομακρύνθηκα από το σώμα μου ήταν πολύ έντονη. Μάλλον δεν θα μάθω ποτέ τι πραγματικά ήταν. Μάλλον καλύτερα. Μπρρρ.


«Κορίτσια είστε εδώ;»

Της Καρολίνας Νιαμονιτάκη

Ενώ η αλήθεια είναι πως λατρεύω τις τρομακτικές ιστορίες, ή μάλλον την «ιεροτελεστία» τους, αυτό που καθόμαστε όλοι μαζί στην παρέα, κοντά κοντά, στο σκοτάδι ακούγοντας διηγήσεις μέχρι να μας σηκωθεί η τρίχα, ωστόσο δεν είχα κάποια προσωπική εμπειρία. Η μόνη διήγηση που έχω να κάνω αγγίζει τα όρια της κωμικοτραγικότητας. Στην ηλικία των 17, γυρνάω σπίτι ένα καλοκαιρινό βράδυ Σαββάτου, ξέροντας πως το σπίτι είναι άδειο επειδή η μητέρα μου έλειπε για το τριήμερο ήδη από την προηγουμένη.

Έχουμε μπει κανένα μισάωρο στο σπίτι και ενώ έχουμε προσεγγίσει την κουζίνα ψαχουλεύοντας στην προσπάθεια να ικανοποιήσουμε την υπογλυκαιμία μας, τα φώτα όλου του σπιτιού σβήνουν αφήνοντας μας στο απόλυτο σκότος. Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε ακούγεται η κλειστή μπαλκονόπορτα του σαλονιού να ανοίγει και το αίμα μας παγώνει. Έχουμε μείνει εγώ και η φίλη παγωτό, με παγωτίνια στα χέρια να κοιταζόμαστε δίχως να κουνιέται ούτε βλέφαρο για μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα μέχρι που ο ήχος βημάτων από το παρκέ του σαλονιού, ο οποίος ολοένα μας πλησίαζε μας κάνει να αρπάξουμε ότι υπάρχει μπροστά μας -στην προκειμένη περίπτωση ένα βρώμικο τηγάνι και ένα γυάλινο μπουκάλι κρασί- για να αμυνθούμε και να μην πέσουμε αμαχητί.

Τα βήματα να πλησιάζουν  και εμείς να τρέμουμε ακίνητες περιμένοντας το επερχόμενο τέλος μας, μέχρι την στιγμή που εμφανίστηκε η σιλουέτα του «εκτελεστή» μας και πριν προλάβουμε να διακρίνουμε στο σκοτάδι το οτιδήποτε, ακούγεται: «Κορίτσια είστε εδώ; Έπεσε το ρεύμα;» με την φωνή της μητέρας μου.

Οι εξηγήσεις ήταν περιττές νομίζω.  


Η λευκοντυμένη κυρία και ο αόρατος κλέφτης

Της Μαρίας Αλεξίου

Δεν είναι ακριβώς τρομακτικές οι ιστορίες μου, ούτε ανεξήγητες (το πιθανότερο είναι ότι υπάρχει κάποια επιστημονική εξήγηση). Πάντως υπάρχουν δυο πράγματα που με ανατριχιάζουν πολύ όταν τα σκέφτομαι.

Το πρώτο συνέβαινε όταν ήμουν παιδί: έβλεπα συνεχώς μπροστά μου μια συγκεκριμένη γυναίκα ντυμένη στα λευκά,  ξανθιά, λαμπερή και χαμογελαστήΤην έβλεπα πάντως παντού όμως πάντα σε εξωτερικό χώρο: στο δρόμο, στην αυλή του σχολείου, έξω από το σούπερ μάρκετ. Πάντα ήταν φωτεινή, με κοίταζε και μου χαμογελούσε. Δεν με τρόμαζε, αντίθετα ήταν μια πολύ ζεστή παρουσία. Καθώς μεγάλωνα αραίωνε τις εμφανίσεις της, μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς εκεί κοντά στα δέκα μου χρόνια. Ακόμη όμως την θυμάμαι και μπορώ να την περιγράψω λεπτομερέστατα. . Η γιαγιά μου έλεγε ότι είναι ο άγγελος μου, εγω που δεν είμαι θρήσκα υποθέτω ότι ήταν αποκύημα της παιδικής μου φαντασίας.

Το δεύτερο είναι αρκετά τρομακτικό. Πριν λίγα χρόνια κοιμόμουν με το αγόρι μου και ξαφνικά ξύπνησα στη μέση της νύχτας από μια περίεργη αίσθηση. Ακόμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοίταξα έξω απ’το μπαλκόνι και τότε πάγωσε το αίμα μου: κάποιος ήταν εκεί, τον έβλεπα πεντακάθαρα. Με φοβερό τρόμο και χαληλή φωνή ξύπνησα το αγόρι μου, σε απόλυτο πανικό, δείχνοντας του τον άντρα αυτόν του οποίου φαινόνταν μόνο το περίγραμμα μιας και το πατζούρι ήταν κατεβασμένο με τέτοιο τρόπο που έβλεπες καθαρά μέσα από τις γρίλιες. Ήταν από τα πιο τρομακτικά δευτερόλεπτα της ζωής μου.  Το αγόρι μου αμέσως πετάχτηκε απ’το κρεβάτι και το πρώτο πράγμα που έκανε (πολύ κακή ιδέα) ήταν να σηκώσει το πατζούρι, μιας και δεν έβλεπε τίποτα από πίσω.

Για να μην τα πολυλογώ φυσικά και δεν υπήρχε κανείς εκεί, το πιθανότερο είναι ότι το είδα στον ύπνο μου. Πάντως η όλη ιστορία κατέληξε σε ωραιότατο, μεταμεσονύχτιο σεξ.


Αυτή τη φορά τα βήματα στη σοφίτα δεν ήταν ιδέα μου

… και μου είχαν πει να μη βλέπω πολλά βραζιλιάνικα

Της Ηρώς Παρτσακουλάκη

Αλλά εγώ εκεί. Δεν άκουγα κανέναν. Όλο το δημοτικό το πέρασα μαζί με την Ταλία. Σταθερά, κάθε μεσημέρι μετά το σχολείο έπιανα θέση μπροστά στην τηλεόραση για να δω ότι προλάβω πριν γυρίσει η μαμά. Με μάλωνε λίγο που έβλεπα «αυτές τις αηδίες». Τελικά όμως πιστεύω ότι είχε δίκιο και σε αυτό γιατί παρόλο που διέσωσα αρκετά από τα εγκεφαλικά μου κύτταρα, η φαντασία μου επλήγη ανεπανόρθωτα. Δηλαδή αφέθηκε υπερβολικά ελεύθερη να πλάθει τρομακτικά σενάρια με ένα βραζιλιάνικο και μεξικάνικο touch.

Για να μην κακολογώ αδίκως την Αριάδνα Ταλία Σόντι Μιράντα (ευρέως γνωστή ως Ταλία) θα πρέπει να ομολογήσω ότι όλα ξεκίνησαν από μία άλλη σειρά της οποίας δε θυμάμαι τον τίτλο. Εκεί πάντως γινόταν και πάλι ο κακός χαμός με πολλά πρόσωπα σε κάποιο ράντσο, αλλά το spooky στοιχείο ήταν η ύπαρξη ενός δολοφόνου που κρυβόταν σε κάποιο από τα δεκάδες δωμάτια της έπαυλης. Αυτό ήταν, μου μπήκαν ιδέες. Ενώ λοιπόν απέφευγα τον επάνω όροφο του σπιτιού,  ένα βράδυ αναγκάστηκα να τον επισκεφτώ μόνη.

Ήταν Σάββατο βράδυ, οι γονείς μου είχαν βγει κι εγώ άκουγα τα «γνωστά» πατήματα του δολοφόνου. Τα αγνόησα για λίγο προσπαθώντας να στρέψω το μυαλό μου σε κάτι άλλο. Λέω ιδέα μου θα ναι, αλλά κάποια στιγμή τα βήματα έγιναν πολύ πραγματικά, πήγαιναν πάνω κάτω και ήμουν σίγουρη ότι αυτή τη φορά δεν ήταν ο αέρας που έμπαινε από ένα παράθυρο δημιουργώντας θορύβους. Μάλλον η φαντασία μου είχε αρχίσει να με καταδιώκει. Παρά τον μέγα φόβο του δολοφόνου, που πίστευα ακράδαντα ότι κρύβεται στο σπίτι, φτάνω τρέμοντας τη σκάλα και ανεβαίνω στη σοφίτα. Τώρα τα βήματα είχαν σταματήσει, αλλά κάτι ακουγόταν στο δωμάτιο, σαν κάποιος να τακτοποιεί αντικείμενα. Τώρα ήμουν σίγουρη, μπορεί να πέθαινα από φόβο, αλλά ήξερα ότι ο δολοφόνος υπάρχει, είναι μέσα στο σπίτι και τώρα πρέπει να τον αντιμετωπίσω.

Ανοίγω το φως, αλλά θυμάμαι αμέσως ότι σήμερα το πρωί άκουσα τη μαμά μου να λέει ότι κάηκε η λάμπα και κανείς δεν είχε προλάβει να την αλλάξει. Δε βλέπω τίποτα και ξαφνικά ακούω πάλι τα βήματα, η πόρτα ανοίγει, κάποιος τρέχει, κάτι πέφτει και τρέχω κι εγώ. Νιώθω όμως ότι δεν κινούμαι. Κυριολεκτικά παγώνω, συνεχίζω να κατευθύνομαι προς την σκάλα, κάπου σκοντάφτω και ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Δε θυμάμαι καλά τα υπόλοιπα, μόνο τον θείο μου που μόλις τον είδα πήγα να λιποθυμήσω από ανακούφιση.

Καλά άκουγα και τα βήματα και τους θορύβους και όλα. Ο θείος μου είναι ο καλύτερος στα ηλεκτρολογικά και όσο κοιμόμουν είχε έρθει για να αλλάξει τη λάμπα… Μέσα στο σκοτάδι έψαχνε τα εργαλεία του και μόλις με άκουσε έτρεξε να με βρει, γι’ αυτό η αναστάτωση που άκουγα. Τελικά δολοφόνος μπορεί να μην υπήρχε, αλλά τον τρόμο εκείνης της νύχτας μου πήρε χρόνια να τον ξεπεράσω κι από τότε πάντα διστάζω να ανέβω μόνη μου στο επάνω πάτωμα του σπιτιού.