Βιβλιο

Περί ανθρώπων: Ένα μυθιστόρημα για τους νοσταλγούς του κορωνοϊού

Η Γιούλη Τσε ρίχνει την ηρωίδα της στην καρδιά του πρώτου κύματος του Covid 19. Τολμάμε να είμαστε στ’ αλήθεια άνθρωποι;

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 909
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αναγνώστης με αιτία: Παρουσίαση του βιβλίου «Περί ανθρώπων» της Γιούλη Τσε, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

Ποιος δεν αναπολεί με νοσταλγία τις μέρες του κορωνοϊού; Ποιος δεν αναζητά τις μέρες των μοναχικών περιπάτων, τα μηνύματα εγκρίσεως εξόδου από το σπίτι, την επανασύνδεση με τον εαυτό; Ποιος δεν διάβασε τόσα βιβλία μαζεμένα, ποιος δεν είδε τόσες πολλές σειρές, ποιος δεν αγόρασε τόσες πολλές μάσκες προσώπου; Αμ’ εκείνοι οι χαιρετισμοί με τους αγκώνες; Τα πρόσωπα των επιδημιολόγων στην τηλεόραση; Οι γραφικοί συνωμοσιολόγοι; Τα εμβόλια με τα τσιπάκια;

Αχ, τι υπέροχες εποχές! Βέβαια, χάθηκε η ευκαιρία να τελειώνει ο πλανήτης με το ανθρώπινο είδος, αλλά τι να κάνουμε, φαίνεται ότι η επιχείρηση δεν ήταν τόσο καλά σχεδιασμένη ή επρόκειτο να παραδώσει ένα μήνυμα που δεν αναγνώσθηκε ποτέ – ή, κι αναγνώσθηκε, δεν έγινε κατανοητό.

Κοντολογίς, λάτρεψα την πανδημία.

Μπορείτε επομένως να φανταστείτε πόσο απόλαυσα το βιβλίο της Γερμανίδας Γιούλι Τσε που έγραψε το μυθιστόρημα «Περί Ανθρώπων» – και μετέφρασε θαυμάσια ο Απόστολος Στραγαλινός (εκδόσεις Μεταίχμιο).

Σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, η συγγραφέας ρίχνει την ηρωίδα της στην καρδιά του πρώτου κύματος του Covid 19. Την ονομάζει Ντόρα. Την έχει να συζεί με φανατικό ακτιβιστή που από τη φάση «σώζουμε τον πλανήτη, μη χρησιμοποιείτε το αυτοκίνητό σας», έχει περάσει στο «ήρθε το τέλος του πλανήτη, αγοράστε μάσκες, οχυρωθείτε στα σπίτια σας, ο Αρμαγεδδών είναι προ των πυλών». Κατηγορεί την Ντόρα ότι με το επάγγελμά της (είναι διαφημίστρια) σπρώχνει τον κόσμο στην κατανάλωση, κάτι δραματικά λάθος.

Τι να κάνει η κοπέλα; Τον εγκαταλείπει να βράζει στο ζουμί του και στις θεωρίες του περί του τέλους του κόσμου και με τις οικονομίες της αγοράζει ένα σπίτι σε κάποιο μακρινό χωριό. Εκείνη, μια αστή, ενδύεται μανδύα χωριατοπούλας, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και πάει να κατοικήσει στην επαρχία. Μακριά από τα στίφη, μακριά από την παράνοια, μακριά από τον νευρωτικό της σύντροφο.

Τι υπέροχη που είναι η ζωή στο χωριό! Σκάβεις τον κηπάκο σου, φυτεύεις ζαρζαβατικά, βλέπεις πιο καθαρά τον έναστρο ουρανό. Τι κι αν πρέπει να πάρεις το αυτοκίνητό σου για να πας στο πιο κοντινό σούπερ μάρκετ, τι κι αν το ξεχορτάριασμα ζιζανίων από το χώμα δεν είναι ακριβώς εύκολη υπόθεση, τι κι αν η ίδια δεν έχει ιδέα από κηπουρική; Τι το έχουμε το YouΤube;

Τι κι αν ο γείτονάς σου είναι ιδεολογίας ναζιστικής;

Ο γείτονάς της γίνεται τώρα το κύριο πρόσωπο στο μυθιστόρημα και στη ζωή της Ντόρας. Φροντίζει για να φέρει έπιπλα στην αγροικία της, φροντίζει να της επιδιορθώνει τα υδραυλικά, φροντίζει να την ξυπνάει με τις αγριοφωνάρες του καθώς τραγουδάει κάποιον ύμνο του Φύρερ. Κοντά στην Ντόρα μένει κι ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων –κάθε σοβαρό πόνημα, ταινία ή σειρά έχει απαρεγκλίτως ένα τέτοιο ζευγάρι– που βοηθάει την Ντόρα να πλοηγηθεί στον κόσμο της επαρχίας. Αποδεικνύονται οι καλοί της άγγελοι. Αυτοί και η σκυλίτσα της και η κόρη του γείτονα που μένει με τον φασίστα πατέρα της και υιοθετείται τρόπον τινά από την ηρωίδα του μυθιστορήματος.

Είναι ένα συγκινητικό, άκρως ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αξίζει σίγουρα να διαβαστεί. Τουλάχιστον από εμάς, τους νοσταλγούς του κορωνοϊού.