Βιβλιο

O Άγγελός της - Μέρος 13ο

Μυθιστόρημα - 13ο Μέρος (13/12/23)

Ισαβέλλα Ζαμπετάκη
Μυρσίνη Ελευθερίου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Ξυπνάω χαμογελώντας. Σκέφτομαι πως το άνοιγμα φτερών του αετού είναι τόσα μέτρα, του άλμπατρος τόσα, του κόνδορα τόσα, και τα λοιπά και τα λοιπά— μολονότι εγώ δεν έχω ιδέα για το μήκος των φτερών κανενός πουλιού, κάποιοι τα ξέρουν όλα καλά. Αλλά πόσο να είναι άραγε το άνοιγμα φτερών του Ισμαήλ;

Ανοίγω τα μάτια για να τα δω άλλη μία φορά από κοντά, και για να ξαναγγίξω την απαλότητά τους, που όμως δεν μπορούσε να κρύψει την τρομερή, αλλόκοτη δύναμη που είχαν, μια δύναμη που έκρυβε μέσα της την ισχύ ενός κινητήρα για τζετ, πολλαπλασιασμένη στον κύβο.

Μα ο φύλακας-άγγελός μου, ο εραστής μου, έχει σηκωθεί.

Ανασηκώνομαι στο αναστατωμένο κρεβάτι για να τον δω. Και τον βλέπω πράγματι. Βάζει τη βαλίτσα του στο επάνω μέρος της ντουλάπας, έχοντας τακτοποιήσει ήδη όλα της τα περιεχόμενα στα ράφια και στα συρτάρια. Και, για κάποιο λόγο, φορά ακόμη το πουκάμισό του. Και το παντελόνι του. Και τα παπούτσια του.

Σκύβω και κοιτάζομαι με τρόμο, έτσι όπως εξακολουθώ να ξαπλώνω πάνω στο κρεβάτι.

Φοράω κι εγώ τα ρούχα μου.

Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν. Ήταν όνειρο; Ήταν φαντασίωση; Όλο αυτό ήταν… ήταν στο μυαλό μου;

Ένας αναστεναγμός βγαίνει από μέσα μου, μακρύς, πυκνός και πένθιμος. Αν και δεν μου είναι αρκετός. Δεν μου φτάνει. Αυτό που όντως θέλω είναι να κλάψω. Γοερά και επί ώρα. Γιατί δεν μπορώ να το πιστέψω — και να το χωνέψω. Και δεν εννοώ μόνο αυτό που τελικώς δεν είχε γίνει ανάμεσα σε εμένα και τον Ισμαήλ. Εννοώ και το γεγονός —πράγμα πολύ χειρότερο— ότι το ήθελα τόσο πολύ, που το κατασκεύασα με τον νου μου, υποσυνείδητα, με την πρώτη ευκαιρία. Ήμουν τόσο… τι φρικτή λέξη… τόσο στερημένη λοιπόν; Ή…;

Ή αυτός ήταν τόσο ξεχωριστός;

Τον κοιτάζω με το στήθος μου βαρύ από μία πίκρα που σχεδόν μπορείς να την πάρεις στα χέρια σου και να την παρηγορήσεις. Καθώς άνοιγα τα μάτια, έκανα τη σκέψη ότι θα τον ντρεπόμουν λιγάκι μόλις θα τον έβλεπα, λόγω όλων αυτών που κάναμε στο κρεβάτι. Τώρα, ντρέπομαι πολύ περισσότερο επειδή δεν τα κάναμε. Επειδή τα σκέφτηκα μόνη μου. Επειδή τα ήθελα τόσο μοναχικά — τόσο απελπισμένα.

Με μια φλούδα ελπίδας στην καρδιά, κοιτάζω δίπλα μου, το στρωμένο κρεβάτι. Ναι, είναι στρωμένο, και μάλιστα με το σεντόνι να μην έχει την παραμικρή ζάρα επάνω του. Ο Ισμαήλ δεν έκατσε καν εκεί δίπλα μου όσην ώρα ξάπλωνα. Και, εδώ που τα λέμε: πόση ώρα είμαι εκεί;

«Τι ώρα είναι;» τον ρωτάω. Η φωνή μου είναι νυσταγμένη, και λίγο βραχνή. Σαν να πέρασα μία οργιώδη νύχτα με έναν άγγελο, και μετά να κοιμήθηκα στην αγκαλιά του.

Εκείνος γυρίζει σαν ρομπότ προς το μέρος μου.

«Έξι και μισή», μου λέει αμέσως, χωρίς να το σκεφτεί και χωρίς να κοιτάξει κάποιο ρολόι.

«Έξι και μισή; Ακόμα;»

Δεν απαντά. Και πολύ καλά κάνει. Δεν πιάνουμε κουβέντα με ανθρώπους που απλώς θέλουν να μας πιάσουν κουβέντα χωρίς να έχουν κάτι να μας πουν, ή αποκρύπτοντας και κρύβοντας πίσω από τα δόντια τους αυτό που στ’ αλήθεια τούς καίει. Κρίμα όμως. Γιατί —παρά την ντροπή μου, που ευτυχώς τη νιώθω να ξεγλιστρά από τα δάχτυλά μου και να κυλά στο πάτωμα, και να χάνεται, όσο κυλούν τα δευτερόλεπτα—, κρίμα, λέω, γιατί ήθελα τόσο να του πιάσω κουβέντα. Αυτό και μόνο αυτό, ακριβώς. Δεν το κρύβω.

Αναστενάζω πάλι, και σηκώνομαι.

Το δωμάτιο είναι σχετικά δροσερό, αντιλαμβάνομαι κοιτώντας από την μπαλκονόπορτα με μισόκλειστα μάτια. Θα φοβόμουν το αντίθετο αν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Αλλά όχι. Είναι τέλειο. Αυτή που δεν είναι διόλου τέλεια είμαι εγώ. Και όχι μόνο γιατί είμαι μέτρια και χλιαρή. Αλλά και γιατί έχω επείγουσα ανάγκη από ένα ντους. Βέβαια, τίποτε δεν με εμποδίζει να κάνω ένα καυτό ντους, αν και ακόμη δεν έχω καν επισκεφτεί το μπάνιο του μικρού μας δωματίου. Αυτό που με απασχολεί είναι τι θα κάνω μετά. Δεν έχω φέρει μια αλλαξιά μαζί μου, μια δεύτερη μπλούζα — κάτι. Δεν έχω τα καλλυντικά μου, τα βαφτικά μου, τα οτιδήποτέ μου.

Τι κάνουμε;

«Έχει κάτι καθαρά ρούχα εδώ, για σένα. Ελπίζω να σου κάνουν».

Παίρνω τα μάτια μου από τη θάλασσα και τον κοιτάζω. Στέκεται δίπλα στην ντουλάπα και μου τη δείχνει.

«Ρούχα», του λέω.

Κουνάει το κεφάλι του καταφατικά.

«Και πώς βρέθηκαν εκεί;»

«Απλώς ρώτησα τη δεσποινίδα στη ρεσεψιόν».

«Τη δεσποινίδα στη ρεσεψιόν».

«Ναι».

«Και η δεσποινίδα στη ρεσεψιόν είχε ρούχα και σου τα έδωσε».

«Ναι. Τα αφήνουν εδώ οι πελάτες. Είναι συχνό φαινόμενο».

«Συχνό φαινόμενο».

«Συχνό φαινόμενο».

«Ώστε έτσι. Άρα έχω καθαρά ρούχα για να βάλω, και υποθέτω ακριβώς στο νούμερό μου. Έτσι, σαν από θαύμα».

«Δεν χρειάστηκε να γίνει κάποιο θαύμα, απλώς…»

«Α! Ώστε, αν χρειαζόταν, θα έκανες. Αυτό θέλεις να μου πεις;»

«Δεν είπα κάτι τέτοιο».

«Δεν είπα ότι το είπες. Είπε ότι αυτό ήθελες να πεις. Αυτό εννοούσες».

«Είπα απλώς…»

«Κατάλαβα τι είπες. Αλλά γιά πες μου, και πες το μου ειλικρινά, κι εγώ δεν θα σε ξαναρωτήσω: αλήθεια κάνεις τέτοια θαύματα; Ή και άλλα, πιο περίπλοκα;»

«Μαίρη… Δεν κάνω θαύματα».

Με πιάνουν τα γέλια. Ξαφνικά, απροειδοποίητα, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Πιάνω τα πλευρά μου και αρχίζω να γελάω, και να γελάω, λυγίζοντας τα γόνατα και νιώθοντας τα μάτια μου να τρέχουν. Όλο αυτό δεν κρατά πάνω από ένα λεπτό, αλλά και πάλι έχω την εντύπωση πως ποτέ κανείς δεν έχει γελάσει πάνω από δύο ή τρία δευτερόλεπτα το πολύ. Το ένα λεπτό, ή περίπου τόσο, είναι πάρα πολύ. Στο διάστημα αυτό, φυσικά, ο Ισμαήλ δεν κουνιέται καν. Και, ακόμη πιο φυσικά, δεν γελάει. Δεν μπορεί να μιμηθεί το γέλιο μου, δεν το κολλάει. Ίσως να μην είναι καν σε θέση να γελάσει. Ίσως τα πλάσματα του είδους τουνα μη γελάνε και να μην κλαίνε. Οι άγγελοι δεν γελάνε. Νά ένας τίτλος για ένα βιβλιαράκι. Κατά το «Οι άντρες δεν κλαίνε». Και κατά το «Οι σκληροί δεν χορεύουν». Χα. Διόλου έξυπνο, ναι. Το ξέρω.

Κουνάω το κεφάλι μου για να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου και για να φύγουν από πάνω μου και τα τελευταία ξέφτια του ύπνου και του γέλιου μου.

«Πολύ ωραία λοιπόν», του λέω. «Πάρα πολύ ωραία. Οπότε, μπορώ επιτέλους να κάνω ένα ντουζάκι. Ή μήπως θέλεις να κάνεις εσύ πρώτος;»

«Μπορείς να πας», μου λέει δείχνοντάς μου την κλειστή πόρτα του μπάνιου, σε μια μάλλον άχρηστη χειρονομία αβρότητας.

«Ευχαριστώ. Αλλά να δω τα ρούχα πρώτα. Μήπως χρειαστεί να ξαναπάς στην κοπέλα κάτω για να της ζητήσεις κι άλλα. Θα έχει, δεν μπορεί».

Σηκώνομαι, πηγαίνω προς την ντουλάπα και την ανοίγω.

Τα καινούργια εσώρουχα είναι τακτοποιημένα μέσα σε νάιλον σακουλάκια καθαριστηρίου. Εκπέμπουν νότες απολύμανσης και καθαριότητας. Θα τα ελέγξω τελευταία. Αλλά τα ρούχα…

Δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία από ρούχα. Πράγμα λογικό, αλλά και σπαστικό υπό μία έννοια: μιας και έγινε που έγινε αυτό το «θαύμα», θα προτιμούσα να είχα το περιθώριο της επιλογής.

Όμως όχι. Υπάρχει μόνο ένα παντελόνι· μία μπλούζα· ένα μπουφάν· και ένα ζευγάρι παπούτσια.

Το παντελόνι είναι ένα εφαρμοστό τζιν στο χρώμα του ανοιχτού γραφίτη, με τα γόνατα κομμένα. Η μπλούζα είναι αμάνικη, ελαστική, όχι ακριβώς του γούστου μου, και κόκκινη. Το μπουφάν είναι κοντό, πάνω από τη μέση, ελαφρύ και με τσέπες. Μου αρέσει, και θα κρύβει και το πολύ προκλητικό μπλουζάκι.

Δεν θα τα δοκιμάσω μπροστά του, βέβαια. Αλλά ούτε και πριν κάνω το ντους μου.

Τα αρπάζω όλα στην αγκαλιά μου και πηγαίνω στο μπάνιο γυρνώντας απότομα να τον κοιτάξω για να πιάσω το βλέμμα του. Και φυσικά το πιάνω: με κοίταζε. Άντρες — είναι όλοι τους ίδιοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

Toμπάνιο με αναζωογονεί. Όχι ακριβώς όσο η σωτήρια επέμβαση του Ισμαήλ το πρωί, αλλά πολύ κοντά σε εκείνην. Το λουτρό είναι μεγαλύτερο από όσο φοβόμουν, και πολύ πιο άνετο από όσο ήλπιζα. Ο θάλαμος της ντουζιέρας είναι φτιαγμένος από φιμέ σαγρέ τζάμια, και όση ώρα σαπουνίζομαι και αφήνω το νερό να πέφτει επάνω μου έχω τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα απέναντι —που την άφησα ξεκλείδωτη απλώς και μόνο επειδή δεν υπήρχε κλειδί στην κλειδαριά της—, μην τυχόν και δω κάποια θολή σκιά να γλιστράει μέσα. Ναι, είναι σίγουρο πως δεν θα μπει εδώ, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είμαι και τόσο συνηθισμένη να κάνω μπάνιο με έναν άντρα λίγα εκατοστά του μέτρου μακριά μου. Πόσο δε μάλλον με έναν άντρα με φτερά στην πλάτη του. Μαλακά, πουπουλένια φτερά. Παντοδύναμα φτερά. Φτερά που είναι σε θέση να τον μεταφέρουν με υπεράνθρωπες ταχύτητες από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, μέσα σε δευτερόλεπτα.

Τέτοια φτερά.

Α, ναι, είμαι σίγουρη γι’ αυτό.

Ξεπλένομαι, βγαίνω έξω από τον στενό θάλαμο και τυλίγομαι σε μια μεγάλη, μαλακή, απορροφητική πετσέτα. Ήταν ωραία. Είναι ωραία. Βασικά, νομίζω πως είμαι πιο κοντά στην ευτυχία από οποτεδήποτε άλλοτε τα τελευταία… ναι, δεν ξέρω ακριβώς. Τον τελευταίο πολύ καιρό, πάντως. Και αυτή η πετσέτα με έκανε να νιώσω πραγματικά υπέροχα. Να ’ναι καλά. Και να ’ναι καλά και όσα προηγήθηκαν.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη με το γεμάτο καλλυντικά ραφάκι από κάτω του, αλλά είναι θολός από τα νερά. Λογικό. Ποτέ δεν κάνω κρύο ντους, και ποτέ δεν κάνω χλιαρό ντους. Κι ας είμαι εγώ χλιαρή. Θέλω το νερό να καίει και να ζεματάει. Οπότε… ναι: δεν μπορώ να δω τίποτε στον καθρέφτη. Μηδέν από μηδέν, μηδέν. Μια αχνή θολούρα μόνο.

Σκύβω λίγο προς τα μπροστά και, με μια άκρη της πετσέτας, σκουπίζω λίγο τη γυάλινη επιφάνεια. Κοιτάζω πάλι και…

κάποιος είναι πίσω μου!

Τσιρίζω, αφήνοντας την πετσέτα να πέσει στο πάτωμα, και το αίμα μου παγώνει. Αλλά καταφέρνω να στραφώ προς τον άγνωστο, προς εκείνο το τέρας που ορθωνόταν πίσω από την πλάτη μου. Ταυτόχρονα, η πόρτα του μπάνιου ανοίγει διάπλατα και ο Ισμαήλ μπαίνει μέσα, έτοιμος να επέμβει.

Μα δεν υπάρχει κανείς εκεί μέσα. Το πλάσμα που παραμόνευε μέσα στους ατμούς είχε προλάβει να εξαφανιστεί, να γίνει ένα με τον αέρα και το νερό.

Μέσα στο μπάνιο είναι μόνο ο φύλακας-άγγελός μου, και εγώ. Εκείνος φοράει το παντελόνι και το πουκάμισό του —ακόμα— και κοιτάζει μια εμένα και μια ένα γύρω, και εγώ… εγώ δεν φοράω τίποτε και κοιτάζω αυτόν. Κανονικά πρέπει να ξανατσιρίξω, αλλά με κάποιον τρόπο το αποφεύγω. Σαν από θαύμα.

Είμαστε ειδικοί στα θαύματα εδώ πέρα. Άλλος λίγο άλλος πολύ, είμαστε όλοι μας ειδικοί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Δεν ξέρω πόσο δυνατά πρέπει να το φωνάξω αυτό, αλλά εννοείται πως τα ρούχα που τόσο τυχαία είχαν ξεμείνει στο ξενοδοχειάκι μας, και η κοπελίτσα της ρεσεψιόν είχε την ευγενή καλοσύνη να μας δώσει, μου κάνουν λες και ράφτηκαν για το σώμα μου. Ούτε παραγγελία να τα είχα. Βασικά, μου πάνε πολύ περισσότερο από τα ρούχα που είχα διαλέξει τόσο προσεκτικά από την γκαρνταρόμπα μου για το τελευταίο μου ταξίδι: σπίτι-Σημείο. Αυτό είναι το ένα.

Το άλλο είναι πως μπορώ πανεύκολα να πάω στη ρεσεψιόν και να πω στην κοπελίτσα, Α, ώστε έτσι ε; Οι πελάτες σας ξεχνάνε ρούχα. Κι εσείς τα μαζεύετε, τα πλένετε, τα βάζετε σε ειδικές θήκες αποθήκευσης και οργάνωσης ρούχων και περιμένετε πότε θα χρειαστούν στους μελλοντικούς πελάτες σας. Ε; Αυτό δεν ισχυρίζεσαι; Πόσο βολικό!

Αλλά προφανώς και δεν θα πάω να βάλω τις φωνές. Αν απευθύνθηκε πράγματι στο καημένο το κορίτσι για να μου ρίξει στάχτη στα μάτια, ο Ισμαήλ κατά πάσα πιθανότητα το υπνώτισε, ή του έκανε πλύση εγκεφάλου, ή κάτι άλλο εξίσου σατανικό, οπότε εκείνη μπορεί να επιμείνει στο πελώριο ψέμα των ξεχασμένων ρούχων, και να με περάσει και για τρελή από πάνω. Που, όπως έχουμε ήδη πει, μπορεί και να είμαι — αλλά όχι πολύ.

Δεν θα πάω πουθενά, και δεν θα κάνω καμιά σκηνή. Άσ’ τον να κάνει τα παιχνιδάκια του, άσ’ τον να νομίζει ότι μπορεί να με ξεγελάσει με τέτοια φτηνά κόλπα και ταχυδακτυλουργίες. Δεν πειράζει, ας το κάνει. Οι φύλακες-άγγελοί μας έχουν κάποια επιπλέον προνόμια. Το παραδέχομαι. Σαν παιδιά.

Κοιτάζομαι στον καθρέφτη που είναι κρεμασμένος στο ένα φύλλο της ντουλάπας, από μέσα. Φοράω το εφαρμοστό τζιν μου με τα κομμέναγόνατα, την κόκκινη μπλουζίτσα —που θα ταίριαζε πολύ περισσότερο σε μια κοπέλα με τα μισά μου χρόνια, αλλά ας όψεται η ανάγκη— και το κοντό, πάνω από τη μέση, μπουφάν με τις τσέπες. Έχω την εντύπωση πως συνολικά είναι ένα πολύ μοντέρνο ντύσιμο, αλλά μοντέρνο για μια περασμένη εποχή. Ή για μια περασμένη δεκαετία.

Όμως και πάλι δεν θα πω τίποτε. Καθώς ζω μια ξανακερδισμένη ζωή, δεν θα υποπέσω στο αμάρτημα της αχαριστίας. Και, τέλος πάντων, τα ρούχα μού πάνε. Ας το παραδεχτώ.

Με έναν αναστεναγμό, πάω να βάλω τα παπούτσια μου, κι ας με χτυπάνε. Δεν γίνεται να φορέσω ξένα παπούτσια, για όνομα του καλού Θεού.

Αλλά τα κοιτάζω, παρ’ όλα αυτά. Τα παίρνω στα χέρια μου, κάθομαι στο κρεβάτι και τα κοιτάζω.

Είναι ένα ζευγάρια απλά αθλητικά μποτάκια, κόκκινα όπως η μπλούζα μου, με λευκά κορδόνια. Που φαίνονται ολοκαίνουργια. Απλώνω το χέρι και τα πιάνω. Όλο το παπούτσι φαίνεται ολοκαίνουργιο, όχι μόνο τα κορδόνια του. Για την ακρίβεια, φαίνεται εντελώς αφόρετο. Αυτά εδώ, συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν ξεχάστηκαν ποτέ, σε κανένα επαρχιακό ξενοδοχειάκι. Αυτά αγοράστηκαν για μένα. Και φυσικά είναι το νούμερό μου. Και φυσικά θα τα κρατήσω και θα τα φορέσω, γιατί τα δικά μου με χτυπάνε και γιατί αυτά εδώ δεν τα έχει φορέσει άλλη πριν από μένα. Και, ναι, κατά κάποιον τρόπο είναι κάπως αστείο όλο αυτό. Μου έρχεται να βάλω τα γέλια με τα κόλπα του Ισμαήλ, που τελικά είναι πολύ πιο γλυκός από όσο θέλει να φαίνεται. Λέει ψέματα με τον πιο γουστόζικο τρόπο, και πασχίζει να με βοηθήσει διακριτικά, λες και είμαι κανένα μωρό.

Ωραία λοιπόν: θα παραστήσω το μωρό. Για τα ρούχα, εννοώ. Όχι για κάτι άλλο.

«Εσύ;» τον ρωτάω καθώς σηκώνομαι από το κρεβάτι, ντυμένη και έτοιμη για τις τρομερές περιπέτειες που κρύβει αυτό το νυσταγμένο χωριουδάκι. «Δεν υπάρχει κανένα ξεχασμένο ρούχο για σένα στη ρεσεψιόν;»

Με κοιτάζει με εκείνο το σοβαρό του βλέμμα που είναι σχεδόν αστείο.

«Έχω φέρει μαζί μου καθαρά ρούχα», μου λέει. «Και έχω ήδη αλλάξει».

«Μπα; Αφού φοράς τα ίδια».

Δεν μου λέει κάτι.

«Α, μάλιστα», λέω. «Τα καθαρά ρούχα που έφερες μαζί σου είναι ολόιδια μ’ αυτά που φορούσες, ε; Wow. Τι να πω. Αν δεν είναι επιστημονικός μύθος, αυτό το έκανε και ο Αϊνστάιν: είχε τα ίδια κοστούμια, για να μη σπαζοκεφαλιάζει κάθε φορά με το ντύσιμό του. Το ξέρεις, υποθέτω. Όλοι το ξέρουν αυτό».

Του χαμογελάω. Δεν μου ανταποδίδει το χαμόγελο.

«Πολύ καλά λοιπόν», του λέω. «Οπότε τώρα πώς πάει το πράγμα; Τι λέει το πρόγραμμα;»

Αναστενάζει ελαφρά. Τόσο ελαφρά, που είναι σαν να μην αναστενάζει καθόλου.

«Θα ήθελες να βγούμε;» ρωτάει.

«Να βγούμε… Ναι, Ισμαήλ, φυσικά και θέλω να βγούμε, είμαστε σε κάτι σαν διακοπές, έτσι δεν είναι;»

Και πάλι δεν λέει τίποτε. Νομίζω πως εννιά στις δέκα φορές μένει σιωπηλός. Ή και περισσότερες. Ο άγγελός μου.

«Ναι…» λέω πάλι. «Εσύ δεν είσαι ακριβώς σε διακοπές. Έχεις πράγματα να κάνεις. Μία αποστολή». Τονίζω επίτηδες τη λέξη, αν και δεν δείχνει να πτοείται. «Αλλά εγώ είμαι σε διακοπές, οπότε πάμε έξω να γλεντήσουμε. Μπορούμε να πάμε πέρα-δώθε στον παραλιακό δρόμο μέχρι να μας βγει έξω η γλώσσα από την κούραση. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε. Θα έχει πολλή πλάκα».

Δεν γελάει. Ούτε εγώ θα γελούσα.

Αλλά πρέπει κάπως να ξεπεράσω την αμηχανία μου, έτσι δεν είναι; Αν μη τι άλλο, μόλις δέκα λεπτά πριν βρέθηκα ολόγυμνη στο ίδιο μπάνιο με έναν άγγελο. Μπορεί μεν να το αφήσαμε και οι δυο να πάει στο καλό και να προσποιούμαστε έκτοτε λες και δεν συνέβη ποτέ, αλλά συνέβη. Οπότε δικαιούμαι να λέω καμιά σάχλα, απλώς και μόνο για να βγάλω την εικόνα από το μυαλό μου: τα μάτια του να με κοιτάνε λες και δεν είχαν ξαναδεί γυμνή γυναίκα.

Μάλιστα, επίσης μόλις δέκα λεπτά πριν, βρέθηκα ολόγυμνη στο ίδιο μπάνιο και με έναν δαίμονα. Ή ό,τι ήταν αυτό το πλάσμα που αναδύθηκε μέσα από τους ατμούς, για να χαθεί και πάλι μέσα σε μία μόλις στιγμή, σαν να μπορούσε να κρυφτεί στο απ’ ανάμεσα των πραγμάτων.

Συμπέρασμα: καλά κάνω και λέω τα αστειάκια που λέω. Κανονικά, θα έπρεπε να έχω κουλουριαστεί σε μια γωνιά και να τσιρίζω. Να ουρλιάζω από τον τρόμο.

Μυρσίνη Ελευθερίου: O Άγγελός της - Ένα μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες, προσφορά από την Athens Voice

Μυρσίνη Ελευθερίου – «Ο Άγγελός της»: Διαβάστε εδώ το μυθιστόρημα σε 31+1 καθημερινές συνέχειες που θα ολοκληρωθεί την Πρωτοχρονιά.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ