Βιβλιο

Η τελειότητα στα social media και το χρυσό κλουβί στην πραγματική ζωή

Ο Βιντσέντζο Λατρόνικο ξεγυμνώνει τη ζωή πίσω από τα φίλτρα και το ψηφιακό lifestyle μιας ολόκληρης γενιάς

Ελισάβετ Παπαδοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βιβλίο «Η τελειότητα» του Βιντσέντζο Λατρόνικο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia

«Η τελειότητα» του Βιντσέντζο Λατρόνικο (εκδόσεις Loggia) βρίσκεται στη βραχεία λίστα του βραβείου Βooker. Είναι ολιγοσέλιδο (μόλις 136 σελίδες). Πρωταγωνιστούν ο Τομ και η Άννα. Γεννήθηκαν στην Ιταλία, ζουν στο Βερολίνο. Επάγγελμα digital creators. Είναι εκπρόσωποι μιας γενιάς και ενός συγκεκριμένου οικονομικοκοινωνικού στρώματος των οποίων τα επαγγέλματα (αν και είναι μεταφράσιμα) προσδιορίζονται μόνο στα αγγλικά, με τίτλους όπως web developer, graphic designer, online brand strategist, frond-end developers, copy writers. O Τομ και η Άννα έχουν τη δυνατότητα να ζουν και να εργάζονται από οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Είναι οι λεγόμενοι ψηφιακοί νομάδες.

Η αλήθεια τους βρίσκεται στη φράση «ζούσαν δυο ζωές. Υπήρχε η απλή πραγματικότητα και υπήρχαν και οι εικόνες». Διάλεξαν ζωή από τις εικόνες. Και μάλιστα από τις τέλειες εικόνες, τις ινσταγκραμικές. Έτσι, το βιβλίο αρχίζει με έξι κουραστικές σελίδες, στις οποίες περιγράφεται ένα ινσταγκραμικής τελειότητας σπίτι, το οποίο τους υπόσχεται την τέλεια ζωή. Στις επόμενες κιόλας σελίδες αρχίζει να αποδομείται η τελειότητα του τέλειου σπιτιού, καθώς κανένα σπίτι δεν παραμένει τέλειο όταν αρχίζει να κατοικείται. Γεμίζει άπλυτα, σκόνη, ακαταστασία, πεταμένα ρούχα, κλειδιά, καλώδια, γυαλιά, χαρτομάντιλα, οι αστραφτερές επιφάνειες γεμίζουν λαδιές, τα φυτά ξεραμένα φύλλα.

Ο Τομ και η Άννα, στο Βερολίνο όπου ζουν, ανήκουν σε μια κοινότητα, ένα δίκτυο, ένα πλέγμα σχέσεων, με όλους αυτούς των οποίων τα επαγγέλματα προσδιορίζονται, επίσης, στα αγγλικά. Οι σχέσεις τους προκύπτουν από το γεγονός ότι όλοι τους διαβάζουν τα ίδια πολιτιστικά και λαϊφστάιλ άρθρα, είναι γραμμένοι στο ίδιο newsletter που καταγράφει εγκαίνια μουσείων και γκαλερί, στις οποίες συχνάζουν ακόμα κι όταν δεν τους ενδιαφέρει η τέχνη -αφού οι γκαλερί είναι κυρίως κοινωνικό κέντρο-, επίσης όλοι τους είναι ενήμεροι για τις νέες αφίξεις στη νυχτερινή διασκέδαση ή τη γαστρονομία. Οι φιλίες τους είναι εύκολες, αλλά ταυτόχρονα επισφαλείς. Δεν είναι βέβαιος ο καθένας από αυτούς για το πόσο καιρό θα παραμείνει στην ίδια πόλη. Είναι συνηθισμένο να εξαφανίζεται κάποιος, είτε γιατί δεν του ανανέωσαν το μισθωτήριο, είτε γιατί είχε αποδεχθεί μια δουλειά στην πατρίδα, είτε επειδή είχε αποφασίσει να κατέβει στον νότο. Οι σχέσεις τους έχουν την αίσθηση της προσωρινότητας και δομούνται σε δημόσιες εκδηλώσεις. Αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι οι φίλοι τους δεν είναι ακριβώς φίλοι, αφού «δεν μπορούν να φανταστούν πως θα ζητήσουν βοήθεια από αυτούς τους φίλους σε περίπτωση ανάγκης», και σύντομα διαπιστώνουν ότι ανάμεσά τους δεν υπάρχει κάποιος που να κάνει μια δουλειά όπως καθηγητής σχολείου, γιατρός, ζαχαροπλάστης, χημικός.

Οι ώρες εργασίας τους είναι ατελείωτες, από την άποψη ότι περνάνε σχεδόν τη ζωή τους ολόκληρη μπροστά στο λάπτοπ. Τις ώρες που δουλεύουν, συνηθίζουν να αφήνουν ανοιχτά τα «παράθυρα» στην οθόνη του λάπτοπ, απ’ όπου εκατοντάδες εικόνες ορμούν σαν τυφώνας. Βίντατζ ρούχα, άγρια ζώα, μια σαλάτα κέιλ, βομβαρδισμένες πόλεις, ένα πάρτι φίλων, δεν υπήρχε διαχωριστικό ανάμεσα στις πολιτικές ειδήσεις, σε όλα τα άλλα και στην εργασία τους. Με όλα αυτά ξελογιάζονταν, ξεχνούσαν τη δουλειά τους, ήταν κι εκείνος ο ενθουσιασμός που τους έκανε να σταματάνε κάθε είκοσι δευτερόλεπτα για να δουν τη συσσώρευση από like στην ανάρτηση που μόλις είχαν κάνει. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα τούς έβρισκε η νύχτα και ντρέπονταν για τις ώρες που είχαν περάσει στο λάπτοπ, όμως δεν γινόταν αλλιώς, τα λάπτοπ όλων των φίλων τους τα σάρωνε ο ίδιος τυφώνας. Αν οι ίδιοι έκλειναν τα παράθυρα, θα έμεναν εκτός του κόσμου τους. Οι τυφώνες ενημέρωσης ήταν απαραίτητοι στη ζωή που διάλεξαν να κάνουν.

Ταυτόχρονα και καθώς ο καιρός περνούσε, έβλεπαν το Βερολίνο να μεταμορφώνεται. Άρχισαν όλοι οι άδειοι χώροι να χτίζονται και να εξαφανίζονται μέρη όπως «το πολιτιστικό κέντρο όπου ηλικιωμένοι Έλληνες έπαιζαν χαρτιά, που τώρα φιλοξενούσε το κεντρικό κατάστημα μιας μάρκας γιαπωνέζικων snikers». Την ίδια στιγμή «Παντού ξεφύτρωναν γκουρμέ χαμπουργκεράδικα», καφέ για τα οποία γράφονταν άρθρα «με σχολαστική ακρίβεια για το επίπεδο καβουρδίσματος των χαρμανιών», ενώ γκαλερί τέχνης άνοιγαν παντού «διατηρώντας ειρωνικά τις επιγραφές των παλαιοπωλείων και των τσαγκαράδικων που είχαν εκδιώξει». Παλαιότεροι κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν και στη θέση τους να έρχονται νεότεροι και πιο εύποροι. Αποτέλεσμα; Μια κοινωνικοπολιτιστική ομογενοποίηση που βαφτίστηκε gentrification, ή εξευγενισμός. Μια λέξη που πρώτοι την έμαθαν όσοι ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό που συνέβαινε. Ο Τομ και η Άννα κατάλαβαν ότι τροφοδοτούσαν αυτό το πρόβλημα αλλά επιδερμικά, όπως ένας καπνιστής καταλαβαίνει ότι το τσιγάρο τον βλάπτει. Το κατάλαβαν στο πετσί τους, μόνο όταν το πρόβλημα χτύπησε τους ίδιους. Οι φίλοι τους, δηλαδή το δίκτυό τους άρχισε να αραιώνει όταν τα ενοίκια εκτοξεύτηκαν τόσο ψηλά που δεν μπορούσαν να τα πληρώσουν. Τη θέση τους πήραν εύποροι τεχνοκράτες. Η ολοένα ταχύτερη μεταμόρφωση της πόλης στράφηκε τελικά ενάντια σε κείνους που την έθρεψαν.

Κι όταν ο Τομ και η Άννα αποφάσισαν να μετεγκατασταθούν στον νότο προκειμένου να βρουν την αυθεντικότητα, διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχει αυθεντικότητα πουθενά. Πήγαν σε ψαροχώρια μα δε βρήκαν ψαράδες, ούτε ηλικιωμένους στα καφενεία, μόνο παρκαρισμένα suv μπροστά σε ξενοδοχεία μπουτίκ. Παρ’ όλα αυτά κατάφεραν οι φωτογραφίες που ανέβαζαν στο ίνσταγκραμ να μοιάζουν σαν στιγμιότυπα μιας ιδανικής ζωής. Μόνο οι ίδιοι ήξεραν πόσο δυστυχισμένοι ήταν τη στιγμή που φωτογραφίζονταν.

Βιντσέντζο Λατρόνικο © Wikimedia Commons