Βιβλιο

Όμορφη νύχτα*, όμορφη Θεσσαλονίκη

Στου Κοροβίνη τα μπουζούκια να με πας!

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 236
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πρωινό περασμένης Τρίτης, μολυβένιο, νοτισμένο από την υγρασία, αραχνασμένιο λες και πάνω μας δεν υπάρχει ουρανός, αλλά ταβάνι, απέναντί μας δεν ταξιδεύουν τα πλοία κι ο ορίζοντας, παρά μόνο στέκει ακούνητος ένας γκρι τοίχος. Με τον Θωμά Κοροβίνη δίνουμε ραντεβού μπροστά από το ξενοδοχείο «Δάιος». Ψηλή φιγούρα, ευθύγραμμη, στο κεφάλι φοράει πλεκτό αφγανικό χειροποίητο σκούφο, σώμα τυλιγμένο με μακριά γκριζοχακιά αμερικανική μιλιτέρ καμπαρτίνα. Ώρα 9.30 και το παίρνουμε όλο ευθεία προς λιμάνι, αναζητώντας έναν καφέ και δυο καρέκλες για να μιλήσουμε. Το τελευταίο του βιβλίο «Όμορφη νύχτα» συζητιέται στα λογοτεχνικά στέκια της πόλης, αφού αποτελεί το χρονικό μιας εποχής για τη Θεσσαλονίκη του λαϊκού τραγουδιού, όπως τη γλέντησε, την έζησε, τη χόρεψε και την τραγούδησε στο πάλκο του ομώνυμου κέντρου, που τα μπουζούκια του έπαψαν να διπλοπενιάρουν το 2005. «Ήταν ένα καταφύγιο αδέσποτων και αιχμάλωτων ψυχών, συχνάζαμε εκεί όλοι εμείς που αυτοπροσδιοριζόμαστε καμιά φορά ως θηράματα των πόλεων! Ήταν ένα ορθόδοξο ρεμπετάδικο, μυσταγωγικό και λιτό από πλευράς οργάνων. Αλλά ήταν τέτοια η φυσιογνωμία του χώρου, των χορών και των μορφών που σύχναζαν εκεί, όλοι μούρες και ιστορίες μυστήριες, που από την πρώτη φορά που πήγα μέχρι που έκλεισε δεν έπαψα να συχνάζω εκεί. Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έγινε 14 Νοεμβρίου στον Ιανό της Αθήνας. Δεν ξέρω πώς, αλλά η βραδιά από στεγνή παρουσίαση κατέληξε λαϊκό εκστατικό γλέντι. Η Ζατέλλη, ο Γκώνης, η Λιζέτα Καλημέρη, ο Δημήτρης Κοντογιάννης, ο Χρονάς και η μεγάλη μου συμπάθεια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, μορφή της μοντέρνας ποίησης τη δεκαετία του ’70, με τίμησαν και ξεσαλώσαμε».

Ξέρει από γλέντια ο Κοροβίνης! Γεννήθηκε στη Μηχανιώνα, γιος καφετζή-ταβερνιάρη, μεγαλωμένος με Μπέλλου και Καζαντζίδη, δίπλα στη θάλασσα και τους ψαράδες, τα ψαλτήρια, την εκκλησία και τα όνειρα για σύγκρουση με την επαρχία και φυγή για τη μεγάλη πόλη. «Όπως όλα τα λαϊκά παιδιά, έβαλα στόχο να αποδράσω στη Θεσσαλονίκη και να την κατακτήσω. Να αποβάλω τα συμπλέγματά μου και να κερδίσω τη ζωή μου. Νομίζω πως τα κατάφερα, αν και στη Θεσσαλονίκη τού σήμερα με πιάνουν τα νεύρα μου, καθώς αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο τα ίδια επαρχιακά σύνδρομα με αυτά που 40 χρόνια πριν με κυνηγούσαν τότε στη Μηχανιώνα. Το ’70 η πόλη ήταν αλλιώς, οι ποιητές της ζούσαν, προ- αλλά και μετα-δικτατορικά ήταν χαρμάνι ιδεών, συναισθημάτων και προσωπικοτήτων. Ο Χριστιανόπουλος και ο Αναγνωστάκης με σημάδεψαν, ειδικά ο Ντίνος, που μου έμαθε, όπως ο στρατιώτης περιπολεί πάντα με το όπλο του, έτσι κι εγώ να μην ξεμυτώ πουθενά χωρίς χαρτί και μολύβι».

Σπουδάζει Φιλολογία στο ΑΠΘ αλλά και ζωή στους δρόμους. Γνωρίζει, περπατάει, παρατηρεί, «ώσπου μια μέρα, μετά από μια συναισθηματική κατραπακιά, άρχισαν από μέσα μου να γεννιούνται στίχοι και να βγαίνουν τραγούδια. Μέσα μας βέβαια πάντα μαγειρεύονται πράγματα, άσχετα αν εμείς δεν τα ξέρουμε, έως ότου μια μέρα ξεφουρνιστεί το φαγητό».

Υπάρχουν τρεις δίσκοι του Κοροβίνη, σταθμοί για τα λαϊκά της Θεσσαλονίκης. Το «Από έβενο και αχάτη» του 1992, τα «Τακίμια» του 1998 και «Το κελί» του 2000. Τραγούδια που μέσα τους κρύβουν νταλγκάδες, ρέκβιεμ για μια εποχή του θεσσαλονικιώτικου περιθωρίου, όπως άλλωστε και το βιβλίο του «Κανάλ Ντ’ Αμούρ» (εκδόσεις Άγρα), αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της πόλης τη δεκαετία του ’80. «Πάντα στη Θεσσαλονίκη το προλεταριακό γοητευτικό λούμπεν συμφυόταν με μαχαιροβγάλτες και βιαστές. Η ωραία και ρομαντική αλητεία αντάμα με μικρόψυχα, επικίνδυνα φτωχοδιαβόλια και παρακρατικούς. Η βιτρίνα του Λαμπρόπουλου και η δολοφονία του Λαμπράκη».

Από το ’87 έως το ’95 ο Κοροβίνης υπηρέτησε στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα και σήμερα συχνάζει στο Πέραν, ειδικά στο κέντρο Μουνζούρ, που μπορείς ακόμα να χορέψεις και να ακούσεις κούρδικες φωνές να κεντούν. Στην Πόλη ο Κοροβίνης είναι πολύ αγαπητός. «Αν πεις Τόμας, το στόμα τους στάζει μέλι. Ίσως γιατί σε αυτό το κέντρο τραγούδησα κάποτε για το σκηνοθέτη-ήρωά τους Γκιλμάς Γκιουλνέι. Κάποτε βέβαια στην Πόλη σύχναζα σε καμιά σαρανταριά στέκια, χωρίς υπερβολή. Σήμερα πάω πια μόνο σε αυτό το κέντρο, τα άλλα έγιναν ίντερνετ καφέ. Δεν τελειώνουν μόνο εδώ τα πράγματα, τελειώνουν κι εκεί, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Όλα μεταλλάσσονται άσχημα. Και είμαι πια σε μια ηλικία που δεν τις μπορώ τις αλλαγές και τη μετακίνηση. Και άλλοι είναι σαν εμένα. Διαλέγουμε μια γωνιά για να ζούμε, να δρούμε και να παρατηρούμε τον κόσμο. Πριν έρθω για τον καφέ μας, τσίμπησα από τη βιβλιοθήκη κάτι ποιήματα του Λόρκα. Χθες διάβαζα Καρούζο. Το κάνω κάθε πρωί, γιατί μόνο έτσι μετά μπορείς να αντιμετωπίσεις την αγριάδα αλλά και τη βλακεία του κόσμου».

Πόσο ωραίο είναι το βιβλίο «Όμορφη νύχτα»; Εποχές με καυλωμένους ερμηνευτές που δημιουργούσαν μαγεία. Λαγνείες και αλητείες, κοντράστ σε αυτό το άχρωμο σήμερα που ζει η Θεσσαλονίκη, κι ας λάμπουν όλα μπροστά στα μάτια σου. Τι έχει μείνει, Θωμά, από όλα αυτά; Έμειναν τέτοια κόζια; «Μόνο η Τομπουρλίκα και η Πριγκίπισσα. Και φυσικά η ταβέρνα Άσυλο, στην είσοδο της Ευαγγελίστριας, εκεί που ακόμα συχνάζουν μανιακοί συλλέκτες 45άρηδων δίσκων. Και γύρω μας επαρχιώτες φοιτητές που έρχονται και φεύγουν, καθώς και ανιστόρητες τοπικές αρχές που κυβερνούν και τροφοδοτούν την όρεξή μου για σύγκρουση! Έχω ματιά λοξή κι αριστερή. Αν και μεγάλωσα πια. Πάντως να ξέρεις πως ακόμα εδώ πάνω υπάρχουν άνθρωποι σιωπηλοί, που επέλεξαν να μην εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και να τους την παραδώσουν ολότελα». Αποχαιρετιζόμαστε χωρίζοντας για διαφορετικές κατευθύνσεις. Το 49ο Φεστιβάλ έχει τελειώσει, η πόλη θα βουλιάξει πάλι στο μεγάλο τίποτα. Μέχρι τις επόμενες όμορφες νύχτες, που θα ξαναθεριέψουν τις σπίθες και τα γλέντια, μούρες και φιγούρες σαν τον Κοροβίνη θα την αλωνίζουν μυστικά κι αλαφροΐσκιωτα. Εσύ;


* Η «Όμορφη νύχτα», μια χρονογραφία-μυθιστόρημα για τα 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη (1985 - 2005) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα. Το βιβλίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου και ώρα 20.00 στη μουσική σκηνή Αίγλη - Γενί Χαμάμ, από τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, τη Βίκυ Χαρισοπούλου και τον Γιώργο Χουλιάρα. Μετά την παρουσίαση θα ακολουθήσει μουσικό πρόγραμμα με συμμετοχή μουσικών και τραγουδιστών της Θεσσαλονίκης. Η τιμή πρώτου ποτού ορίστηκε στα 10 ευρώ για την κάλυψη των εξόδων φιλοξενίας και της ηχητικής επιμέλειας της βασικής ορχήστρας. Αίγλη - Γενί Χαμάμ: Αγ. Νικολάου και Κασσάνδρου, 2310 270.016