Βιβλιο

Ο Paul Auster και η Νέα Υόρκη

Την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόμουν να γράψω τις μεταπασχαλινές Σημειώσεις, έγινε γνωστός ο θάνατος του Paul Auster. Οπότε, ξεκινάω για Νέα Υόρκη…

Γιώργος Φλωράκης
ΤΕΥΧΟΣ 915
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολ Όστερ: Η σχέση του συγγραφέα που πέθανε σε ηλικία 77 ετών με τη Νέα Υόρκη.

Όσα βιβλία μοιάζουν συνδεδεμένα μ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, μου ασκούν μεγάλη γοητεία. Υποθέτω ότι αυτή η έλξη ξεκίνησε πολύ παλιά, από την εποχή που διάβαζα Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο ντετέκτιβ του, ο Φίλιπ Μάρλοου, μιλούσε για το Λος Άντζελες, μια πόλη που ούτε τότε ούτε τώρα έχω δει από κοντά: «Πήγαμε δυτικά, πέσαμε στη Sunset και γλιστρούσαμε γρήγορα και αθόρυβα σε μια από τις λωρίδες της. Ο οδηγός φαινόταν να μισοκοιμάται αλλά προσπερνούσε τα γρήγορα αγόρια στα κάμπριο σεντάν λες και ήταν σταματημένα. Για χάρη του όλα τα φανάρια γίνονταν πράσινα. Κάποιοι οδηγοί το ’χουν. Δεν έχασε ούτε ένα» («Αντίο γλυκιά μου»). Και δεν είναι μόνο η αναφορά στην πόλη. Είναι η αίσθηση ότι βρίσκεσαι εκεί.

Το «Αντίο γλυκιά μου» ήταν το πρώτο βιβλίο του Τσάντλερ που διάβασα. Και η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» το πρώτο βιβλίο του Paul Auster που αγόρασα λίγο καιρό μετά το πρώτο μου ταξίδι στην πόλη όπου ο σπουδαίος συγγραφέας γεννήθηκε. «Μία ώρα αργότερα, ενώ ανέβαινε με το λεωφορείο νούμερο 4 στη γωνία της 70ής Οδού με την Πέμπτη Λεωφόρο, δεν είχε ακόμη απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα. Από τη μια πλευρά είχε το πάρκο, καταπράσινο μέσα στον πρωινό ήλιο, με τις αιχμηρές φευγαλέες σκιές, από την άλλη βρισκόταν το μουσείο Φρικ, λευκό και αυστηρό, λες και το είχαν παρατήσει για να πεθάνει» («Γυάλινη πόλη», μετ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο).

Η πρώτη από τις τρεις νουβέλες που αποτελούν την «Τριλογία της Νέας Υόρκης», η «Γυάλινη πόλη», είναι αυτή που έχει τις περισσότερες αναφορές στην πόλη. Και την ώρα που θαυμάζεις τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται τα τρία αυτά κείμενα, με τους ήρωες των προηγούμενων να εμφανίζονται ξαφνικά στα επόμενα, την ώρα που αναγνωρίζεις τη μεταμοντέρνα συνθήκη ως συνδημιουργό των κειμένων, την ώρα που παραδίδεσαι στη διακειμενικότητα, την ώρα που καταλαβαίνεις ότι με τον Auster η αμερικάνικη λογοτεχνία παίρνει έναν ολοκαινούργιο δρόμο, δεν μπορείς παρά να περπατήσεις μαζί του στη Νέα Υόρκη: «Έφτασε στον σταθμό Γκραντ Σέντραλ πολύ νωρίτερα. Το τρένο του Στίλμαν δεν θα έφτανε πριν τις 6.41, αλλά ο Κουίν χρειαζόταν χρόνο για να μελετήσει τον χώρο και να βεβαιωθεί ότι ο Στίλμαν δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Καθώς βγήκε από την υπόγεια διάβαση, είδε το ρολόι να δείχνει τέσσερις και κάτι. Ήταν ώρα αιχμής και ο σταθμός άρχιζε ήδη να γεμίζει. Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στα στριμωγμένα κορμιά, ο Κουίν έφερε βόλτα τις αριθμημένες θύρες, ψάχνοντας για κρυμμένες σκάλες, εξόδους που δεν επισημαίνονταν, σκοτεινές εσοχές στους τοίχους. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας άνθρωπος αποφασισμένος να εξαφανιστεί μπορούσε να το κάνει χωρίς μεγάλο κόπο».

© EPA/TONI ALBIR

Καθόλου μεγάλη απόσταση από την αφήγηση του Τσάντλερ. Άλλωστε στην «Τριλογία» ο Auster κάνει ένα είδος μετα-νουάρ νουβέλας που έχει βαθιές ρίζες στους τρόπους των πρωτοπόρων. Το ερώτημα είναι αν μερικές από τις σκηνές γράφονται για να πάνε πιο πέρα την πλοκή ή για να περιγράψουν απλώς στιγμιότυπα της Νέας Υόρκης. Μα αν έχεις περπατήσει απ’ άκρη σ’ άκρη τη γέφυρα του Μπρούκλιν δεν υπάρχει περίπτωση να μη θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό: «Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Μπλου διέσχισε πεζός τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Η τελευταία φορά ήταν μαζί με τον πατέρα του όταν ήταν παιδάκι, και η θύμηση εκείνης της μέρας ξαναγυρνά τώρα στο μυαλό του. Μπορεί να δει τον εαυτό του να κρατά το χέρι του πατέρα του και να περπατά στο πλάι του και, κατά μήκος της ατσάλινης οδογέφυρας από κάτω, θυμάται ότι είπε στον πατέρα του πως ο θόρυβος ακουγόταν σαν το βουητό ενός τεράστιου σμήνους μελισσών. Αριστερά του βρίσκεται το άγαλμα της Ελευθερίας. Δεξιά του το Μανχάταν, με κτίρια τόσο ψηλά μέσα στον πρωινό ήλιο που μοιάζουν με πλάσματα της φαντασίας» («Φαντάσματα»).

Ο Paul Auster έφυγε στις 30 Απριλίου στα 77 του χρόνια. Στα περισσότερα από τα βιβλία του βρήκα στοιχεία που δεν φανταζόμουν ότι υπήρχαν στη λογοτεχνία. Όσο για τη Νέα Υόρκη, επέστρεφε κάθε φορά μέσα από τα γραπτά του ολοζώντανη: «Ήρθε το καλοκαίρι κι οι δρόμοι έγιναν ζεστοί και υγροί, αφόρητοι όπως μόνο στη Νέα Υόρκη μπορούν να είναι» («Το κλειδωμένο δωμάτιο»).
Αντίο κι ευχαριστώ για τα ταξίδια!