Βιβλιο

Πανεπιστήμια, ένα σκουληκιασμένο κεράσι

35 χρόνια αργότερα

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 313
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σ’ ένα αυτοβιογραφικό βιβλιαράκι με τίτλο «Ο χρόνος πάλι» (που εκδόθηκε πέρυσι από τις εκδ. Πατάκη) καταγράφω μερικές σημειώσεις για το ελληνικό πανεπιστήμιο και τη φοιτητική ζωή από το 1975 ως το 1980, όταν φοιτούσα στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας. Η κατάσταση στο πανεπιστήμιο παραμένει απαράλλακτη· μερικοί μάλιστα διατείνονται ότι έχει χειροτερέψει.

Αθήνα, Χημείο
Ξυπνούσα νωρίς· πάντα είχα λόγους να ξυπνάω νωρίς. Kάθε μέρα επαναλάμβανα στον εαυτό μου: «Πρέπει να σπουδάσω, πρέπει να προχωρήσω»· σπατάλησα τέσσερα –σχεδόν πέντε– χρόνια στη Φυσικομαθηματική της Αθήνας, ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς ζηλωτές: μαθήματα δεν γίνονταν· τα εργαστήρια αναβάλλονταν για την «άλλη» εβδομάδα· γίνονταν συνελεύσεις, πολιτικές εκδηλώσεις, παρατεταμένες, αδιέξοδες συζητήσεις, όπου, συχνά, η βία που υπόβοσκε ξεσπούσε με τρόπους αναπάντεχους. Ένιωθα ότι ζούσα σε μια μικρογραφία ολοκληρωτικού καθεστώτος, σε συνθήκες σοσιαλφασισμού, μαζικής τρομοκρατίας: έβλεπα τον εαυτό μου σαν τον Ιβάν Ντενίσοβιτς· αριθμός μητρώου κρατουμένου: ΙΙΙ-854. Οι κομμουνιστές –κινεζόφιλοι, σοβιετόφιλοι, ρουμανόφιλοι, τροτσκιστές– μου φαίνονταν εν δυνάμει πολιτικοί εγκληματίες: ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν εναντίον των τυράννων τα μέσα των τυράννων. Οι περισσότεροι έκαναν λόγο για «κομματικά καθήκοντα», για «κουμπούρια», για τη «διχτατορία» που θα εγκαθιστούσε το προλεταριάτο… τόνιζαν επιδεικτικά το «χ»· χρησιμοποιούσαν απειλητικές λαϊκές εκφράσεις: «έχω ράμματα για τη γούνα σου», «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»· «φωτιά και τσεκούρι»· μιλούσαν με τρόπο κακόηχο, γλαφυρό: «τα σκυλιά του ιμπεριαλισμού», «με βουβό πόνο αποχαιρετήσαμε τον μπουρλοτιέρη του ΕΛΑΣ...», «οι λακέδες της μπουρζουαζίας»· ενδιαμέσως, ακούγονταν λέξεις της ορεινής επαρχίας, του αγροτικού παρελθόντος. Τα μέλη του «Ρήγα Φεραίου» συμπεριφέρονταν με περισσότερη ηπιότητα· όμως, πώς να συμφιλιωθείς με τόσες αυταπάτες; Όσο για τους τροτσκιστές, ήταν σημαδεμένοι από τη μνήμη του θύματος· δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να επιδείξουν το στρατιωτικό τους πνεύμα, το πόσο λίγο διέφεραν από τους λενινιστές. Καμιά φορά, όταν τους έβλεπα να πουλάνε την «Εργατική πάλη» έξω από το κτίριο του Χημείου, τους χαμογελούσα· μου χαμογελούσαν κι εκείνοι· το βεβιασμένο χαμόγελο του πουριτανού κομμουνιστή. Απέφευγα εκείνους που πουλούσαν τη «Ρήξη» και το «Οδόφραγμα»· η παρδαλή, πολεμοχαρής ορολογία της άκρας Αριστεράς: κοινωνικό μίσος, αδιαλλαξία· ο συνασπισμός των ηλιθίων.

Κάθε μέρα σκεφτόμουν: πρέπει να φύγω από την Ελλάδα· να φύγω, να φύγω για πάντα. Μικρή πόλη, μεγάλη κόλαση. Να σταθώ στο κέντρο του κόσμου, διαπερασμένη από τις ακτίνες του ήλιου: ποιο όμως ήταν το κέντρο του κόσμου; Το ότι έβηχα οφειλόταν στην ασφυκτική, την επαρχιακή ατμόσφαιρα της Αθήνας· ο βήχας, οι υποτροπιάζουσες κρίσεις βρογχοπνευμονίας ήταν μια μεταφορά, ένας συμβολισμός: άνοιξε το παράθυρο... ν’ αναπνεύσω... Υour TV sheets… Την ημέρα που πήρα πτυχίο, φόρτωσα όλα μου τα υπάρχοντα στο τρένο: βιβλία, δίσκους βινυλίου, μπαλωμένα μπλουτζίν, παλιά τεύχη του περιοδικού “Pop”, του “Pop & Rock”, του “Creem” και του “Salut les copains”· όλα εκείνα τα φτωχικά πράγματα που πρόσβαλλαν τα κομμουνιστικά θέσμια του πατέρα μου μαρτυρώντας ότι είχα παρασυρθεί από τον αμερικανικό τρόπο ζωής κι ότι βυθιζόμουν στο σεξ, τα ναρκωτικά και στο ροκ εντ ρολ. Πράγματι: βυθιζόμουν στο σεξ, στα ναρκωτικά και στο ροκ εντ ρολ.

Και αναδυόμουν με τρόπο εξαίσιο.

Έφυγα με το τρένο.

[...]

Γύρω μου εκτυλισσόταν η εποχή της μεταπολίτευσης· ζω πίσω απ’ τον κόσμο, σκεφτόμουν· ανάμεσα σε ανθρώπους που απεργάζονται μια επανάσταση χωρικών· δεν έχω καμιά θέση εδώ, πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω. Αλλά δεν μπορούσα να φύγω· έβγαζα λιγοστά χρήματα μεταφράζοντας και διδάσκοντας αγγλικά και γαλλικά σε φροντιστήρια ξένων γλωσσών· έτρεχα από το ένα φροντιστήριο στο άλλο –από το Παγκράτι στα Λιόσια κι έπειτα στην Πλατεία Μαβίλη– μ’ ένα μηχανάκι πενήντα κυβικών που έκανε θόρυβο σαν να επρόκειτο να διαλυθεί. Σκεφτόμουν: τι θ’ απογίνεις, σ’ όλη σου τη ζωή θα δουλεύεις στα φροντιστήρια; Τι θ’ απογίνεις; Για να συμπληρώσω το εισόδημά μου, μετέφραζα λήμματα για ζωολογικές και φυτολογικές εγκυκλοπαίδειες: Καμηλοπάρδαλις, προκύων ο πλύντης, αίλουρος ο λαμπρός, πετούνια, αζαλέα... Και: τι θα κάνεις με το πτυχίο της Φαρμακευτικής, ποιος θα σε βοηθήσει να σπουδάσεις κάτι άλλο; Θυμάμαι τα χρόνια στη Φυσικομαθηματική σαν μια ξέφρενη κούρσα: έπαιρνα μαθήματα δι’ αλληλογραφίας γύρω από διάφορα γνωστικά αντικείμενα, συσσώρευα πτυχία και πιστοποιητικά σπουδών· όλες μου οι αιτήσεις για υποτροφίες έγιναν δεκτές, αλλά μετά από τόσο μεγάλο κόπο ώστε δεν είχαν πια καμιά αξία. Και παρ’ όλ’ αυτά, πίστευα –το πιστεύω ακόμα– ότι η γνώση είναι αυτοσκοπός: δεν σπουδάζεις «για να...», σπουδάζεις «επειδή...».

Φοιτητική ζωή
Στη Φυσικομαθηματική δεν κάναμε μαθήματα, ούτε εργαστήρια· στήναμε καβγάδες, δήθεν πολιτικούς: οι αμπεχονοφόροι φοιτητές έκαναν αποχές και καταλήψεις. Δεν τολμούσες να τους αντιμιλήσεις· δεν ήξεραν τι είναι δημοκρατία, ούτε σκόπευαν να μάθουν· ίσως είχαν ακούσει κάτι για τη Γαλλική Επανάσταση, κάτι για την Κομμούνα του Παρισιού, για την κατάληψη της Βαστίλλης. Οι περισσότεροι καθηγητές είχαν συνεργαστεί με τη χούντα και δεν πατούσαν το πόδι τους στη σχολή από φόβο μήπως τους ρίξουμε αυγά ή τους δολοφονήσουμε: τα ένστικτα ήταν θηριώδη. Οι φοιτητικές συνελεύσεις διαρκούσαν ολόκληρες μέρες (και νύχτες)· κανείς δεν ενδιαφερόταν για το περιεχόμενο των σπουδών, για το κτιριακό μας χάλι, για τη γενική ελεεινότητα: την οικονομική και αισθητική· για τη σύγχυση του μυαλού και τη ρυπαρότητα των σωμάτων.

Μεταπολίτευση ΙΙΙ
Ωμή αναρχία εξαπολύθηκε στην οικουμένη· κάποια αποκάλυψη πλησιάζει· στροβιλίζονται οι σκιές των πουλιών.

Οι περισσότεροι άνθρωποι στράφηκαν στον κομμουνισμό σε περιόδους φασισμού. Οι αντιφασίστες ταυτίστηκαν με τους κομμουνιστές· οι κομμουνιστές έγραψαν την Ιστορία: την Ιστορία που δεν τη γράφουν οι νικητές· τη γράφουν οι ηττημένοι.

Τι σκεφτόμουν εκείνον τον καιρό: Δεν είμαι σαν εσένα, δεν θα γίνω ποτέ σαν εσένα.

Η Ελλάδα, ένα νεκροταφείο ιδεών, ένα σκουληκιασμένο κεράσι.