Βιβλιο

Τα διαβάσματα ενός γαλλικού καλοκαιριού

Ένα εναλλακτικό road trip στις ακτές της Νορμανδίας και της Βρετάνης

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ξεσκονίζουμε τα γαλλικά μας και διάφορες πρόσφατες (και μη) εκδόσεις μεταφρασμένης γαλλικής λογοτεχνίας 

Πέρυσι ήταν ένα ταξίδι-αστραπή με το αυτοκίνητο από Αθήνα στη Βόρεια Θάλασσα και πίσω: Βαλκάνια-Γερμανία-Ολλανδία-Βέλγιο-Γερμανία-Βαλκάνια. Ελάχιστο χρόνο είχα να ξεκουραστώ, πόσο μάλλον να διαβάσω. Αλλά μάλλον μου καλάρεσε η φάση πίσω απ’ το τιμόνι γιατί και φέτος τα ίδια θα κάνω, από την ανάποδη: μίνι road trip, μεγάλη εβδομάδα ξεκούρασης και ανακάλυψης ανάμεσα. Βρυξέλλες-Βρετάνη-Βρυξέλλες. Όνειρο δροσιάς στον επικείμενο καύσωνα του Αυγούστου.

Δεν μπορώ να περιγράψω με τι αγωνία και χαρά περιμένω αυτό το ταξίδι: τις πράσινες γωνιές της ΒΔ Γαλλίας, τα κτήρια από γκρίζα πέτρα, τα κρύα κύματα με την πλημμυρίδα και τις βόλτες με την άμπωτη στις παραλίες της Μάγχης. Εξερευνήσεις με το ποδήλατο. Συνοικιακά μουσεία. Και Γαλλικά, πολλά Γαλλικά· τόσα Γαλλικά που νιώθω ότι τη δεύτερη μέρα θα έχω ξεμείνει από λεξιλόγιο και ο σκληρός δίσκος θα πρέπει να μπει σε wayback mode για να θυμηθεί ό,τι έχω και δεν έχω κάνει στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο από γαλλική «γλώσσα» και «πολιτισμό».

Οπότε είπα ν’ αρχίσω νωρίς: γαλλόφωνα διαβάσματα (οκ, μερικά σε μετάφραση) και —ιδανικά— βιβλία που διαδραματίζονται στη ΒΔ Γαλλία, έτσι για το ταίριασμα της υπόθεσης. Κανονικά θα έπρεπε, όπου υφίσταται, να διαβάζω το γαλλικό μαζί με το ελληνικό, εν είδει προπόνησης, αλλά αποφάσισα αυτό το προνόμιο να το διατηρήσω μόνο για έναν από τους πιο αγαπημένους μου πεζογράφους: το Νομπελίστα Πατρίκ Μοντιανό.

***

Πατρίκ Μοντιανό και η αναζήτηση της μνήμης

Ο Μοντιανό είναι τεράστιά μου αγάπη από τότε που διάβασα τα Άνθη Ερειπίων στις εκδόσεις Οδυσσέας το μακρινό 1994, ετών 14. Δεν ήξερα τότε ότι μπορείς να νοσταλγήσεις πράγματα που δεν έχεις ποτέ συναντήσει, δρόμους που δεν έχεις δει σα να τους είχες κάποτε περπατήσει, μέρη που δεν έχεις πάει κι εποχές που δεν έχεις ζήσει. Θα μπορούσε, φυσικά, όλο αυτό να είναι απλώς η δύναμη της γραφής του Μοντιανό και η ικανότητά του να προκαλεί την ενσυναίσθηση των αναγνωστών του. Αλλά ας είμαστε ρομαντικοί — καλοκαίρι είναι.

Ας πούμε λοιπόν ότι αυτή η πολύ χαρακτηριστική αίσθηση της περιπλάνησης και της νοσταλγίας για τις γειτονιές του είναι «anemoia» (νεολογισμός του John Koenig στο The Dictionary of Obscure Sorrows) από τα «άνεμος» + «νους», μέσω του παραλληλισμού του ανέμου που, σφοδρός, λυγίζει τα δέντρα προς τα πίσω· έτσι και ορισμένα πράγματα «λυγίζουν» το νου μας προς τα πίσω.

Ή, ακόμα καλύτερα, «hiraezh» στη γλώσσα των Βρετόνων (κατ’ αντιστοιχία με το κελτικο-ουαλικό hiraeth) λέξη που υποδηλώνει βαθιά νοσταλγία για κάτι χαμένο, μια πατρίδα, μια εποχή, ένα μείγμα λαχτάρας και θλίψης για κάτι που έχει χαθεί ανεπανόρθωτα.

Μη με ρωτήσετε τι συμβαίνει στα Άνθη Ερειπίων· το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ο αφηγητής περιπλανιέται στο Παρίσι, όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του Μοντιανό, από την Ντορά Μπρουντέρ (εκδ. Πατάκη), το αγαπημένο μου, μέχρι τα μαγικά βιβλία των εκδόσεων Πόλις Ναρκωμένες Αναμνήσεις, Στο café της χαμένης νιότης, Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά, Νυχτερινό Ατύχημα, Η Μικρή Μπιζού, Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά… Παλιότερα κυκλοφορούσαν και Οι Κυριακές του Αυγούστου (Καστανιώτης), η υπέροχη Χαμένη Γειτονιά (Χατζηνικολή), η Οδός Σκοτεινών Μαγαζιών (Κέδρος)— μα είναι όλα τους εξαντλημένα πια. Αν τα βρείτε, κι αγαπάτε τον Μοντιανό, τσιμπήστε τα αμέσως.

Μετά τα Άνθη Ερειπίων τον ξανασυνάντησα τον Πατρίκ στα 16 μου, το καλοκαίρι που πήγα για Γαλλικά στην Alliance Française στη Νίκαια. Στο αεροδρόμιο για την πτήση του γυρισμού, μετά από ένα μήνα σε μια πόλη που έμεινε για πάντα στην καρδιά μου, αγόρασα σε folio τις Κυριακές του Αυγούστου, που διαδραματίζονται εκεί, και τη Villa Triste, στην κοντινή Ελβετία. Έκτοτε δεν τον άφησα ποτέ, παρόλο που έχω ακόμα πολλά κενά στις αναγνώσεις μου (έχω διαβάσει τα 20 από τα 32 βιβλία που έχει εκδώσει). Οι χαρακτήρες του, όπου κι αν βρίσκονται, κάτι πάντα ψάχνουν, κάτι χαμένο, κάτι από ένα παράξενο, πολλές φορές δύσκολο κι άλλες εξιδανικευμένο παρελθόν. Οι αφηγητές του είναι ιδανικοί flaneurs: ακολουθούν τους δρόμους μιας πόλης μόνο με το ένστικτο και τη μνήμη, πιστεύοντας βαθιά πως θα τους οδηγήσουν σ’ ένα κρυμμένο μυστικό που αφορά τον ίδιο τους τον εαυτό, σχεδόν πάντα τραυματισμένο από την Ιστορία. Μα πάντα κάτι τους ξεφεύγει και μένουν με μια αίσθηση απώλειας: ανθρώπων που έχασαν, του ρυθμού με τον οποίο εξελίσσεται γύρω τους ο κόσμος. Μια αίσθηση απομόνωσης και θλίψης ενός αουτσάιντερ που έπαιξε και έχασε.

Ο Μοντιανό έγραφε αυτομυθοπλασία (με την έμφαση στο δεύτερο συστατικό) πολύ πριν τη μόδα του autofiction και δίχως καθόλου την αίσθηση της αυτοαναφοράς. Με καταγωγή από τους Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης, ο Πατρίκ ανέκαθεν έψαχνε τον absentee landlord πατέρα του, τον Ιταλοεβραίο Αλμπέρ, με τα οικογενειακά φαντάσματά του και τις περίεργες συναλλαγές του κατά την Κατοχή. Κάπου διάβασα να τον αποκαλούν «αρχαιολόγο της μνήμης» γιατί οι αφηγητές του, ψάχνοντας τον εαυτό τους, συλλέγουν και κρατούν και το παραμικρό θραύσμα παρελθόντος από τους ανθρώπους και τις εποχές που αναζητούν. [Διόλου παράξενο που μαζί με τον Μοντιανό μού αρέσει και ο ύστερος Παμούκ, με τα μουσεία των αναμνήσεων και τα σημειωματάριά του, αν και οι γραφές τους ουδεμία σχέση έχουν].

Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ: από Μοντιανό το αυγουστιάτικο μενού έχει Chevreuse, στα ελληνικά σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη για τις εκδόσεις Πόλις, στα Γαλλικά στη σειρά folio. Δίπλα-δίπλα, για να μη διατρέχω στα λεξικά. Παλιό το κόλπο και πιάνει. Πόσο ανυπομονώ να ξαναπιάσω στα χέρια μου έναν τόσο αγαπημένο συγγραφέα. Θα ξαναβρώ χαρακτήρες που εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται χρόνια αργότερα, με αλλαγμένη ταυτότητα, προσπαθώντας να διαφυλάξουν τα μυστικά και τα τραύματα του παρελθόντος· περιπλανήσεις σε μέρη που στην αρχή φαίνονται άγνωστα, ύστερα όμως αρχίζουν και ξεκλειδώνουν πόρτες στα αμπάρια της μνήμης του πρωταγωνιστή, Ζαν Μποσμάν· μια συνεχή αίσθηση απειλής, που πλαισιώνεται από περίεργους (δηλαδή shady) χαρακτήρες: κάτι σαν Ντέιβιντ Λιντς σε μυθιστόρημα.

***

Νεζ Σινό: πώς να μιλάς για το τραύμα

Αυτά όμως τον Αύγουστο. Για την ώρα, η γαλλική μου εκστρατεία ξεκίνησε με Νεζ Σινό, την οποία διαβάζω στην ωραιότατη μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου για τις εκδόσεις Εστία: Θλιβερός Τίγρης. Είναι ένα βιβλίο που περίμενα πώς και πώς να βγει στα ελληνικά, από τότε που σάρωσε όλα τα βραβεία στη Γαλλία, το 2023, από το Γκονκούρ μέχρι το Φεμινά, το λογοτεχνικό βραβείο της Monde και των Inrockuptibles. Εδώ μιλάμε για καθαρό memoire, την ανάκληση της συστηματικής κακοποίησης της συγγραφέως από τον πατριό της κατά τα παιδικά κι εφηβικά της χρόνια, την εξιστόρηση της εκδίκασης της υπόθεσης και της καταδίκης του, αλλά κυρίως —κυρίως— μια βαθιά, γενναία αναμέτρηση με την έννοια της παιδικής κακοποίησης, τις μνήμες που φέρουν οι επιζήσαντες και τα τυφλά τους σημεία, τα όρια της λογοτεχνίας στην ικανότητα να διυλίσει τέτοια συμβάντα.

Κάποια στιγμή γράφει η Σινό: «Ενώ τα μυθιστορήματα που έχουν γραφεί από τη σκοπιά του θύματος αφθονούν, εκείνα που εδράζονται στο μυαλό του δημίου είναι πολύ λιγότερα […] με μια διευκρίνηση ωστόσο: η οπτική αυτή είναι σπάνια σε ό,τι αφορά τους βιασμούς παιδιών. Πράγματι, για όλα τα άλλα εγκλήματα, συχνά στεκόμαστε στο πλάι του εγκληματία. Μπορούμε να φανταστούμε άνετα τον κλέφτη, τον προδότη, ακόμα και τον δολοφόνο. Στην κουλτούρα μας ταμπού δεν είναι ο βιασμός αυτός καθαυτός που τελείται παντού, αλλά το να μιλάμε γι’ αυτόν, να τον κοιτάμε κατάμουτρα, να τον αναλύουμε».

«Θλιβερος Τίγρης», της Νεζ Σινό

Η Νεζ Σινό έγραψε, καθ’ ομολογίαν της, αυτό το βιβλίο όχι μόνο για να μπορέσει να φτάσει στην «αλήθεια» του βιαστή της, να καταλάβει τι ακριβώς σκεφτόταν και γιατί έκανε ό,τι έκανε, αλλά κυρίως για να προστατεύσει άλλα θύματα οικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης: είναι χαρακτηριστικό ότι οι δικαστές στη δίκη, μας λέει, θεωρούσαν ότι ο βασικός λόγος που κατήγγειλε τον πατριό της ήταν η εκδίκηση και η δικαιοσύνη· όμως η δική της εξιστόρηση υπογραμμίζει την ευθύνη να μιλήσει, να προστατεύσει άλλα παιδιά, ν’ ανοίξει τα μάτια και άλλων οικογενειών, να χτυπήσει τη συγκάλυψη. Το βιβλίο της είναι σκληρό και αποδίδει ατρόμητα και γλαφυρά τα τραύματα που υπέστη, με αξιοθαύμαστη απουσία συναισθηματισμών. Αν κάνετε κέφι, δείτε τη συνομιλία της με την Λώρεν Έλκιν στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Λονδίνου (στα Αγγλικά) εδώ:

***

Ανί Ερνό από το Μεταίχμιο

Διαβάζοντας τη Σινό μού ήρθε στο μυαλό, αναπόφευκτα, ο Εντουάρ Λουί και η Ιστορία της Βίας (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες), όπου εξιστορεί τον βιασμό του από έναν άλλο άνδρα και την εσωτερική του πάλη να τον καταγγείλει ή όχι. Η γραφή του (και ο ίδιος ο Λουί) είναι ακτιβιστική σε σχέση με την Σινό, σε συνεπαίρνει με την ταχύτητα και την καταγγελτικότητά της, με τη βύθιση στα γεγονότα — ενώ η Σινό είναι πιο βραδύκαυστη, παρατηρεί από μακριά, σαν τον Εμμανουέλ Καρρέρ.

Η ίδια, βεβαίως, αναφέρει επανειλημμένως στο βιβλίο της (ποιαν άλλη) τη Γαλλίδα Νομπελίστρια Ανί Ερνό, την οποία διαβάζει ξανά και ξανά αναγνωρίζοντας τον τρόπο γραφής της στις Αναμνήσεις ενός κοριτσιού. Την Ερνό θα την πάρω μαζί μου στη Βρετάνη, σε δύο βιβλία που διαβάζονται απνευστί, όπως όλα της: το Le Jeune Homme (στα Ελληνικά: Ο νεαρός άνδρας, μετφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο), μια ιστορία πάθους με έναν πολύ νεαρότερο της συγγραφέως άνδρα, που μοιάζει να της άλλαξε για λίγους μήνες την πυξίδα της ζωής της· και το Exteriors (στα Γαλλικά: Journal du Dehors) από τους Fitzcarraldo, ένα ημερολογιακό δοκίμιο στο οποίο η Ερνό καταγράφει δημόσιες σκηνές που βλέπει γύρω της, από το 1985 έως το 1992, στο Σεργκί-Ποντουάζ, μια ολοκαίνουργια κωμόπολη έξω από το Παρίσι, το εντελώς αντίθετο των γειτονιών του Μοντιανό: ένα μέρος χωρίς αναμνήσεις, με ολοκαίνουργια κτήρια διασπαρμένα με τρόπο χαώδη σε μια τεράστια γεωγραφική ακτίνα, δίχως όρια και συναισθηματικές συντεταγμένες. Για τους βρετανομαθείς, κάτι σαν αχανές Milton Keynes.

Γίνεται να χαθείς κάνοντας flânerie σε ένα μέρος που δεν κρύβει φαντάσματα αιώνων στις γωνιές του, που δεν έχει αναπτυχθεί οργανικά, μα βάσει σχεδίου, εκ του μηδενός; Δεν ξέρω. Θα το μάθω διαβάζοντας την Ερνό. Και θα σας ξαναγράψω στο τέλος του καλοκαιριού.

***

Οι ακτές της Νορμανδίας και της Βρετάνης: σερφ, λιμάνια, ζωή και θάνατος

Αλλά εγώ στη Βρετάνη πάω, όλο για το Παρίσι γράφω. Ας σοβαρευτώ. Δύο βιβλία που μιλούν για τη ΒΔ Γαλλία θα πάρω μαζί μου, λοιπόν: τον Καβγατζή της Βρέστης του Ζαν Ζενέ, σε ολοκαίνουργια μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη για το Μεταίχμιο. Κι ένα βιβλίο που το γλυκοκοιτάζω καιρό τώρα, αμετάφραστο δυστυχώς ακόμα στα Ελληνικά, παρόλο που έχει γίνει ταινία στον κινηματογράφο το 2017 (με τίτλο «Δυο Καρδιές»): το Réparer les vivants της Μαϊλίς ντε Κερανγκάλ.

H ιστορία των «Δυο Καρδιών» είναι απλή: ένας νεαρός σέρφερ, κατά την επιστροφή του από τις παραλίες της Νορμανδίας έξω από τη Χάβρη, σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Οι γονείς του έχουν ελάχιστες ώρες να αποφασίσουν αν, διασωληνωμένος μα κλινικά νεκρός καθώς είναι, θα συναινέσουν σε μεταμόσχευση της καρδιάς του. Και μέσα σε αυτές τις ελάχιστες ώρες η Κερανγκάλ θα μας μιλήσει (διατείνεται το βιβλίο) για όλα: το θάνατο και την πάλη για την αποδοχή του, το νερό ως ζωογόνο στοιχείο, την ελευθερία και το δέος της θάλασσας, το τέλος του χρόνου μιας ζωής, την αρχή μιας δεύτερης ευκαιρίας για μιαν άλλη.

Ταινία έχει γίνει—φυσικά—και ο Καβγατζής της Βρέστης: είναι το περίφημο Querelle (1982) του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (για το οποίο ο Ζενέ σχολίασε: «Δεν το έχω δει γιατί δεν μπορείς να καπνίσεις στον κινηματογράφο»). Είναι πάντα ενδιαφέρον να διαβάζεις το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε μια θρυλική ταινία: αναρωτιέμαι τι από την λιγωτικά ερωτική ατμόσφαιρα που κατασκεύασε ο Φασμπίντερ (με αναφορές στους ναύτες του Tom of Finland) υπάρχει στο ορίτζιναλ του Ζενέ. Υποψιάζομαι κάτι πολύ λιγότερα στιλιζαρισμένο, τεχνητό, κάτι πιο άγριο και βρόμικο και υπαινικτικό. Για την ώρα κρατώ τις πρώτες φράσεις του κειμένου: «Η ιδέα του φόνου φέρνει συχνά στο νου την ιδέα της θάλασσας, των ναυτικών. Και τότε, θάλασσα και ναυτικοί δεν αναδύονται με την ακρίβεια της εικόνας, μάλλον ο φόνος είναι που κάνει τη συγκίνηση να ξεχύνεται κατά κύματα μέσα μας.»

Εμπρός λοιπόν, στα λιμάνια της Βρετάνης, να συναντήσω στο χαρτί (και στην πραγματικότητα) τα αποτυπώματα της ναυτικής βερσιόν του Τομ Ρίπλεϊ. «Καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει» που λέει και το τραγούδι…

Και κάπως έτσι, από τη Βρέστη θα πάρω τον (Βέλγο) Καβγατζή και θα τον επιστρέψω, εν τέλει, στις Βρυξέλλες. Καλές διακοπές σε όλους!