- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
«Χωρίς Φίλτρα»: Αποκλειστική προδημοσίευση
Το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Βασίλη Παπαθεοδώρου, «Χωρίς Φίλτρα» (248 σελίδες, Εκδόσεις Bell), κυκλοφορεί στις 3 Οκτωβρίου
Δυο ιστορίες κακοποίησης, χειραγώγησης και ψυχολογικής έντασης που αναδεικνύουν ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας: την καταστροφή της ανηλικότητας
Το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα του Βασίλη Παπαθεοδώρου, «Χωρίς Φίλτρα», κυκλοφορεί στις 3 Οκτωβρίου από τις Εκδόσεις Bell. Διαβάστε παρακάτω ένα απόσπασμα — μια αποκλειστική προδημοσίευση για την A.V.:
1999
Το βανάκι σταμάτησε απότομα κι η Μάμα έσβησε τη μηχανή. Βγήκε έξω, άνοιξε τη συρόμενη πόρτα και σκούντησε το κορίτσι, που ακόμα ήταν κουκουλωμένο με την κουβέρτα.
«Έλα, Σόνια, φτάσαμε», της είπε, αλλά αυτή είχε ήδη ξυπνήσει από τα τραντάγματα της διαδρομής. Το βανάκι είχε μπει σε χωματόδρομο και το ανώμαλο έδαφος την είχε αποσπάσει από τα όνειρά της. Ο φόβος είχε επιστρέψει, αν και πιο αδύναμος τώρα.
Βγαίνοντας η Σόνια από το όχημα είδε, από τους προβολείς του που έφεγγαν, πως βρισκόταν κάπου μέσα σε δάσος. Ή μήπως δεν ήταν κανονικό δάσος; Η βλάστηση πάντως γύρω της ήταν πολύ πυκνή, ενώ το μέρος όπου είχε σταματήσει το αμάξι ήταν ένα οικόπεδο, με συρματόπλεγμα γύρω γύρω. Το οικόπεδο ήταν διάσπαρτο με παλιά πράγματα, κουτιά, κασόνια, λάστιχα, κι έδινε μια εντύπωση εγκατάλειψης. Στη μέση περίπου βρισκόταν ένα μικρό σπίτι, κακοφτιαγμένο μάλλον, αλλά που έκανε τη Σόνια να αισθανθεί κάπως πιο ασφαλής. Η Μάμα έσβησε τους προβολείς κι οδήγησε το κορίτσι στο σπίτι.
«Και όπως είπαμε. Από δω και μπρος είσαι η Σόνια». Το κορίτσι ένευσε φοβισμένα. Της φαινόταν παράξενο να έχει άλλο όνομα.
Μέσα στο σπίτι ήταν ζεστά. Το ίδιο το οίκημα εσωτερικά ήταν όσο φτωχικό φαινόταν κι απέξω. Παλιά έπιπλα, φθαρμένα και γρατζουνισμένα τα περισσότερα, τοίχοι που οι σοβάδες τους είχαν πέσει, ενώ οι ξυλοσανίδες που χώριζαν τον χώρο ήταν τρύπιες σε αρκετά σημεία. Το μοναδικό σχετικά καινούριο αντικείμενο ήταν η τηλεόραση.
«Παιδιά, από σήμερα στην οικογένειά μας έχουμε ένα καινούριο μέλος, τη Σόνια».
Το κορίτσι, ακούγοντας τη λέξη «οικογένεια», έφερε στο μυαλό της τους γονείς της και κρατήθηκε για να μη δακρύσει. Η Μάμα είχε απευθυνθεί σε δυο αγόρια, που κάθονταν σε έναν παλιό καναπέ κι έβλεπαν τηλεόραση. Και οι δύο ήταν πολύ αδύνατοι. Ο πιο μικροκαμωμένος είχε κάπως σχιστά μάτια, ήταν κοντοκουρεμένος και φορούσε μια ξεφτισμένη φανέλα κι ένα σορτσάκι που είχε ποτίσει από λαδιές. Είχε φέρει το γόνατο στο πιγούνι του κι έπαιζε με τα δάχτυλα των ποδιών του. Ο μεγαλύτερος είχε πιο φαρδύ πρόσωπο, μαλλιά ανακατωμένα, με κάποιες τούφες να πέφτουν στο μέτωπό του, και φορούσε ένα κοντομάνικο μπλουζάκι κι ένα γαριασμένο παντελόνι φόρμας. Τα ρούχα του είχαν τρύπες. Και τα δύο αγόρια κάπνιζαν κι έπιναν, ενώ φαίνονταν απορροφημένοι από την τηλεόραση που, εκείνη την ώρα, έδειχνε διαφημίσεις.
Η Μάμα είχε απευθυνθεί σε δυο αγόρια, που κάθονταν σε έναν παλιό καναπέ κι έβλεπαν τηλεόραση. Και οι δύο ήταν πολύ αδύνατοι. Ο πιο μικροκαμωμένος είχε κάπως σχιστά μάτια, ήταν κοντοκουρεμένος και φορούσε μια ξεφτισμένη φανέλα κι ένα σορτσάκι που είχε ποτίσει από λαδιές
«Σόνια, από δω τα καινούρια σου αδέλφια. Ο Πιοτρ…» είπε η Μάμα κι έδειξε τον μεγαλύτερο, «κι ο Μπόγκνταν». Τα αγόρια κοίταξαν αδιάφορα το κορίτσι, δεν είπαν κουβέντα και ξανάστρεψαν το βλέμμα τους στην τηλεόραση. «Ο Πιοτρ είναι περίπου δεκατεσσάρων, ο Μπόγκνταν λίγο μικρότερος, αλλά κανείς δεν ξέρει ακριβώς», είπε η Μάμα ολοκληρώνοντας τις συστάσεις και το κορίτσι προσπάθησε να χαμογελάσει. Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρουν την ηλικία τους; Δε γιόρταζαν γενέθλια;
Τα αγόρια συνέχισαν να μην της δίνουν σημασία. Ο Μπόγκνταν, ο πιο μικρός, ύψωνε τα φρύδια, ανοιγόκλεινε νευρικά τα μάτια του και, πού και πού, έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις τινάζοντας τα χέρια. Παρόλο που έβλεπε τηλεόραση, δίπλα του είχε ένα μικρό φορητό ραδιόφωνο που κάθε τόσο το έφερνε στο αυτί του για να ακούσει μουσική. Ίσιωνε την κεραία και, όταν έπιανε κάποιο σταθμό χωρίς παράσιτα, έκανε κάποιες χορευτικές κινήσεις, έτσι, καθισμένος στον καναπέ, και στρεφόταν στον Πιοτρ, πειράζοντάς τον και τσιγκλώντας τον, προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του.
«Παράτα με», του απαντούσε εκείνος άψυχα, καρφωμένος με απλανές βλέμμα στην τηλεόραση, ενώ σήκωνε και το χέρι του σαν να έδιωχνε κάποια μύγα. Μπροστά από τον καναπέ, στο τραπέζι, βρίσκονταν δυο ποτήρια με ποτό και ένα τασάκι με δυο τσιγάρα που κάπνιζαν.
Η Σόνια κάθισε σε μια καρέκλα. Ήταν πολύ επιφυλακτική, αρκετά φοβισμένη, αλλά τουλάχιστον είχε ένα μέρος να μείνει. Της φαινόταν πολύ παράξενο που αυτά τα παιδιά κάπνιζαν και έπιναν, δεν είχε δει ποτέ της κάτι τέτοιο, παιδιά να καπνίζουν και η μητέρα τους να τα αφήνει. Η Μάμα γύρισε στην κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό. Η μέσα πόρτα άνοιξε και ένας άντρας εμφανίστηκε.
Της φαινόταν πολύ παράξενο που αυτά τα παιδιά κάπνιζαν και έπιναν, δεν είχε δει ποτέ της κάτι τέτοιο, παιδιά να καπνίζουν και η μητέρα τους να τα αφήνει
«Κι από δω ο Πάπα», είπε η Μάμα στη Σόνια χωρίς να κοιτάξει, «αυτοί είμαστε όλοι».
Η Σόνια είδε έναν άντρα μεγαλύτερο από τον μπαμπά της –άλλωστε κι η Μάμα ήταν πιο μεγάλη από τη μαμά της. Ο άντρας φορούσε φθαρμένες πιτζάμες και παντόφλες, η πάνω πιτζάμα ανοιχτή, να φαίνεται μια φανέλα. Ο Πάπα ήταν παχουλός, τα μαλλιά του αραιά.
«Καλώς την», είπε αυτός με ένα χαμόγελο, που της Σόνια δεν της άρεσε και πάρα πολύ. Τα δόντια του ήταν στραβά και κάποια έλειπαν. Μια κλωστή από σάλιο ένωνε το πάνω σαγόνι με το κάτω. Όμως ένα χαμόγελο παραμένει πάντα χαμόγελο, έτσι δεν είναι; «Τι γλυκό κορίτσι, σαν πριγκίπισσα», πρόσθεσε ο Πάπα κι η Σόνια προσπάθησε να του χαμογελάσει κι αυτή.
Τα αγόρια στράφηκαν για λίγο προς τον Πάπα, σε εγρήγορση, ένα βλέμμα σχεδόν απορημένο, σαν να περίμεναν να τους δώσει κάποια οδηγία. Σαν να έπρεπε να κάνουν κάτι, αλλά δεν ήξεραν τι. Αυτός τους ένευσε με το χέρι σαν να τα καθησύχαζε, ότι δεν έτρεχε τίποτα. Ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους.
Εκείνη τη στιγμή, από το μέσα δωμάτιο, μπήκε μια γάτα.
«Μια γάτα, μια γάτα», είπε με ενθουσιασμό το κορίτσι. Ο Πάπα πήγε να την τραβήξει από την ουρά και η γάτα απομακρύνθηκε κοιτάζοντάς τον επιθετικά.
«Ούτε αυτή δε με θέλει», αστειεύτηκε ο άντρας.
Η Σόνια πάντα ήθελε ένα ζωάκι στο σπίτι της, να το φροντίζει, να το προσέχει, να κοιμάται μαζί του, αλλά οι γονείς της της υπόσχονταν να της πάρουν αργότερα, όταν θα ήταν η ίδια σε θέση να το πλένει ή να το πηγαίνει βόλτα μόνη της. Μάλλον δικαιολογίες, καθώς ήταν πια αρκετά μεγάλη και για να πλένει και για να φροντίζει ζωάκια.
«Είναι η Μιλού», είπε η Μάμα κοιτώντας την κατσαρόλα της. Η Σόνια χάιδεψε τη Μιλού κι η γάτα κούρνιασε στα πόδια της. «Σόνια, γλυκιά μου, μήπως θέλεις να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο; Είσαι τόσες μέρες στον δρόμο. Θα σου φέρουμε πιτζαμούλες. Άντε, γλυκιά μου».
Το κορίτσι είδε τον Πάπα να χαμογελά πλάγια στη Μάμα. Η τελευταία τον κοίταξε φευγαλέα. Ο Πάπα οδήγησε τη Σόνια στο μπάνιο και της είπε να ετοιμάζεται, μέχρι να της φέρει καινούρια, καθαρά ρούχα. Το κορίτσι άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μόλις έφυγε ο άντρας. Είχε μείνει μόνο με τα εσώρουχά του. Άνοιξε τη βρύση στο ζεστό, έβαλε το χέρι της κι ένιωσε απίστευτη αγαλλίαση νιώθοντας το νερό να τρέχει. Ο Πάπα μπήκε μέσα κρατώντας καθαρά ρούχα και η Σόνια τρόμαξε. Ούτε που είχε καταλάβει ότι μπήκε, ο άντρας δεν είχε χτυπήσει την πόρτα. Η Σόνια ντράπηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο άντρας άφησε τα ρούχα σε ένα σκαμνί.
Ο Πάπα μπήκε μέσα κρατώντας καθαρά ρούχα και η Σόνια τρόμαξε. Ούτε που είχε καταλάβει ότι μπήκε, ο άντρας δεν είχε χτυπήσει την πόρτα. Η Σόνια ντράπηκε, αλλά δεν είπε τίποτα
«Μην κλείσεις, πριγκίπισσα, την πόρτα, για να σε ακούσουμε αν θέλεις τίποτα», της είπε και της έκλεισε το μάτι. «Μήπως θέλεις βοήθεια;»
Αυτή απλά έγνευσε αρνητικά, ξεροκαταπίνοντας. Ο Πάπα, αγέλαστος, έφυγε. Όταν έμεινε μόνη της, μπήκε στην μπανιέρα και με μεγάλη ντροπή άρχισε να πλένεται. Φοβόταν ακόμα, άλλωστε βρισκόταν σε ξένο σπίτι κι έκανε μπάνιο με την πόρτα ανοιχτή. Κάποιες σανίδες είχαν τρύπες. Ένιωθε πως πίσω από την πόρτα βρισκόταν κάποιος. Ηρέμησε όμως όταν είδε τη Μιλού να μπαίνει αθόρυβα στο γεμάτο από υδρατμούς δωμάτιο και να την κοιτάζει στραβώνοντας το κεφάλι της. Η Σόνια το βρήκε αστείο.
Μετά το μπάνιο αισθανόταν πολύ καλύτερα. Γύρισε στην τραπεζαρία. Το φαγητό ήταν έτοιμο, το κορίτσι πέθαινε της πείνας.
«Θα φάτε τώρα τα τρία αδελφάκια, για να ετοιμάζεστε για ύπνο», είπε η Μάμα και τα αγόρια ανόρεχτα σηκώθηκαν από τον καναπέ. «Έτσι κάνουν όλες οι οικογένειες», συμπλήρωσε. Τα αγόρια παρέμειναν αμίλητα.
Η Μάμα έχυσε με μια κουτάλα έναν παχύρευστο χυλό στα πιάτα των παιδιών. Ο Μπόγκνταν έκανε πως αηδιάζει, πράγμα που έκανε τη Σόνια να γελάσει. Για πρώτη φορά μετά από μέρες. Ο Πιοτρ έφερε το πόδι του πιο κοντά στο κορίτσι. Το άγγιξε. Η Σόνια αποτραβήχτηκε και ο Πιοτρ επέμεινε. Ο Μπόγκνταν, που είχε καταλάβει, τον κλότσησε γελώντας και το μεγαλύτερο αγόρι σταμάτησε. Η Σόνια έφαγε με μεγάλη όρεξη, σχεδόν με βουλιμία. Είχε μέρες να φάει κανονικό φαγητό, νοστάλγησε τα φαγητά της μανούλας της, όλη την προετοιμασία μαζί της στην κουζίνα. Ο χυλός δεν είχε τη γεύση των φαγητών που είχε συνηθίσει, αλλά ήταν πολύ καλύτερος από τα αποφάγια που έτρωγε τις τελευταίες μέρες.
Είχε μέρες να φάει κανονικό φαγητό, νοστάλγησε τα φαγητά της μανούλας της, όλη την προετοιμασία μαζί της στην κουζίνα
Τελειώνοντας, ένιωσε τα βλέφαρά της να βαραίνουν. Τα αγόρια σηκώθηκαν από το τραπέζι κι έτρεξαν στον καναπέ, στον Πάπα, που καθόταν στη μέση. Πήραν θέση αριστερά και δεξιά του, κι αυτός πέρασε τα χέρια του γύρω από τους ώμους τους, αγκαλιάζοντάς τους. Ο Πάπα έδωσε στον Πιοτρ το τσιγάρο που κάπνιζε. Αυτός το ρούφηξε απολαμβάνοντάς το.
«Γλυκιά μου, πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένη με όλα αυτά που έχεις περάσει», είπε η Μάμα χωρίς να περιμένει απάντηση από το κορίτσι. «Έλα, πάμε να σε βάλω να κοιμηθείς». Άφησε την κουζίνα της και κατευθύνθηκε σε ένα από τα μέσα δωμάτια. Η Σόνια ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα. Ήταν πράγματι πάρα πολύ κουρασμένη.
Το δωμάτιο των παιδιών είχε δυο παιδικά κρεβάτια κι ένα λεπτό στρώμα στο πάτωμα. Ένα τραπεζάκι, δύο καρέκλες, ένα κομοδίνο, εκτός από τα παιδικά κρεβάτια τίποτα άλλο δεν πρόδιδε ότι εκεί μέσα ζούσαν παιδιά. Ούτε ζωγραφιές στους τοίχους, ούτε παιχνίδια, ούτε τετράδια και μαρκαδόροι στο τραπέζι.
«Εσύ θα κοιμηθείς εδώ», είπε η Μάμα στη Σόνια, δείχνοντάς της το ένα κρεβάτι, «για να είσαι πιο άνετα και να ξεκουραστείς».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Πιοτρ. Με πιο ζωηρό βλέμμα και φωνή άρχισε να διαμαρτύρεται πως το κρεβάτι είναι δικό του. Η Μάμα όμως ήταν άκαμπτη, δε δεχόταν κουβέντα.
«Σήμερα θα κοιμηθεί εδώ».
«Τουλάχιστον, να μοιραστούμε το κρεβάτι;» ρώτησε σε μια τελευταία προσπάθεια ο Πιοτρ. Η Σόνια ένιωσε κάπως άσχημα που τον ξεβόλευε.
Και η Μάμα, γυρίζοντας προς το μέρος του, του είπε με σιγανή φωνή «Όχι ακόμα» –αλλά το κορίτσι την άκουσε.
* * *
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ: 1999, κάπου στην Ανατολική Ευρώπη: Η μικρή Άννι, που χάνει βίαια τους γονείς της, καταλήγει στα δίχτυα ενός κυκλώματος εκμετάλλευσης και κακοποίησης ανηλίκων. Ο εφιάλτης που ζει είναι καθημερινός, με την ίδια να μην καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται στο «καινούριο της σπίτι». Αυτό που ξέρει όμως πολύ καλά είναι πως θέλει να ξεφύγει. Θα τα καταφέρει άραγε; Σήμερα, Ελλάδα: Στον Άρη, μαθητή λυκείου, αρέσουν τα βίντεο ακατάλληλου περιεχομένου. Όντας παιδί χωρίς όρια, θεωρεί ότι μπορεί να κάνει και ο ίδιος τα πάντα «για την πλάκα του». Μέχρι που θα συνειδητοποιήσει πως τα αστεία και «η φάση» δεν ισχύουν για όλους. Θα είναι αυτό αρκετό για να αλλάξει τη ζωή του; Το καινούριο βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου, «Χωρίς φίλτρα», αποτελείται από δύο ανεξάρτητες ιστορίες που τέμνονται σε ένα σημείο. Δυο ιστορίες κακοποίησης, χειραγώγησης και ψυχολογικής έντασης που αναδεικνύουν ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας: την καταστροφή της ανηλικότητας. Μα πάνω απ’ όλα τονίζουν πως οι συνέπειες αυτού του φαινομένου δεν είναι παροδικές, αλλά ενδεχομένως μπορούν να διαρκέσουν για πάντα.
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967 στην Αθήνα. Τελείωσε τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε σε τράπεζα και μετά ως υπεύθυνος του παιδικού τμήματος σε εκδοτικό οίκο. Βιβλία του διδάσκονται σε παιδαγωγικά τμήματα πανεπιστημίων στην Ελλάδα, ενώ πάνω στο έργο του έχουν εκπονηθεί διπλωματικές και διδακτορικά. Για τα βιβλία του «Χνότα στο τζάμι», «Στη Διαπασών» και «Τη νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια» έχει τιμηθεί τρεις φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας (2008, 2010, 2019). Έχει αποσπάσει άλλα δεκαεννέα βραβεία και διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό από διάφορους φορείς και μέσα (Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, White Raven, Περιοδικό Διαβάζω, Ηλεκτρονικό Περιοδικό Ο Αναγνώστης, Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, κ.ά.). Έχει διατελέσει μέλος σε κριτικές επιτροπές των Κρατικών Βραβείων, του ηλεκτρονικού περιοδικού Ο Αναγνώστης, του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Επίσης έχει συνεργαστεί ως επισκέπτης εισηγητής με διάφορα πανεπιστήμια στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Το 2020 και 2021 ήταν υποψήφιος για το διεθνές βραβείο παιδικής λογοτεχνίας Astrid Lindgren Memorial Award.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο τόμος προς τιμήν του σε επιμέλεια των πανεπιστημιακών καθηγητών Burkhard Fehr και Παναγιώτη Ροϊλού
Ποτέ δεν με απογοήτευσε αυτός ο Εβραίος συγγραφέας από την Πολωνία, που το 1978 πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Δεν πρόκειται για μια αυστηρή πραγματεία, αλλά για ένα βιβλίο που μετατρέπει τη σύνθετη διαδικασία της αγοράς κατοικίας σε ανθρώπινη κουβέντα.
Από τις Εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση Σωτήρη Μηνά
Ένα μυθιστόρημα για όλους όσοι ζουν «σημαδεμένοι» — από την εμφάνιση, από το παρελθόν, από τις συνθήκες
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Gutenberg
Με αφορμή το βιβλίο «Με τη δική σου ματιά μονάχα», η συγγραφέας μιλά αποκλειστικά στην Athens Voice για την πρόκληση να μετατρέψει την κρυφή ζωή της Μάιερ σε μια δυνατή μυθοπλαστική αφήγηση
Το δοκίμιο της συγγραφέα και ιστορικού που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Το Βιβλίο της Ημέρας, από τις Εκδόσεις Bell
H συλλογή διηγημάτων «Ουμπίκικους» του Γιώργου Τσακνιά (192 σελίδες, Εκδόσεις Κίχλη), κυκλοφορεί στις 5 Δεκεμβρίου
Η τιμητική εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη, 9 Δεκεμβρίου 2025
Η συλλογή διηγημάτων «Οι Αόρατοι της Γης» είναι το αποτέλεσμα του δημιουργικού διαλόγου των συγγραφέων με ένα έργο της ομότιτλης έκθεσης της Σμαρώς Τζενανίδου
Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για το νέο του μεταφραστικό έργο, τη συλλογή του Γεωργιανού συγγραφέα Έρλομ Αχβλεντιάνι «Ο άντρας που έχασε τα λογικά του», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το «Last Rites» είναι το βιβλίο που έγραψε ο Όζι λίγο πριν φύγει από τη ζωή
Από ένα δάνειο 70.000 λιρών σε πέντε Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο συγγραφέας αναδεικνύει τους δεσμούς ανάμεσα στον Γάλλο συγγραφέα και τον Έλληνα ποιητή
Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.