Βιβλιο

Πρωταπριλιά: Η φάρσα ως λογοτεχνικό είδος

Το «Παραρλάμα κι άλλες ιστορίες» του Δημοσθένη Βουτυρά είναι μια φάρσα εις βάρος των αναγνωστών

Γιώργος Δήμος
Γιώργος Δήμος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πρωταπριλιά: Η φάρσα ως λογοτεχνικό είδος
© Θοδωρής Βρανάς

Δημοσθένης Βουτυράς: Ο συγγραφέας που αψήφισε τους λογοτεχνικούς κανόνες και «κορόιδεψε» τους αναγνώστες με το βιβλίο του «Παραρλάμα κι άλλες ιστορίες»

Το πρωταπριλιάτικο έθιμο κατά το οποίο κάνουμε φάρσες και να λέμε καλοπροαίρετα ψέματα στους φίλους μας, είναι ξενόφερτο. Ενώ το τι είναι αληθινό και τι ψέμα, σε φιλοσοφικό επίπεδο, μας έχουν απασχολήσει πολύ ως λαό, από τα αρχαία χρόνια, και τα λογοτεχνικά είδη της σάτιρας, της παρωδίας και της «φαρσοκωμωδίας» έχουν τις ρίζες τους στο ελληνικό θέατρο, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που να συνδέουν αυτή την παράδοση συγκεκριμένα με την πρώτη μέρα του Απριλίου. Οι λαογράφοι λένε πως δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες σχετικά με την προέλευση του εθίμου στην Ευρώπη. Είτε ξεκίνησε από τους Κέλτες, για τους οποίους την 1η του Απρίλη ξεκινούσε η εποχή του ψαρέματος και, καθώς τα ψάρια ήταν ακόμα λιγοστά, έλεγαν ψέματα μεταξύ τους για το πόσα έπιασαν, είτε ξεκίνησε από την Γαλλία του 16ου αιώνα, όταν επί βασιλείας του Καρόλου Ζ’ η πρώτη μέρα της νέας χρονιάς σταμάτησε να γιορτάζεται την 1η του Απρίλη (όπως εορταζόταν μέχρι και το 1564) και ξεκίνησε να γιορτάζεται την 1η του Γενάρη, όπως συμβαίνει μέχρι τις μέρες μας. Στην περίπτωση της δεύτερης εκδοχής —που είναι και η πιο πιθανή— οι φάρσες γίνονταν εις βάρος όσων αντιδρούσαν στην αλλαγή της ημερομηνίας του εορτασμού.


Η πρώτη μου επαφή με το έργο του Δημοσθένη Βουτυρά ήταν μέσα από το σχολικό βιβλίο για το μάθημα των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β’ Λυκείου. Για την ακρίβεια, όταν πήγαινα εγώ στο Λύκειο, η καθηγήτριά μας τον έβγαλε για κάποιο λόγο από την ύλη, οπότε διάβασα το διάσημο διήγημά του «Παραρλάμα» (1908) πρώτη φορά όταν η αδελφή μου έδινε εξετάσεις. Ενώ το διαβάζαμε μαζί, για να καταλάβει πρώτα απ’ όλα την πλοκή, συνειδητοποίησα πως διαβάζαμε ίσως το πιο φρέσκο και έξυπνα ειρωνικό πεζογράφημα που υπήρχε μέσα σε αυτό το βιβλίο, παρά το γεγονός ότι ήταν γραμμένο στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τότε, δεν είχα ξανακούσει τίποτα για τον συγγραφέα. Πολύ αργότερα θα γνώριζα τον δισέγγονό του, που είναι σχεδόν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από μένα.

Σύμφωνα με το σύντομο βιογραφικό του στο βιβλίο των Κειμένων, ο Βουτυράς (1872-1958) ήταν ένας αυτοδίδακτος διηγηματογράφος, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στον Πειραιά. Ύστερα από μία αποτυχημένη προσπάθεια να γίνει επιχειρηματίας, από το 1902 και μετά αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Γνωστός έγινε κατά τη δεκαετία του 1920 και για ένα διάστημα άσκησε ισχυρή επίδραση στην πεζογραφία μας. Τα θέματά του τα αντλούσε κυρίως από τον μικροαστικό και εργατικό κόσμο των πόλεων, ενώ οι ήρωές του είναι συνήθως άνθρωποι στερημένοι ή αποτυχημένοι, που ζουν μοιρολατρικά την άχαρη ζωή τους. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στην εποχή όπου η βιομηχανική ανάπτυξη, οι πόλεμοι και η προσφυγιά έχουν δημιουργήσει σωρεία νέων κοινωνικών προβλημάτων. Ο Βουτυράς έγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα, όμως συχνά «δίνει την εντύπωση ότι δε φροντίζει αρκετά την έκφρασή του».

Από την εισαγωγή του Βάσια Τσοκόπουλου, στην έκδοση «Παραρλάμα κι άλλες ιστορίες» (εκδ. Αιώρα), αξίζει να προσθέσουμε τις εξής παρατηρήσεις: Ο Βουτυράς φαίνεται να είναι ο «ελλείπων ελληνικός κρίκος του ευρωπαϊκού μοντερνισμού» και τη διάγνωση αυτή την έκανε πρώτος ο πεζογράφος Στρατής Τσίρκας, το 1948. Αθετώντας όλους τους λογοτεχνικούς κανόνες, δημιούργησε ένα καινούργιο ύφος και μίλησε για όλα, από την ανθρώπινη αποκτήνωση, την εκμετάλλευση, την εκδίκηση και την ερωτική έλξη, μέχρι τον πόλεμο, τον φόβο, την απόκλιση, τα όνειρα και τα «τινάγματα του νου». Όπως είχε πει και ο Τσίρκας, τα διηγήματά του «μοιάζουν με μικρά καθρεφτάκια, που αντανακλούν διαθλασμένα τον κόσμο». Το «Παραρλάμα», που είναι το γνωστότερο από τα έργα του, έχει γίνει ταινία, graphic novel και έχει δανείσει τον τίτλο του στο θρυλικό τζαζ μπαρ των 80s στη Θεσσαλονίκη.

Δημοσθένης Βουτυράς «Παραρλάμα»

Η ιστορία ξεκινάει σαν ευθυμογράφημα, περιγράφοντας τα γεγονότα της ζωής του κεντρικού χαρακτήρα, του Φάρμα, όμως όσο συνειδητοποιούμε το πόσο μίσος σωρευόταν στην καρδιά του για τους συνανθρώπους του, το «Παραρλάμα» περνάει σιγά-σιγά στον χώρο του διηγήματος τρόμου. Τελικά, αποφασίζοντας να γράψει με κάρβουνο τη μυστηριώδη λέξη «Παραρλάμα» στον τοίχο του καταστήματος που δούλευε, μιμούμενος τη λέξη που γράφτηκε στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ και τρόμαξε τον Βαβυλώνιο βασιλιά (σε μια ιστορία από τη Βίβλο που αφηγείται ένας χαρακτήρας του διηγήματος), ο Φάρμας παίρνει την μικροπρεπή εκδίκησή του, τρομοκρατώντας τον κόσμο με μια λέξη που στην πραγματικότητα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Το ίδιο το διήγημα, αν και βρίθει από επί μέρους νόημα, είναι κι αυτό με τη σειρά του μια φάρσα εις βάρος των αναγνωστών.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.