- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Δημήτρης Ψυχογιός εξομολογείται: Από τις βόμβες στη δημοκρατία
Ο Δημήτρης Ψυχογιός μιλά στην Athens Voice με αφορμή το βιβλίο του «Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο
Υπάρχει καλή και κακή βία; Μήπως την κρίσιμη στιγμή αναγκάζεσαι να διαλέξεις πλευρά; Μήπως ηρωοποιούμε το παρελθόν λόγω της επταετίας; Μήπως η γενιά του Πολυτεχνείου χρεοκόπησε την Ελλάδα; Έχουν όριο οι αγώνες; Όλα αυτά αναρωτιέμαι ένα μεσημέρι στο ευρύχωρο σαλόνι του Δημήτρη Ψυχογιού, στην οδό Σπετσών στην Κυψέλη. Ο εκρηκτικός νεαρός με την πλούσια αντιδικτατορική δράση είναι σήμερα ένας γαλήνιος κύριος που με υποδέχεται με χαμόγελο. Το σπίτι είναι καλόγουστο, με βιβλία και πίνακες, το γραφείο –αυστηρά προσωπικός χώρος– με ένα πιάνο στην άκρη και φωτογραφίες στον τοίχο που κουβαλούν την ιστορία τους.
Αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η έκδοση του νέου του βιβλίου «Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα» (Επίκεντρο). Το άρωμα του καφέ μπλέκεται με τις σκέψεις και τις αφηγήσεις. Ένα είναι σίγουρο: Ο Δημήτρης Ψυχογιός αρνείται να ηρωοποιήσει το παρελθόν του. Ήταν εκεί όταν έπεφταν οι βόμβες – έβαλε κι ο ίδιος άλλωστε. Ήταν εκεί όταν η χούντα κατέρρευσε και διαμορφωνόταν η ταυτότητα της Μεταπολίτευσης.
Δεν αποφεύγει τη μνήμη, την ανατέμνει με νηφαλιότητα, ενίοτε και αυτοσαρκασμό. Ο εκκωφαντικός ήχος των εκρήξεων συνοδεύτηκε από (σιωπηλό) αναστοχασμό. Δεν έχει ψευδαισθήσεις για τη ριζοσπαστική του νεότητα. Αργότερα ο ίδιος έγραψε για τον αδιέξοδο παραλογισμό της τρομοκρατίας. Έχει ασχοληθεί με την πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία και έχει μελετήσει (και μεταφράσει) τη Χάνα Άρεντ.
Γεννήθηκε στις αρχές του 1948 στα Λεχαινά Ηλείας και μεγάλωσε στη σκιά του εμφυλίου. Από τις σπουδές Φυσικής και τα πειράματα στο εργαστήριο απέκτησε πολύτιμες γνώσεις χημείας (παρασκευή μολότοφ!). Ως ενεργό μέλος του αντιδικτατορικού αγώνα, πρωτοστάτησε στη δημιουργία της οργάνωσης «20ή Οκτώβρη», που πίστευε στον ένοπλο αγώνα. Στο Παρίσι στράφηκε στις κοινωνικές επιστήμες και γνώρισε από κοντά μεγάλες προσωπικότητες της διανόησης όπως τον Ζαν-Πολ Σαρτρ και τον Πιερ Βιντάλ-Νακέ. Αργότερα, επέστρεψε στην Ελλάδα ως ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, ενώ δίδαξε για πάνω από 15 χρόνια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Και φυσικά ατελείωτο γράψιμο. Για περίπου μισό αιώνα, η πένα του δουλεύει συνεχώς. Από το 1990 γράφει ανελλιπώς στο Βήμα, αρχικά με το ψευδώνυμο «Βοκκάκιος» και στη συνέχεια –μέχρι σήμερα– ως «Διόδωρος Κυψελιώτης». Αυτό δεν τον εμπόδισε, μάλλον τον βόηθησε, να έχει γράψει και καμιά εικοσαριά βιβλία. «Είναι αστείο! Εγώ έγινα επαναστάτης διαβάζοντας την “Κοινωνία της Αφθονίας” του Γκαλμπρέιθ», λέει χαμογελώντας. Ήταν μια εποχή όπου η πολιτική συνείδηση δεν διαμορφωνόταν αποκλειστικά μέσα από τις ιδεολογίες και τα κόμματα· καθοριστικό ρόλο έπαιζαν και οι «οργανικοί διανοούμενοι» για τη νεολαία της εποχής: Μπομπ Ντίλαν, Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Τζόαν Μπαέζ, ακόμα και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Σήμερα ο Δημήτρης Ψυχογιός συνεχίζει να σκέφτεται και να γράφει, είναι παντρεμένος με την Άννα Δαμιανίδη, πατέρας πέντε παιδιών αλλά και παππούς. Η Athens Voice φιλοξενεί στις σελίδες της τις εξομολογήσεις του.
– Αναρωτιέμαι αν κινδυνεύσατε ποτέ…
Υπήρχε κίνδυνος, αλλά ευτυχώς δεν μας έσκασε καμιά βόμβα στα χέρια, όπως στον καημένο τον Σάκη Καράγιωργα. Εγώ σπούδαζα και Φυσική, οπότε έπιαναν τα χέρια μου σ' αυτές τις δουλειές. Γλίτωσα…
– Πιστεύετε στην τύχη;
Η τύχη πάντα υπάρχει. Αν το δούμε διαφορετικά, η ατυχία ήταν ότι συνέλαβαν και βασάνισαν τους φίλους μου. Ο αρχικός πυρήνας μας διαλύθηκε και τα παιδιά υπέφεραν. Εγώ είχα ήδη φύγει για τη Γαλλία, αλλά ήταν ψυχολογικά δύσκολο να βρίσκομαι εκεί ενώ εκείνοι ήταν στη φυλακή. Έτσι, το διδακτορικό στη Θεωρητική Φυσική φαινόταν πολυτέλεια και εγκαταλείφθηκε.
– Υπήρξατε τυχερό παιδί;
Τα πρώτα χρόνια ήταν όμορφα, γεμάτα ωραίες αναμνήσεις. Ήμασταν μεγάλη οικογένεια, με έξι παιδιά. Σχολείο, φίλοι, διαβάσματα, παιδικά περιοδικά, λίγο ποδόσφαιρο, πολύς πετροπόλεμος! Αλλά και κατηχητικό βέβαια. Ήταν μια εποχή που θριάμβευαν οι θεολόγοι και ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός.
– Σας άρεσαν;
Οι θεολόγοι και τα κατηχητικά; Καθόλου! Ήταν μεγάλη καταπίεση. Από μια άποψη ήμασταν προετοιμασμένοι από την καταπίεση του δασκάλου και του κατηχητικού για τη χούντα που ερχόταν. Έκανα δύο τάξεις του γυμνασίου στα Λεχαινά και το 1962 μετακομίσαμε στην Αθήνα, γιατί η μεγαλύτερη αδερφή μου θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο.
– Οι γονείς σας ως άνθρωποι πώς ήταν;
Ο πατέρας μου ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος, «λόγιος» της επαρχίας – εφοριακός στο επάγγελμα. Αντιπροσώπευε την απομακρυσμένη εξουσία μέσα στο σπίτι. Εμείς ζούσαμε ανάμεσα στον θόρυβο που έκανε η μητέρα κυνηγώντας έξι παιδιά (γέλια) και στην ηρεμία του πατέρα, ο οποίος, όταν είχε εύκαιρο χρόνο, ασχολιόταν με το περιοδικό Ηλειακά που εξέδιδε για την ιστορία της Ηλείας, τη λαογραφία, τη γλώσσα.
– Ποια αρχή τους σας έχει καθορίσει;
Αυτό που κρατώ είναι η αγάπη. Αλλά και τη μελέτη και τα βιβλία που υπήρχαν στο σπίτι. Υπάρχει κι ένα τραύμα (χαμογελάει). Στη γειτονιά υπήρχε ένα μικρό μαγαζί όπου τα παιδιά πήγαιναν αυγά κι έπαιρναν καραμέλες ή καμιά σοκολάτα. Εμείς δεν είχαμε κότες, οπότε πήγα ένα περιοδικό. «Τι μου το έφερες αυτό, Δημητράκη; Τα άλλα παιδιά μού φέρνουν αυγά και τα πουλάω, το περιοδικό τι να το κάνω;» Σκέφτομαι συχνά ότι αυτό το βίωμα θα έπρεπε να με απομακρύνει από το γράψιμο (γέλια). Γιατί αυτό που είχε αξία για εμένα δεν είχε απαραίτητα και στον έξω κόσμο. Έτσι και το ίδιο το γράψιμο τελικά, νομίζω, το κάνεις πιο πολύ για σένα τον ίδιο.
– Ήσασταν καλός μαθητής;
Μου άρεσε το σχολείο, ναι! Όμως ένιωσα απογοήτευση όταν πρωτοπήγα. Κατάλαβα ότι τα γράμματα ήταν αυτά που είχα ήδη μάθει στο σπίτι, όπως τα περισσότερα παιδιά που μαθαίναμε να διαβάζουμε πριν πάμε σχολείο. Περίμενα να ανακαλύψω κάποια άγνωστα μυστήρια. Η δεύτερη απογοήτευση ήρθε στην Αθήνα, όταν από το μεικτό γυμνάσιο βρέθηκα σε αρρένων (γέλια).
Η μνήμη ως βάρος
Το 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στα Λεχαινά, την Ανδραβίδα και τα Καβάσιλα του νομού Ηλείας. Οι απώλειες ήταν μεγάλο δράμα για πολλές οικογένειες. Ο Ψυχογιός θυμάται χαρακτηριστικά δύο συμμαθητές του, που γεννήθηκαν μετά τον θάνατο των πατεράδων τους και τους είχαν δώσει τα ονόματά τους. Τα Λεχαινά κουβαλούσαν ένα βαρύ κλίμα, όχι μόνο λόγω του εμφύλιου πολέμου, αλλά και της σιωπής που τον ακολούθησε.
– Η οικογένειά σας υπήρξε μαχητική στα πιστεύω της;
Όχι… Γι' αυτό και η δική μου ανάμειξη στα πολιτικά αργότερα ήταν έκπληξη. Τότε, ο εμφύλιος ήταν νωπός, τα τραύματα βαθιά. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως, βάζοντας βόμβες κατά της χούντας, ουσιαστικά έπαιρνα μέρος στον εμφύλιο. Η δικτατορία ήταν η φυσική του συνέχεια, αλλά τότε δεν το συνειδητοποιούσαμε.
– Εσείς πώς και συμμετείχατε ενεργά απέναντι στη δικτατορία;
Οφειλόταν κυρίως στην έλλειψη ελευθερίας. Να πηγαίνεις στην μπουάτ και να έρχεται ο αστυφύλακας να σου λέει «τι το θέλεις αυτό το μαλλί;» ή να απολύουν τον καλό δάσκαλό σου από το πανεπιστήμιο… Μπήκα στο πανεπιστήμιο το φθινόπωρο του 1966, και σκοπεύαμε να συνεργαστούμε στις φοιτητικές εκλογές με τους Λαμπράκηδες αλλά ήρθε η δικτατορία.
Οι σπασμένοι κρίκοι της αντιστασιακής αλυσίδας
Ο Ψυχογιός αναπτύσσει φιλία με μια παρέα τελειόφοιτων του Πολυτεχνείου. «Ήταν εξαιρετικοί φοιτητές και –ως μικρότερος– τους θαύμαζα πολύ», λέει σήμερα. Βασικοί ήσαν ο Δημήτρης Χασαπογιάννης, ο Στέργιος Αγγελίδης και ο Λάμπης Ντόλκας. Με την επιβολή της δικτατορίας, ο Ψυχογιός τούς ακολούθησε στη Δημοκρατική Άμυνα. Η οργάνωση αυτή προερχόταν από τον όμιλο «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» και αποτελείτο από γνωστές προσωπικότητες του ευρύτερου ακαδημαϊκού χώρου, της διανόησης (και μετέπειτα της πολιτικής): Γεώργιος Φίλιας, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Κώστας Σημίτης, Σάκης Καράγιωργας και πολλοί ακόμα.
– Πώς θυμάστε την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος;
Ήρθε ο Λάμπης Ντόλκας στο σπίτι της φίλης μου, Πάτης, μέλλουσας συζύγου του, γειτόνισσάς μου –τότε έμενα στα Εξάρχεια, στον λόφο του Στρέφη–, επειδή φοβόταν πως θα τον συλλάμβαναν. Πράγματι τον έψαχναν, ήταν γενικός γραμματέας της ΕΦΕΕ, της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος. Είχε ραντεβού στη Δεξαμενή με κάποιους Λαμπράκηδες και πήγα στη θέση του εγώ, που ήμουν άγνωστος στην Ασφάλεια. Λίγο αργότερα, βέβαια, ο ίδιος συνελήφθη. Ο Χασαπογιάννης έφυγε στο εξωτερικό, συνέλαβαν τον Αγγελίδη το καλοκαίρι του 1968· τον βασάνισαν φρικτά. Έχουν φύγει και οι τρεις ωραίοι αυτοί και αγαπημένοι άνθρωποι. Μετά τις αποχωρήσεις και τις συλλήψεις επικρατούσε ταραχή, διότι έπρεπε να εξαφανίσω τα διάφορα πειστήρια. Από μαρξιστικά βιβλία μέχρι υλικά, όπως το θειικό οξύ που μάζευα από το εργαστήριο χημείας του πανεπιστημίου για να φτιάξουμε μολότοφ – έτσι έλεγαν οι συνταγές τότε.
Ο Ψυχογιός αργότερα συνεργάστηκε με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο, μέλος και αυτός της Δημοκρατικής Άμυνας, ο οποίος είχε επαφές με τα ανώτερα κλιμάκια της οργάνωσης. Ωστόσο του καταλογίζει αυταρχικές πρακτικές, που τον οδήγησαν στην αποχώρηση το καλοκαίρι το 1969. Λίγο μετά ο Κωνσταντόπουλος συνελήφθη, ενώ ο Σημίτης διέφυγε στην Ιταλία με ψεύτικο διαβατήριο.
«Έλα να με βρεις στο Παρίσι»
Ο Ψυχογιός διατηρούσε κρυφή (και πάντοτε προσεκτική) επικοινωνία με τον Δημήτρη Χασαπογιάννη, ο οποίος βρισκόταν στη Ζυρίχη. Μια Βραζιλιάνα απεσταλμένη τού μετέφερε ένα σύντομο και σαφές μήνυμα εκ μέρους του φίλου του: «Αν θες δυναμική δράση στην Ελλάδα, έλα να με βρεις στο Παρίσι». Ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα, βρέθηκε –στις αρχές φθινοπώρου 1969– στη γαλλική πρωτεύουσα.
Εκεί είχαν ήδη τεθεί τα πρώτα θεμέλια από ένα «μωσαϊκό» εξόριστων –διαφορετικών προελεύσεων– οι οποίοι είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους ενάντια στο καθεστώς: παλιά μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη, της Δημοκρατικής Άμυνας, αλλά και ανεξάρτητοι αγωνιστές. Μέσα σε αυτό το εξεγερσιακό κλίμα του παριζιάνικου «Μάη», που ακόμα δεν είχε σβήσει, γεννήθηκε η οργάνωση Κίνημα 20ής Οκτώβρη. Η ημερομηνία δεν ήταν τυχαία. Στις 20 Οκτωβρίου 1969, μέλος της οργάνωσης τοποθέτησε βόμβα στο Κολωνάκι, πράξη που έμελλε να βαφτίσει το νέο εγχείρημα. Στην οργάνωση στο Παρίσι μετείχαν ο Γιάγκος Ανδρεάδης, ο Μιχάλης Κασίμης, ο Κώστας Βαϊκούσης και άλλοι. Στην Αθήνα, στον πυρήνα που ήταν ο Ψυχογιός, συμμετείχαν οι «Πάνος», Γιώργος Σαγιάς, Νίκος Μανιός (βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μετά), Νίκος Χρυσανθόπουλος, Αποστόλης Μανωλάκης.
– Ποιες ήταν οι σκέψεις εκείνη την περίοδο;
Ο βασικός διαχωρισμός μεταξύ των οργανώσεων ήταν η στάση απέναντι στη βία. Υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν στη δυναμική δράση κι εκείνοι που την απέρριπταν. Τότε οι περισσότερες οργανώσεις (ΠΑΜ, Ρήγας, Άμυνα) είχαν εξαρθρωθεί. Τα γνωστά της αριστερά κυκλώματα η αστυνομία τα εξουδετέρωσε πιο γρήγορα. Το 1969, λοιπόν, δεν υπήρχε πια τίποτα. Και το ερώτημα ήταν: τι κάνουμε τώρα; «Βάζουμε βόμβες!».
–Θυμάστε κάποια επιχείρηση;
Μαζί με τον καλύτερό μου φίλο, ο οποίος είχε το προνόμιο να έχει δίπλωμα οδήγησης και αυτοκίνητο, βάλαμε την πρώτη μας βόμβα. Δεν μας έπιασαν και μετά ο ένας φίλος έφερνε τον άλλον κι έτσι φτιάχτηκε στην πράξη ο πυρήνας μας. Είχαμε τοποθετήσει και εκρηκτικό μηχανισμό στη Σχολή Ευελπίδων.
– Μπορεί η βία να έχει ποτέ αγαθό κίνητρο;
Ναι, μπορεί να έχει αγαθό κίνητρο. Στη συγκεκριμένη, όμως, περίπτωση το κίνητρο ήταν η απελπισία. Αυτό που μας βασάνιζε ήταν τι θα κάνουμε για να ελευθερωθούμε. Δεν ήμασταν επαγγελματίες πολιτικοί και σχεδόν κανείς από εμάς δεν έγινε. Δεν είχαμε κοινωνική και πολιτική εμπειρία, αλλά πιστεύαμε ότι κάνουμε πολιτική. Αν μπορείς να αλλάξεις τις σχέσεις εξουσίας, τότε μόνο κάνεις πολιτική. Εάν όχι, παραμένεις αόρατος και κανείς δεν σε υπολογίζει πραγματικά.
– Έχει μια αυτοκριτική διάθεση αυτό που λέτε…
Φυσικά. Έχω σταθεί κριτικά και αυτοκριτικά γι' αυτά τα χρόνια, το έχω γράψει πολλές φορές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργήθηκε στη Μεταπολίτευση. Καταλάβαινα πολύ καλά ότι τόσο η 17 Νοέμβρη όσο και ο ΕΛΑ προέρχονταν από κόλπους οργανώσεων της αντίστασης. Οι τρεις βασικές οργανώσεις του δυναμικού χώρου που διαμορφώθηκαν τότε ήταν η 20ή Οκτώβρη, ο Άρης του Ρήγα Φεραίου και η Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση, από την οποία τελικά γεννήθηκε η 17 Νοέμβρη.
– Εσείς εναντιωθήκατε στη δράση τους επειδή στο μεταξύ είχε αποκατασταθεί η δημοκρατία;
Φυσικά. Επιπλέον, ένιωθα ότι είχα συμβάλει άθελά μου στη δημιουργία του χώρου, γιατί αυτοί επικαλούνταν τον αντιδικτατορικό αγώνα για να νομιμοποιήσουν τη δική τους πρακτική. Όμως δεν ήταν πια νέοι που αντιδρούσαν αυθόρμητα σε μια δικτατορία. Πλέον δρούσαν σαν πολιτικοί που είχαν υιοθετήσει τον ένοπλο αγώνα ως πάγια τακτική, όχι ως αναγκαστική επιλογή απέναντι σε ένα ανελεύθερο καθεστώς.
– Άρα δεν είχατε σχέσεις μαζί τους ποτέ;
Όχι, καμία σχέση. Ήμουν πάντα αντίθετος, διότι δεν αποδέχονταν τους κανόνες της δημοκρατίας. Όλα αυτά, πάντως, τα έχει καταγράψει αναλυτικά ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του για τη 17 Νοέμβρη.
– Έχετε καταλήξει αν τελικά αυτό που δίνει ζωή στις ιδέες μας είναι ο διωγμός τους;
Κοίταξτε, ο κόσμος δεν αντιδρούσε τόσο πολύ ενάντια στο καθεστώς. Ειδικά για όσους ζούσαν στην επαρχία και ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, η ζωή τους δεν είχε τεράστια διαφορά μετά το πραξικόπημα. Όσοι ήταν αριστεροί υπέφεραν, γιατί συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν. Η κατάσταση όμως ήταν ήδη άσχημη και πριν από τη χούντα. Η δικτατορία επιβλήθηκε σε μια εποχή που υπήρχε ο χωροφύλακας, η έννοια του νικητή και του ηττημένου, έντονες αντιπαραθέσεις και οξύς πολιτικός λόγος. Εμείς θέλαμε δημοκρατία και ελευθερία.
– Αισθανθήκατε ποτέ ότι γράφετε ιστορία;
Η δράση μας –αρχικά συνδικαλιστική στο πανεπιστήμιο και αντιστασιακή αργότερα– σχετίζεται και με τον ηρωισμό. Αισθάνεσαι ότι μετέχεις στη μεγάλη σειρά των Ελλήνων ηρώων, που ξεκινά από τον Μαραθώνα, περνάει στον Μέγα Αλέξανδρο, στο Βυζάντιο και φτάνει ως την Ελληνική Επανάσταση. Από εκεί, βέβαια, αρχίζει ο διαχωρισμός των ηρώων. Άλλους θεωρούν ήρωες οι μεν άλλους οι δε. Στην Ελλάδα υπάρχει η κουλτούρα του ασυμβίβαστου ήρωα…
– Η πολιτική είναι υπόθεση «επαγγελματιών»;
Έτσι είναι, έτσι πρέπει να είναι. Εμείς νομίζαμε ότι κάναμε πολιτική αλλά, στην πραγματικότητα, με την ουσία της πολιτικής, δηλαδή τα ζητήματα εξουσίας, δεν είχαμε σχέση.
– Ποιος είναι ένας καλός πολιτικός;
Είναι αυτός που λαμβάνει υπόψη του το δημόσιο συμφέρον και δεν ενδιαφέρεται μονάχα για την επανεκλογή και την προώθησή του στο πολιτικό σύστημα. Στην πολιτική υπάρχουν και προσωπικές φιλοδοξίες που δεν είναι κακές…
– Υπάρχουν κανόνες;
Ο κανόνας της πολιτικής είναι ο ανταγωνισμός για την εξουσία. Αν υπάρχει βία, δεν υπάρχει δημοκρατία. Στη δημοκρατία γίνεται πολιτική συμφωνία για τον τρόπο ανάδειξης στην εξουσία και αποκλείονται η κληρονομική διαδοχή και η άσκηση βίας. Μετριόμαστε λοιπόν, οι περισσότεροι κερδίζουν. Οι πολιτικοί είναι ελεύθεροι, δεν ασκούν βία ο ένας στον άλλον, αλλά πρέπει και ο πολίτης να είναι ελεύθερος να επιλέξει. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η δημοκρατία αποτελεί «επαγγελματική» κατάκτηση των πολιτικών από την οποία επωφελούμαστε οι πολίτες. Αλλά ούτε αυτοί ούτε εμείς το κατανοούμε έτσι.
Στο Παρίσι με τον Σαρτρ
Δεκέμβριος 1970. Με υποτροφία για διδακτορικό έφτασε στο Παρίσι ο μακρυμάλλης νεαρός, κουβαλώντας στις αποσκευές του τη δίψα για μάθηση, τις εμπειρίες της αντίστασης αλλά και το βάρος ενός αγώνα που δεν είχε ολοκληρωθεί. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισε στη Γαλλία ήταν ο σπουδαίος υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν-Πολ Σαρτρ. «Με πήγε ένας σύντροφος και με σύστησε: “Ήρθε ο μικρός ήρωας από την Ελλάδα”», θυμάται γελώντας ο Δημήτρης Ψυχογιός. Ο Σαρτρ, γνωστός για την αλληλεγγύη του προς όσους αγωνίζονταν ενάντια στην καταπίεση, έκοψε σχεδόν μηχανικά ένα τσεκ – μια αυθόρμητη χειρονομία συμπαράστασης, χαρακτηριστική της γενναιοδωρίας του.
«Μια σημαντική γνωριμία ήταν ο ιστορικός και ανθρωπολόγος Πιερ Βιντάλ-Νακέ, εξαιρετικός άνθρωπος και επιστήμονας», θυμάται. Συμμετείχε ενεργά στη στήριξη των εξόριστων Ελλήνων. Όταν διοργανώθηκε δημοπρασία πινάκων για τη χρηματοδότηση της αντίστασης, χρειαζόταν κάποιος να επιβλέπει τις πωλήσεις ώστε να μην πέσουν κάτω από το όριο που είχαν θέσει οι καλλιτέχνες. «Δεν μπορώ να είμαι εκεί, θα είσαι εσύ», του είπε. Έτσι, με δανεικό σακάκι, ο Ψυχογιός βρέθηκε να επιβλέπει τη διαδικασία στο μεγαλοπρεπές Espace Cardin! Για να πάρει πολιτικό άσυλο, του συμπαραστάθηκαν στις γαλλικές Αρχές ο Νίκος Σβορώνος και ο μεγάλος βυζαντινολόγος Πολ Λεμέρλ.
– Πώς ήταν το κλίμα στο Παρίσι τότε;
Το Παρίσι ήταν μεγάλο κέντρο, σύχναζε κόσμος από κάθε γωνιά του πλανήτη. Βρέθηκα σ' ένα εξαιρετικό πανεπιστήμιο, με εργαστήρια, βιβλιοθήκες, ζωντανό φοιτητικό περιβάλλον, γεμάτο συνθήματα και δράση. Έμενα σε πανεπιστημιακή «κηπούπολη», γεμάτη φοιτητές από δεκάδες χώρες, όπου διαρκώς γίνονταν πολιτιστικές εκδηλώσεις – σινεμά, πάρτι. Τα φοιτητικά εστιατόρια πρόσφεραν φτηνό και καλό φαγητό· ιδιαίτερα το εστιατόριο δίπλα στο Ελληνικό Σπίτι ήταν διάσημο σε όλο το φοιτητικό Παρίσι. Όλοι οι Έλληνες εκεί ήμασταν αντίθετοι στη δικτατορία, πέρα από λίγους χαφιέδες του προξενείου.
– Σας πλησίασαν ποτέ τέτοιοι άνθρωποι;
Μια μέρα συνάντησα τυχαία ένα παιδί που το ήξερα από τους προσκόπους και πήγαμε για καφέ στη Βαβέλ, καφενείο απέναντι από την πολύγλωσση πανεπιστημιούπολη . «Πού σπουδάζεις εσύ;» τον ρωτάω. «Ε, να... ξέρεις, εγώ δεν είμαι για σπουδές εδώ. Τη στρατιωτική θητεία μου κάνω. Έχει πολλούς κομμουνιστές κι εγώ παριστάνω τον φοιτητή», μου είπε όλο υπερηφάνεια (γέλια).
– Συναντήσατε και τον Πέτρο Ευθυμίου στο Παρίσι;
Με τον Πέτρο πηγαίναμε μαζί στο 5ο Λύκειο Αρρένων. Ήταν συμμαθητής με τον αδελφό μου, Πάνο, δύο χρόνια νεότερός μου και, ως καλοί μαθητές, ήμασταν και οι δύο απουσιολόγοι. Είχαμε διασταυρωθεί μερικές φορές, ήξερα ποιος ήταν. Το καλοκαίρι του 1971, μου τηλεφωνεί ο Γιάγκος Ανδρεάδης και μου λέει: «Θα έρθει να σε βρει ένα παιδί, έχω μιλήσει μαζί του, είναι αστέρι». Η αποστολή μου ήταν να τον εκπαιδεύσω στα πυρομαχικά. Το ραντεβού ορίστηκε στην Πορτ ντ’ Ορλεάν, κάτω από το άγαλμα του στρατηγού Λεκλέρκ. Πηγαίνω, προχωρώ προς το άγαλμα και πέφτω πάνω στον απουσιολόγο από το σχολείο! Δεν δηλώσαμε γνωριμία, δεν αναφερθήκαμε στο παρελθόν μας. Η εκπαίδευση έγινε σε μια γιάφκα που είχαμε εκεί κοντά. Δεν του είπα «σε θυμάμαι» ούτε κι εκείνος άφησε να φανεί τίποτα. Μετά κάναμε αγώνα για να το ξεχάσουμε και οι δύο. Ο φόβος ήταν πάντα παρών: τι κάνεις αν σε συλλάβουν και σε βασανίσουν; Δεν μπορούσες να θεωρείς δεδομένο ότι θα αντέξεις. Για να μην τον προδώσεις, έπρεπε να μην ξέρεις.
– Ολοκληρώσατε το διδακτορικό σας;
Όχι, το εγκατέλειψα τη δεύτερη χρονιά. Μόλις συλλάβανε τους συντρόφους μου, σταμάτησα να παρακολουθώ τα μαθήματα – το διδακτορικό μου ήταν πάνω στη Θεωρητική Φυσική και δεν είχα ούτε χρόνο ούτε ενδιαφέρον. Στράφηκα στην Πληροφορική και ύστερα στις Κοινωνικές Επιστήμες. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, εργάστηκα στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών κι έκανα διδακτορικό αργότερα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Βεργίνα
Την εποχή που ο Μανόλης Ανδρόνικος έφερνε στο φως τον τάφο του Φιλίππου Β΄, ο Δημήτρης Ψυχογιός και ο Ηλίας Νικολακόπουλος πέρασαν έναν μήνα στη Βεργίνα μελετώντας τον «μετασχηματισμό των αγροτικών κοινοτήτων». «Βλέπαμε ανθρώπους να κόβουν τα πεύκα. Είναι δυνατόν να καταστρέφουν έτσι τον λόφο;» Είχαν θυμώσει. Έναν μήνα αργότερα έμαθαν μαζί με όλη την ανθρωπότητα ότι κάτω από τον λόφο κρυβόταν η βασιλική νεκρόπολη των Μακεδόνων.
«Ξεκίνησα με Φυσική, πέρασα στην Πληροφορική, μετά στην Αγροτική Κοινωνιολογία και Εθνολογία, τέλος στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας· τώρα ξαναγυρίζω στη Φυσική μέσω της Μεταφυσικής». Μελέτησε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τη διανομή των εθνικών γαιών, τις οικονομικές δομές της υπαίθρου, περνώντας από το Συρράκο της Πίνδου μέχρι την Πάλαιρο της Ακαρνανίας. Στην ερευνητική του πορεία, χρησιμοποίησε διάφορα (κλασικά) οικονομικά μοντέλα, τη θεωρία της γαιοπροσόδου, ενώ ένα γαλλικό βιβλίο που διάβασε εκείνη την περίοδο άφησε το αποτύπωμά του στη σκέψη του. Αναφερόταν στις μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα και στο πώς αυτές προσαρμόζονταν στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Από την πολιτική δράση στην επιστημονική έρευνα, η πορεία του Ψυχογιού ήταν μια συνεχής αναζήτηση. Από την αντίσταση στο Παρίσι έως την ανάλυση της επικοινωνίας, το ζητούμενο παρέμενε το ίδιο: να κατανοήσει τις δυνάμεις που διαμορφώνουν την πραγματικότητα.
Γνωσιακή απόλαυση
– Έπειτα από τόσα κείμενα, άραγε, υπάρχουν νέα πράγματα που κάθε φορά ανακαλύπτετε στη γραφή;
Η ανάγνωση έχει τα μυστικά! Εξακολουθώ να κάνω αυτό που έκανα σ’ όλη μου τη ζωή, να διαβάζω και να αναζητώ νέα γνώση. Συνεχώς ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα ξέρεις, πράγματα που σε κάνουν να βλέπεις τον κόσμο με καινούργια μάτια.
– Είναι ανάγκη ή επιλογή το γράψιμο;
Δεν θα το έλεγα ανάγκη. Το γράψιμο είναι η μοναδική μου επιλογή έκφρασης.
– Ποια βιβλία διαβάζετε ξανά και ξανά;
Σπανίως διαβάζω δεύτερη φορά ένα βιβλίο. Οι αναγνώσεις μου είναι χρησιμοθηρικές. Μόνο αν θέλω να ψάξω κάτι συγκεκριμένο. Η απόλαυση της ανάγνωσης είναι γνωσιακή. Η εμπειρία είναι η ίδια η γνώση. Δεν με μεταφέρει σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως κάνει η λογοτεχνία, με την οποία τα τελευταία χρόνια δεν έχω στενή σχέση.
Σημίτης και εκσυγχρονισμός
– Τι σήμαινε για εσάς;
Ο εκσυγχρονισμός ήταν η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν θυμάσαι, το 1981 ο Κώστας Σημίτης δεν ήταν καν υποψήφιος βουλευτής γιατί είχε μιλήσει για την «Ευρώπη των λαών», κάτι που δεν άρεσε σε αρκετούς στο ΠΑΣΟΚ. Η ένταξη στο ευρώ ήταν η μεγάλη μάχη λοιπόν. Σήμαινε ότι το πολιτικό προσωπικό δεν μπορούσε πλέον να διαχειρίζεται το νόμισμα αυθαίρετα, να το υποτιμά, να προκαλεί πληθωρισμό ή να μοιράζει χρήματα για εκλογικές σκοπιμότητες. Η απώλεια ελέγχου στο εθνικό νόμισμα ήταν τεράστια παραχώρηση εξουσίας, θετική για τη χώρα οπωσδήποτε Αλλά ο εκσυγχρονισμός δεν ήταν μόνο οικονομικός.
Ο πολιτικός εκσυγχρονισμός, με βασικό παράδειγμα το ΑΣΕΠ, έβαλε τέλος στο πελατειακό κράτος στις προσλήψεις. Το κράτος, οι δημόσιοι οργανισμοί και οι τράπεζες προσλάμβαναν μέσω πολιτικών σχέσεων. Στο Βήμα, όπου έγραφα ως «Βοκκάκιος», σατίριζα το φαινόμενο των προσλήψεων λίγο πριν από τις εκλογές του 1993, όταν προσλάμβαναν κόσμο ενώ δεν υπήρχαν ούτε γραφεία να καθίσουν. Δεν εξαλείφθηκαν οι παθογένειες, αλλά έγινε σοβαρή προσπάθεια. Ο εκσυγχρονισμός ήταν επίσης πολιτισμικός. Ο Σημίτης δεν μίλησε ποτέ για διαπλοκή και συμφέροντα, ενώ δεν χρησιμοποιούσε πατριωτικά συνθήματα και αναφορές στις Θερμοπύλες, τον Κολοκοτρώνη και την Κορυτσά…
– Ποια είναι η ιδεολογία σας σήμερα;
Θεωρώ ότι παραμένω αριστερός. Πιστεύω στην ευρωπαϊκή αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία.
– Ο λαός θέλει πραγματικά τις μεταρρυθμίσεις;
Ο κόσμος δεν θέλει τίποτα. Ούτε γενικώς «μεταρρυθμίσεις», ούτε να αλλάξει η χώρα γενικώς. Θέλει το αριστοτελικό «ευ ζην»: να είναι ευτυχής, με άλλα λόγια. Καταλαβαίνει τις μεταρρυθμίσεις μόνο από τις συνέπειές τους. Αν, για παράδειγμα, κάνει μια ώρα να φτάσει στη δουλειά του επειδή δεν υπάρχουν λεωφορεία, τότε θα είναι υπέρ της μεταρρύθμισης των συγκοινωνιών! Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, διαχρονικά, αυτοί που κυβερνούν την Ελλάδα είναι ελάχιστοι. Οι ενδιαφερόμενοι για την πολιτική είναι μικρές μειοψηφίες. Η ιδέα ότι ο λαός κυβερνά μέσω των πολιτικών είναι ψευδής, γιατί στην πραγματικότητα ο λαός δεν θέλει να ασκεί εξουσία: την ευτυχία αναζητά.
– Γιατί συμβαίνει αυτό;
Ακόμα και στην πρότυπη Αθηναϊκή Δημοκρατία ο Αριστοφάνης περιγράφει την αστυνομία της εποχής να κυνηγά τους αργόσχολους στην Αγορά με «μεμιλτωμένον σχοινίον» (σχοινί βαμμένο κόκκινο, που λέρωνε όποιον ακουμπούσε) για να τους υποχρεώσουν να ανηφορίσουν ως την Πνύκα. Ακόμα και τότε, οι πολίτες «αντιστέκονταν». Πάντως και στην Πνύκα, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου, δεν χωρούσαν περισσότεροι από 6.000 πολίτες, ενώ εκείνοι –την εποχή του Περικλή– ήταν πάνω από 40.000.
Ψήφος, ρουσφέτι και φυλακή
– Ποια είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου για τον συμπατριώτη σας Ανδρέα Καρκαβίτσα;
Μεγάλωσα με τον Καρκαβίτσα, βλέπαμε την προτομή του στην πλατεία μας, ήμασταν περήφανοι, ήταν ο διάσημος συμπολίτης μας. Για πολλούς, το παράδειγμά μας. Γράφοντας γι' αυτόν θέλησα να αναδείξω τρία πράγματα: τις κοινωνικές σχέσεις όπως διαμορφώνονται μέσω του θεσμού της προίκας, την πολιτική εμπειρία του ίδιου και το γενικό πολιτικό σύστημα της εποχής του. Το βιβλίο περιγράφει τη βία που ασκείται στους πολίτες από τους κομματάρχες και το κατώτερο πολιτικό προσωπικό. Χρησιμοποιούν τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό: «Θα με ψηφίσεις, γιατί αλλιώς θα σε τιμωρήσω: με πρόστιμο, σύλληψη, δίκη, φυλάκιση». Αντίθετα, οι πελατειακές σχέσεις υπάρχουν μεταξύ των πολιτικών: οι ανώτεροι χρησιμοποιούν τον δημόσιο πλούτο, διανέμουν μερίδια στους κατώτερους για να τους έχουν υποτελείς. Ο Καρκαβίτσας, σε αντίθεση με τον Παπαδιαμάντη, ενεπλάκη στην πολιτική και του κόστισε: τον κυνήγησαν και οι βενιζελικοί και οι βασιλικοί. Δεν ήταν επαγγελματίας πολιτικός. Χωράνε ιδεολόγοι και ερασιτέχνες στην πολιτική; Δεν χωράνε. Το πληρώνουν.
– Πόσο διαφέρουν οι σημερινές πολιτικές σχέσεις σε από αυτές του 19ου αιώνα;
Κατά τον 19ο αιώνα, η επιβίωση εξαρτιόταν άμεσα από το κράτος και τους πολιτικούς προστάτες. Σήμερα, η ανάγκη επιβίωσης δεν είναι τόσο πιεστική. Το κράτος και η κοινωνία είναι πλουσιότερα, άρα ο πολίτης εξαρτάται λιγότερο από το πολιτικό σύστημα και τις σχέσεις εξουσίας. Ωστόσο, οι πελατειακές σχέσεις δεν εξαφανίστηκαν. Μετά τον πόλεμο, η λογική του ρουσφετιού ήταν ιδεολογικά περιοριστική: «Δεν θα κάνεις ρουσφέτι σε αριστερό». Με τη Μεταπολίτευση, όμως, οι πελατειακές σχέσεις γενικεύτηκαν. Τα κόμματα έγιναν μαζικά, γιατί ο πολίτης είχε να κερδίσει κάτι από αυτά – διορισμούς, πρωτίστως. Όταν το κράτος αποδυναμώνεται, οι πελατειακές σχέσεις εξασθενούν – και μαζί με αυτές τα κόμματα.
– Για ποιο πράγμα στη ζωή σας είστε πιο πολύ περήφανος;
Για μερικά βιβλία και κείμενα που έχω γράψει. Πάντα τη δουλειά μου εκτιμούσα – οι άλλοι εκτιμούσαν τη συμμετοχή μου στην αντίσταση. Τις περισσότερες φορές που βγήκα στην τηλεόραση ήταν για να μιλήσω γι' αυτό και όχι για κάποιο βιβλίο μου. Το συμπέρασμά μου είναι ότι, δυστυχώς, η βία και ο πόλεμος γοητεύουν!
– Σας αγχώνει το πέρασμα του χρόνου;
Μόνο με την έννοια να μην αφήσω πίσω μου εκκρεμότητες. Αυτό με ενδιαφέρει.
– Ποια είναι η φιλοσοφία σας για τη ζωή;
Η προσωπική φιλοσοφία είναι πλέον απλή: Να διαβάζω και να γράφω. Να αγαπάω τους ανθρώπους και να με αγαπάνε· να έχω φίλους, να είναι καλά αυτοί και οι οικογένειές μας, τα αδέλφια μου, τα παιδιά μας, τα εγγόνια... Η γενική, για τον κόσμο, την πολιτική και τους ανθρώπους, είναι πολύπλοκη· περιέχεται στα γράψιματά μου.
– Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
Η ματιά του Δημήτρη Ψυχογιού σού αφήνει μια ζεστή αίσθηση. Η παγωμένη Κυψέλη είναι γεμάτη μνήμες αλλά και πάντα σε κίνηση. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρίσκεται η οικία του Κωνσταντίνου Κανάρη, που ανατίναξε την τουρκική ναυαρχίδα το 1822, έζησε και πέθανε εκεί το 1877. Οι απαισιόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι ο λαός είναι ένας συνασπισμός προυχόντων, αρματολών και κλεφτών που αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε μεταρρύθμιση, διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού το πελατειακό «πεπρωμένο» που υπάρχει από συστάσεως ελληνικού κράτους. Οι πιο αισιόδοξοι, όμως, δεν χάνουν την ελπίδα τους ότι το εκσυγχρονιστικό ρεύμα μπορεί και σήμερα να μας ηλεκτρίσει…