Βιβλιο

Νίκος Δαββέτας: Συζητώντας για το πένθος και την απώλεια των γονιών μας

Mε αφορμή το καινούργιο του βιβλίο «Η δεσμοφύλακας»

Δήμητρα Γκρους
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Νίκος Δαββέτας: Μια οδυνηρή εξομολόγηση μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα

«Γεια σου, αγάπη μου, θα τα πούμε στο σπίτι», λέει ο πατέρας μου φεύγοντας από το μνήμα της μητέρας μου. Κάθε Κυριακή τής πηγαίνει τέσσερα κόκκινα τριαντάφυλλα, μέχρι την επόμενη φορά – η ζωή δεν είναι ωραία χωρίς εκείνη. 17 Αυγούστου θα κλείσουν 3 χρόνια και μερικές φορές είναι σαν να μην έχει περάσει αυτός ο καιρός, λέω στον Νίκο Δαββέτα ένα μεσημέρι σ’ ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Έχουμε συναντηθεί με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο «Η δεσμοφύλακας» (εκδ. Πατάκη), το οποίο έγραψε για τη δική του μητέρα, περιγράφοντας τα τελευταία της χρόνια με τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η μητέρα του, στην επαγγελματική της ζωή, ήταν δεσμοφύλακας στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Όπως λέει, μπορεί να μη θυμόταν ποιοι ήταν οι γιοι της, αλλά ανέφερε συνέχεια τις κρατούμενες με τις οποίες μοιραζόταν την καθημερινότητα της εργασίας της. Οι παραληρηματικοί της μονόλογοι και οι καθημερινοί τους διάλογοι διασώθηκαν σε δυο πυκνογραμμένα τετράδια, από τα οποία προέκυψε αυτό το βιβλίο.

«Ίσως είναι η πρώτη φορά που νιώθω πως κατάφερα να μεταφέρω τόση συγκίνηση και παρηγοριά στους αναγνώστες μου». Αλήθεια, σκέφτομαι, πόσες φορές δεν εκμυστηρεύτηκαν και σ’ εμένα διάφοροι άνθρωποι πόσο τους βοήθησε εκείνο το long read που είχα δημοσιεύσει στην Athens Voice για το πένθος, μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Τον ίδιο καιρό ο Νίκος παρακολουθούσε την ασθένεια της δικής του μητέρας, κι όταν τυχαία είχαμε συναντηθεί, μου είχε πει ότι τον είχε αγγίξει το δημοσίευμά μου «γιατί δεν ήταν απλώς ένα κείμενο για τη σχέση με τη μητέρα σου, αλλά είχε να κάνει συνολικότερα με το πένθος και τον αποχωρισμό από τους γονείς». Ναι, αυτός ήταν ο στόχος.

Ειδικά η σχέση μητέρας-παιδιού έχει κάτι αρχετυπικό, κι όταν έρχεσαι σε επαφή με μια αληθινή ιστορία, γραμμένη εκ βαθέων, καθρεφτίζεται και η δική σου σχέση με τη μητέρα σου. Όπως και με το βιβλίο του Νίκου Δαββέτα, κάποιοι άνθρωποι διαβάζοντάς το ένιωσαν την ανάγκη να επανεξετάσουν τη σχέση με τους ηλικιωμένους γονείς τους. «Ίσως και να δείξουν μεγαλύτερη συμπόνια, κατανόηση για κάποιες “παραξενιές” τους», λέει. «Δεν συνειδητοποιούμε ότι οι ηλικιωμένοι δεν είναι απλώς άρρωστοι, είναι άνθρωποι που το μέλλον τους έχει ακυρωθεί. Το μέλλον τους είναι ο θάνατος – και αυτό το ξέρουν. Η μητέρα μου μου έλεγε: “Ακούω το τικ τακ. Ο χρόνος τελειώνει”. Μέσα στη σύγχυσή της, άκουγε το ξυπνητήρι δίπλα της και του έδινε αυτή τη σημασία, καταλάβαινε πως ήταν μπροστά στο αναπόφευκτο. Νομίζω ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος τρόμος, ο τρόμος του θανάτου».

Και ο μπαμπάς μου λέει «έχω τελειώσει». Σαν να κάθεται και να περιμένει… πώς να σηκώσεις μια ζωή χωρίς νόημα και χωρίς μέλλον; «Ένας γνωστός μου ψυχαναλυτής λέει πως η κατάθλιψη είναι η απουσία μέλλοντος. Ξέρεις; Αυτό μπορεί να το νιώσει κάποιος και στα είκοσί του» λέει ο Νίκος. Είναι κάτι που έχω σκεφτεί, αυτό που περνάει τώρα ο πατέρας μου το περνάς όταν ξυπνάς νιώθοντας πως δεν υπάρχει τίποτα για να σε κάνει να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι κι όλες οι μέρες είναι ίδιες...

«Όταν πλησιάζω εγώ σε αυτό το σημείο», λέει ο Νίκος, «όταν ξυπνάω και νιώθω ότι δεν υπάρχει νόημα πια, αρχίζω να γράφω – είναι η μόνη μου αντίσταση. Επινοώ. Αυτό έκανα από παιδί, έφτιαχνα ιστορίες. Όπως ένα παιδί, όταν πλήττει μόνο του σ’ ένα δωμάτιο το καλοκαίρι χωρίς σχολείο, παίρνει τα τουβλάκια του και φτιάχνει ένα κάστρο… Χωρίς αυτή τη διέξοδο, θα ήμουν δυστυχισμένος». Το γράφει και στο τέλος της ιστορίας του, που είναι φοβερά συγκινητικό. Αφού πια έκλεισε τα μάτια της, όταν τον επισκέφθηκε η μητέρα του στο όνειρό του, της λέει για τον φόβο του μήπως κάποια στιγμή το μυαλό μου δεν θα μπορεί πια να επινοεί. «Η δημιουργία είναι πράξη αντίστασης απέναντι στο κενό. Δεν είναι το θέμα να αφήσεις κάτι, το κάνεις για σένα εκείνη τη στιγμή… μέσα στην πλήξη και τη μοναξιά, φαντάζεσαι κόσμους. Κι εκεί ανασυνθέτεις τον χαμένο χρόνο, όπως έκανε ο Προυστ. Όταν γράφουμε, αναδημιουργούμε από το παρελθόν μια σκηνή που έχουμε ζήσει, που όμως την επαναλαμβάνουμε αλλιώς, μια βελτιωμένη ίσως εκδοχή της…»

Η μητέρα του Νίκου Δαββέτα

Μου λέει για κάτι που του έκανε εντύπωση έχοντας ζήσει όλο αυτό: κάτι δύσκολο, συνταρακτικό και ανθρώπινο – που το δείχνει διακριτικά στο βιβλίο. «Όταν γεννιόμαστε, υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει, η μαία, ο γιατρός, η νοσοκόμα… σε τραβάνε από το σκοτάδι στο φως, κι όλοι χαίρονται. Όταν πεθαίνεις, όμως, δεν υπάρχει κανείς. Είσαι μόνος, κανείς δεν σε συνοδεύει στο πέρασμα στην ανυπαρξία. Κι εκεί μπαίνει και το θέμα της υποβοηθούμενης ευθανασίας. Όταν έχεις μπροστά σου έναν άνθρωπο διαλυμένο, χωρίς σώμα, χωρίς μυαλό, χωρίς βασικές λειτουργίες...»

Θα έπρεπε να υπάρχει ένα σπλαχνικό χέρι –όπως αυτό που σε βοηθάει να έρθεις στη ζωή– για να σε βοηθήσει να φύγεις, παρηγορητικά

Περιγράφει τη μητέρα του ακίνητη σ’ ένα κρεβάτι: καλώδια, οροί, αναμονή για το αν θα «πάρει μπρος» το σώμα της. «Τι νόημα είχε; Την κρατούσαν στη ζωή μέρες, ενώ υπέφερε. Εκεί σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα σπλαχνικό χέρι –όπως αυτό που σε βοηθάει να έρθεις στη ζωή– για να σε βοηθήσει να φύγεις, παρηγορητικά. Είναι μεγάλο φιλοσοφικό ζήτημα, σχετίζεται και με τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις του καθενός. Αλλά, εντάξει, είμαστε στον 21ο αιώνα, μπορεί να είναι και θεάρεστο έργο», λέει και χαμογελάμε.

Ίσως όποιος δεν το έχει ζήσει φαντάζεται πως το πιο δύσκολο είναι η κηδεία, τα τελετουργικά. «Όχι, το πιο δύσκολο είναι το μετά. Ανακαλύπτεις πάλι τον γονιό σου μέσα από τα γράμματά του, τα αντικείμενά του, τα ρούχα του. “Αδειάζοντας το σπίτι των γονιών μου”, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου της Λίντια Φλεμ (εκδ. Μελάνι), που περιγράφει ακριβώς αυτό (σ.σ. ότι το ορφάνεμα δεν έχει ηλικία. Κι ότι όταν οι γονείς μας έχουν πλέον χαθεί και έρχεται η στιγμή να αδειάσουμε το σπίτι τους, το πένθος μας γίνεται πιο συγκλονιστικό). Πήγαινα μέρες ολόκληρες στο σπίτι της μητέρας μου, με όλα αυτά τα πράγματα γύρω μου που δεν μπορούσα να πετάξω. Λόγω της δουλειάς της είχε κρατήσει αρχείο: αιτήσεις, σημειώματα, γράμματα κρατουμένων που έγραφαν “ευχαριστώ που με βοήθησες”, “ευχαριστώ που νοιάστηκες για μένα”, χριστουγεννιάτικες κάρτες – όλα σε κουτιά παπουτσιών και σ’ αυτά τα παλιά μεταλλικά κουτιά μπισκότων. Πήγαινα, διάβαζα ένα χαρτί ή ένα γράμμα, κι αυτό με διέλυε. Έκλεινα το κουτί κι έφευγα. Γι’ αυτό λέω ότι μπορεί και να μην έχω γράψει αυτά που θα μπορούσα, αλλά δεν άντεχα συναισθηματικά να μπω και στην παραμικρή λεπτομέρεια».

Δηλαδή ανακάλυψες κομμάτια της μητέρας σου που δεν ήξερες καθόλου; ρωτάω. «Βέβαια! Καταρχάς ανακάλυψα ότι είχε ταξιδέψει πολύ, είχε πάει μάλιστα ένα ταξίδι στην Κίνα το οποίο αγνοούσα. Κι επίσης είδα μια γυναίκα που είχε νοιάξιμο για τους άλλους. Μου έκαναν εντύπωση μια σειρά από γράμματά της στον υπουργό Δικαιοσύνης για ναρκομανείς κρατούμενες, ότι δεν είναι εγκληματίες και πρέπει να υπάρχει διαφορετική μέριμνα. Και νομίζω ότι μπορεί και να βοήθησε στο να μην οδηγούνται στη φυλακή οι τοξικοεξαρτημένες, καθώς, ως αρχιφύλακας και στη συνέχεια υποδιευθύντρια των φυλακών, είχε κάνει επανειλημμένα τέτοια διαβήματα». Το περιγράφει στο βιβλίο ότι του προξενούσε αμηχανία η δουλειά της μητέρας του κι ότι την είχε απωθήσει, ούτε κι εκείνη όμως είχε διαβάσει ποτέ κάποιο βιβλίο του. «Δεν με ρώτησε ποτέ γι’ αυτά που έγραφα, ούτε κι εγώ είχα κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα δικά της. Άλλωστε ανήκω σε μια γενιά που φεύγαμε νωρίς από το σπίτι, δεν είχαμε κοινό βίο. Μου έκανε εντύπωση, ωστόσο, που δεν με ρώταγε ποτέ γι’ αυτά που έγραφα. Η λογοτεχνία γι’ αυτούς ανθρώπους ήταν κάτι μάλλον περιττό. Και γενικά υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που η τέχνη δεν τους λέει κάτι. Η μητέρα μου ανήκει εξάλλου στη γενιά της Κατοχής, η οποία πέρασε διά πυρός και σιδήρου, επιβίωσαν οι πιο σκληροί άνθρωποι μέσω της φυσικής επιλογής».

Στο βιβλίο ο συγγραφέας το δηλώνει εξαρχής ότι είναι η ιστορία μητέρας και γιου, η ιστορία τους – γρήγορα όμως το ξεχνάς, καθώς μπαίνεις σ’ ένα λογοτεχνικό σύμπαν. Το 70% όσων γράφει είναι πραγματικά γεγονότα. «Φυσικά υπήρξε επεξεργασία, και χρειάστηκε χρόνος. Δεν είναι ακριβής καταγραφή – αυτό που με ενδιέφερε από ένα σημείο και πέρα ήταν να αποστασιοποιηθώ, και οι επώδυνες αναμνήσεις να γίνουν λογοτεχνία. Και ήταν από τα πιο συγκινητικά σχόλια που άκουσα η φράση “δεν είδαμε τη μητέρα σου, είδαμε μια λογοτεχνική ηρωίδα”».

Όντως έτσι ξεκίνησες μ’ αυτό το βιβλίο; Γύρισες από έναν γιατρό και ξεκίνησες να γράφεις; (το περιγράφει στην αρχή, στο “Πιστοποιητικό ή αντί προλόγου”) «Ναι. Έπειτα από ένα ιατρικής φύσεως ραντεβού, κατάλαβα ότι η πορεία της μητέρας μου ήταν μη αναστρέψιμη. Πήγα σπίτι κι άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Εκείνη την περίοδο έγραφα ένα μυθιστόρημα, αλλά σκέφτηκα “Ποιο μυθιστόρημα; Εδώ υπάρχει κάτι επείγον”». Κι έτσι άρχισαν να ξετυλίγονται τα γεγονότα της ζωής της, αλλά και τα παιδικά του χρόνια. Υπάρχουν πολλά σημεία στα οποία συναντιόμαστε όλοι, όπως όταν γράφει για την οσμή του γήρατος – όλοι έχουμε ζήσει με παππούδες ή γονείς που γερνούν, κι αυτή η μυρωδιά μάς προειδοποιεί πως, κάποια στιγμή θα έρθει και η δική μας σειρά. Αλλά και η αδιανόητη δυσκολία τού να χάνει ο άνθρωπος που σε γέννησε το μυαλό του, κι αυτό είναι τρομακτικό. «Αναρωτιόμουν: θα χάσω κι εγώ το μυαλό μου; Θα έχω τη μοίρα της μητέρας μου; Είμαστε όλοι ίδιοι, κι εκεί ίσως είναι που αρχίζεις να γίνεσαι συμπονετικός. Γιατί δεν ξέρεις τι κουβαλάς γενετικά. Αναρωτιέσαι: τι θα κληρονομήσω; Θα γίνω κι εγώ έτσι; Θυμάμαι την Άιρις Μέρντοχ, που της έδιναν τα βιβλία της και έλεγε “Ωραία είναι! Ποιος τα έγραψε αυτά;”».

Νίκος Δαββέτας

Είμαστε όλοι ίδιοι, κι εκεί ίσως είναι που αρχίζεις να γίνεσαι συμπονετικός

Η μητέρα του έφυγε τον Νοέμβριο του 2024. Η πορεία της ασθένειάς της κράτησε πάνω από 4 χρόνια, με γυναίκες που τη φρόντιζαν στο σπίτι όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Ο ήρωας κάποιες στιγμές θυμώνει. Έτσι ήταν; ρωτάω. «Εκνευριζόμουν συνεχώς, δεν μπορούσα να το πιστέψω… έχεις μπροστά σου τον άνθρωπο που σε έχει γεννήσει και σου λέει κάτι εξωφρενικό κι εσύ δεν μπορείς να το δεχτείς. Δεν μπορείς να δεις ποιο είναι το όριο πέρα από το οποίο το Εγώ παύει να είναι Εγώ. Τον τελευταίο Αύγουστο γύρισα εσπευσμένα από τις διακοπές, γιατί η κοπέλα που την πρόσεχε δεν μπορούσε άλλο, καθώς η μητέρα μου είχε μια μεγάλη κρίση. Την πήγα στα έκτακτα του Ευαγγελισμού. Εκεί, ένας νεαρός γιατρός, κουρασμένος από το βάρος των περιστατικών, με έπιασε από το χέρι και μου είπε: “Μα τι κάνετε; Αν ήταν η μητέρα μου θα την είχα ήδη κλείσει σ’ ένα ίδρυμα, δεν καταλαβαίνει τίποτα!”. Εκεί πια συνειδητοποίησα ότι δεν πάει άλλο».

Περιγράφει μια σχέση που δεν ήταν πολύ στενή. Πώς εξηγούνται όλα αυτά τα τόσο έντονα συναισθήματα; «Η αποστασιοποίηση αφορά το ενήλικο και συνειδητό κομμάτι σου. Αυτό που βγαίνει τέτοιες στιγμές είναι το πρώτο άρρηκτο δέσιμο, που είναι καταγεγραμμένο μέσα σου. Αυτή η γυναίκα σε γέννησε, σε θήλασε, σε άλλαξε, ξενύχτησε όταν ήσουν άρρωστος… Η αγάπη περνάει μέσα από τη φροντίδα, ήταν κάτι που κατάλαβα πιο έντονα μεγαλώνοντας τον δικό μου γιο».

Όταν κάποια στιγμή συνάντησα τον Νίκο Δαββέτα μετά τον θάνατο της μητέρας του, έμοιαζε συντετριμμένος, κι αν δεν είχα περάσει το δικό μου πένθος, θα μου φαινόταν παράξενο. Σε όλους συμβαίνει, είμαστε σκληροί με τους ενήλικες που χάνουν τους ηλικιωμένους γονείς τους, σκεφτόμαστε ψυχρά και ορθολογικά πως είναι ο φυσικός κύκλος της ζωής που κλείνει. Κι όταν τελικά μας συμβαίνει, τότε καταλαβαίνουμε. Κι αναζητούμε τέτοιες ιστορίες, σαν αυτή του Νίκου και της μητέρας του, που έχουν να κάνουν με την απώλεια και το πένθος, γιατί μας ανακουφίζει αυτό το μοίρασμα. Ήταν δεσμοφύλακας, σκληρή γυναίκα, κι όμως… «μπροστά στην αρρώστια και τον θάνατο είμαστε όλοι ίδιοι – ανυπεράσπιστοι. Όταν το σώμα σου δεν λειτουργεί, δεν έχει σημασία το παρελθόν σου».

Για τη δική μου μητέρα, που έφυγε ξαφνικά ένα μεσημέρι του Αυγούστου, είπαμε πως γλίτωσε την περαιτέρω αναξιοπρέπεια των γηρατειών. Γιατί φτάνεις στο σημείο να φυλλορροεί το σώμα σου, να χάνεις το μυαλό σου. Ο Νίκος θυμάται τα δικά του: «Θυμάμαι, την τελευταία φορά που τη μετέφερα στο νοσοκομείο, η γιατρός με πλησίασε και μου είπε: “Όταν πλησιάσει το τέλος, θα φροντίσω να γίνει με αξιοπρέπεια”. Δεν ήξερα τι ακριβώς εννοούσε, κι ούτε τόλμησα να ρωτήσω. Τελικά, έμεινε στο νοσοκομείο δύο εβδομάδες. Ευγνωμονώ τη μοίρα –ή τον Θεό– που πρόλαβα να την αποχαιρετήσω στο ίδρυμα όπου τη μεταφέραμε αργότερα, έστω κι αν δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον. Την επισκέφθηκα το πρωί εκείνης της Κυριακής, λίγο πριν πεθάνει».

Το προσδόκιμο ζωής έχει ξεπεράσει τα 80, αλλά πολλές φορές οι γονείς μας γερνάνε άσχημα. Μπορεί το σώμα τους είναι γερό, αλλά το μυαλό χάνεται. Ίσως είμαστε η πρώτη γενιά που αποχαιρετά τόσο μαζικά γονείς με άνοια ή Αλτσχάιμερ. «Τα ιδρύματα είναι γεμάτα, δεν είναι εύκολο να βρεις θέση» λέει ο Νίκος. «Μιλάμε για ανθρώπους με σοβαρά προβλήματα υγείας. Και όσοι έχουν άνοια δεν μπορούν να μείνουν μόνοι ούτε στιγμή. Η μητέρα μου κάπνιζε, μια φορά πήρε φωτιά, ευτυχώς ήταν η γυναίκα που την φρόντιζε μαζί της».

Αυτό που δεν είχα καταλάβει για τον θάνατο είναι η απόλυτη εξαφάνιση. «Ο Φίλιπ Ροθ το γράφει ωραία», λέει ο Νίκος. «Όταν πεθαίνεις, δεν σταματάει ο χρόνος. Απλώς εσύ βγαίνεις έξω απ’ αυτόν. Ο χρόνος συνεχίζει χωρίς εσένα». Όλη την ώρα της συζήτησής μας έχω έναν κόμπο. Είναι φοβερό που ακόμα και τώρα συγκινούμαι στη σκέψη της μητέρας μου. «Ναι, γιατί είναι δύσκολο και να τα ζεις και να τα ξαναζείς… Τι σου λείπει περισσότερο;» ρωτάει. «Πιο πολύ μου λείπει ο τρόπος που με αγαπούσε», απαντάω. «Και πώς σε αγαπούσε;» «Πολύ», χαμογελάω για να κρύψω τη συγκίνησή μου και προσθέτω: «Μου λείπει ο τρόπος που χάιδευε τη γάτα μου, ενώ ποτέ της δεν είχε γάτες, σαν να προσπαθούσε να συνδεθεί με τα πράγματα που αγαπούσα και με τον κόσμο μου».

Τον ρωτάω τι θα ήθελε να πει εκείνος στη δική του μητέρα. «Αισθάνομαι ότι την αποχαιρετώ με αυτό το βιβλίο. Και θέλω ουσιαστικά να της πάω, εκεί που είναι τώρα, ένα αντίτυπο, να το αφήσω και να της πω ότι τα καταφέραμε – μπορεί να μη βρεθήκαμε στην πραγματική ζωή όσο θα θέλαμε, αλλά βρεθήκαμε μέσα σ’ ένα βιβλίο, που βλέπω ότι το αγαπάει ο κόσμος. Και ίσως, μέσα από μένα, αγαπάει κι αυτήν και συμμερίζεται την ύπαρξή της. Έτσι, λοιπόν θέλω να της το πάω, σαν μια κίνηση αβροφροσύνης, παρόλο που ξέρω πως ούτε αυτό θα το διαβάσει…»