Βιβλιο

Γιώργος Σκαμπαρδώνης - «Ήλιος με Ξιφολόγχες»: Έρωτας και θάνατος στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου 

Συγκλονιστική λογοτεχνία, συγκλονιστικό μυθιστόρημα

Στέφανος Τσιτσόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιώργος Σκαμπαρδώνης - Ήλιος με Ξιφολόγχες: Βιβλιοπαρουσίαση του νέου μυθιστορήματος του συγγραφέα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη

Ήλιος με Ξιφολόγχες. Το νέο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη διαβάζεται μονορούφι. Θεσσαλονίκη, Μεσοπόλεμος, πρώτο εξάμηνο του 1931. Έξω η πόλη είναι αγριεμένη, σε λίγο τα γιατί. Πρώτα ας ζουμάρουμε στον ταγματάρχη Γόρδιο Κλήμεντο, επικεφαλής της αντικατασκοπείας, και την ερωμένη του Ντανιέλ Μελισσηνού. Εμπύρετη νύχτα. Οι δυο εραστές ανταμώνουν στο διαμέρισμα του ταγματάρχη, κέντρο καράκεντρο, λίγα μέτρα μακριά από την πλατεία Αγίας Σοφίας. 

Κοντινό στην Ντανιέλ: το κολασμένα αέρινο και πανέμορφο κορίτσι είναι κόρη πασίγνωστου καπνοβιομηχάνου της πόλης. Πάμπλουτη και ξωτική, οδηγεί μια μοτοσικλέτα Χάρλεϊ Ντάβινσον, μένει στη Λεωφόρο των Εξοχών, εκεί που σε εκείνα τα χρόνια ζει το ανφάν γκατέ του χρυσοφόρου εμπορικού συναφιού της πόλης, και η ύπαρξή της ισοδυναμεί με νταλκά βαρύ και πάθος απροσμέτρητο για τον ταγματάρχη Γόρδιο Κλήμεντο. 

Ο Γόρδιος Κλήμεντος: Καθώς η εξοχότητά της μπαίνει και βγαίνει στη ζωή του οπότε της καπνίσει, το είναι και το σώμα του υποφέρουν ανεξέλεγκτα όταν βρίσκεται μακριά της. Η έλλειψη και η απουσία της ανεξάρτητης Ντανιέλ, ενός γνήσιου και ατίθασου φλάπερ κοριτσιού του Μεσοπολέμου, αναστατώνει σαν τεκτονικός σεισμός τις πλάκες και τα έγκατά του, αποσυντονίζοντάς τον από την αποστολή του. 1931, πρώτο εξάμηνο και σε μια Θεσσαλονίκη που σπαράσσεται από λογής συγκρούσεων, ο ταγματάρχης της αντικατασκοπείας Γόρδιος Κλήμεντος πρέπει να ελέγξει τη δυναμική των γεγονότων ώστε η πόλη και η χώρα κατ’ επέκταση να μην οδηγηθούν στο χάος. Εθνικιστές εναντίον σοβιετόφιλων, φιλομουσολινικοί Εβραίοι εναντίον κόκκινων τσαγκάρηδων, φεντεραλιστές, τροτσικστές, βουλγαροκομιτατζήδες και ρουμανοεθνίκια που ονειρεύονται την απόσχιση της Μακεδονίας, όλοι εναντίον όλων, συγκρούονται άλλοτε φανερά και άλλοτε υπόγεια, για να κερδίσουν πόντους επιρροής και να αλώσουν την πόλη. Παρακρατικοί, λιμενεργάτες, πόρνες, πράκτορες ξένων δυνάμεων που αλωνίζουν και ραδιουργούν, ύποπτες ή φανερά εν ψυχρώ δολοφονίες, εξαφανίσεις και 160.000 πρόσφυγες που αναζητούν στον ήλιο μοίρα, στο βιβλίο «Ήλιος με Ξιφολόγχες» συνθέτουν μια Θεσσαλονίκη ένα βήμα πριν από το χάος. 

Απόψε, που η Ντανιέλ του χτυπά το κουδούνι, ο ταγματάρχης Γόρδιος Κλήμεντος θα ξεχάσει την αποστολή του. «Τον φιλάει απομυζητικά και του λέει ψιθυριστά: - Το στόμα σου ευωδιάζει στρατό, χακί και σοκολάτα. Με μια κίνηση πετάει σε μια καρέκλα το ελατί, καμηλό παλτό της με τη ζώνη στη μέση και τις φαρδιές τσέπες, βγάζει τα χαμηλά παπούτσια της με το επάργυρο δέρμα. Κλείνει το ραδιόφωνο και μετά τον αρπάζει ολόκληρο απ’ τη μέση, πάνω απ’ το μπουρνούζι, και τον σφίγγει οδηγώντας τον ανάσκελα στον καναπέ. Το μπουρνούζι του μισανοίγει, η στύση του πετάγεται επιθετικά ορθή κι εκείνη σκύβει ακάθεκτη αποπάνω του βγάζοντας άναρθρους φθόγγους.Τα μαλλιά της τώρα παίρνουν άλλες αποχρώσεις, κόκκινο ακαζού με πυρρές φλόγες, κι απλώνονται χαϊδεύοντας τους μηρούς του ερεθίζοντάς τον ακόμα περισσότερο — κάποια στιγμή, ενώ έχει φτάσει στην άκρη του γκρεμού, την πιάνει απαλά από τις μασχάλες και την τραβάει ώσπου το στόμα της να έρθει στο ύψος του δικού του. Της βγάζει σχεδόν βίαια τον βισσυνή χιτωνίσκο που φοράει και της ξεκουμπώνει σπασμωδικά το μικρό σουτιέν — τα στήθη της, δυο νεαρά, λευκά κουτάβια με διάφανη αφή και κορραλί ρώγες, πάλλονται πάνω από τα χείλη του. Τα αρπάζει εναλλάξ με το στόμα δαγκάνοντάς τα ελαφρά. Εκείνη, με τα μοβ μάτια της σε ονειρική ρέμβη, βογκάει συγκρατημένα, δονείται ολόκληρη καθώς της τραβάει δύσκολα, αγχωμένα το εσώρουχο και μπαίνει μέσα της επιθετικά, χωρίς να της βγάλει το φόρεμα. Η Ντανιέλ σηκώνει το κεφάλι με μια μικρή κραυγή κι αρχίζει να κινείται πάνω του ρυθμικά, με μαχητικό ρεβανσισμό. Εκείνος ρουφάει βαθιά την υγεία και την ευωδία της σάρκας της, αιθέρια έλαια κι αρώματα που έχουν αφομοιωθεί με το σώμα της: μαγνόλια, νεκταρίνι και κρίνο της κοιλάδας. Γεύεται με τη γλώσσα τον ελαφρύ ιδρώτα που έχει εμφανιστεί, σε ελάχιστες σταγόνες, στους βοστρύχους του αυχένα της». 

Αχαλίνωτα ερωτικός και βαθιά ιστορικός, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο νέο του μυθιστόρημα διακτινίζει ήρωες και εαυτόν σε εκείνη τη συνταρακτική εποχή που η γενέθλια πόλη μύριζε μούχλα, προσφυγιά, δυσεντερία, χώμα και σβουνιές, κοντράστ με τα φίνα αρώματα και τις πανάκριβες τουαλέτες που έραβε η αστική τάξη στα σινιέ ατελιέ και τα καπελάδικα της μόδας. Μεταπολεμικές καταθλίψεις και αυταπάτες, χαμοκέλες και ψωροαυλές, αποκαΐδια και τρύπια παπούτσια τη διασχίζουν παράλληλα με τα καλογυαλισμένα άρβυλα των στρατιωτικών του 3ου Σώματος, όπως είναι ο Κλήμεντος και ο βοηθός του, υπολοχαγός Φίλιππος Γιαννιάς. Πανάκριβες, όμως, είναι και οι μπότες της Ντανιέλ, που με τη Χάρλεϊ της διασχίζει την πόλη από άκρη σε άκρη: λασπουριά και μπριγιαντίνη, χρεοκοπία, ανεργία, χαφιέδες και κατάσκοποι, παραγκουπόλεις και Λεωφόρος των Εξοχών της μπελ επόκ. Ένα τίποτα χωρίζει την αριστοκρατία της Θεσσαλονίκης από τις ναυτίες, τους εμετούς και την μπόχα που αναδύεται από τις γειτονιές των φτωχών σε Νέα Ιωνία, Ξηροκρήνη, Βάρνα, Ραμόνα Νεάπολης, Κουλέ Καφέ και Τριανδρία, Τούμπα, Αρετσού και Καλαμαριά. 

© Λάζαρος Γραικός

Η εξαίσια διαστρωματωμένη ιστορικά κοινωνικοπολιτική αφήγηση αναπαριστά μια Θεσσαλονίκη όπου όλα εφάπτονται και διεισδύουν το ένα μέσα στο άλλο. Ο Σκαμπαρδώνης ενορχηστρώνει την ύλη της πόλης με μαεστρία, κεφάλαιο το κεφάλαιο και επεισόδιο το επεισόδιο, προκειμένου να καταλήξει στην ψίχα της. Ψίχα που δεν είναι άλλη από τον Ιούνιο του 1931, τότε δηλαδή που έγινε η πρώτη μεγάλη επίθεση κατά των Ισραηλιτών στην Ευρώπη του 20ου αιώνα, με τα γεγονότα του πογκρόμ και του εμπρησμού του Εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ της Θεσσαλονίκης. Μοιραία εξέλιξη, μαχαιριά στη ζωή της πόλης, που, συμβαίνοντας αρκετό χρόνο πριν από τη χιτλερική Νύχτα των Κρυστάλλων, μοιάζει να προαναγγέλει όλα τα θλιβερά επόμενα: ο Μάης του ’36, η δικτατορία Μεταξά, ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, η ναζιστική κατοχή, η μαζική εξόντωση των Εβραίων και ο Εμφύλιος πόλεμος θαρρείς και εξαπλώθηκαν με ταχύτητα αλυσιδωτής αντίδρασης, συνέπεια εκείνης της νύχτας που ο συνοικισμός του Κάμπελ πυρπολήθηκε. 

Επικίνδυνοι δρόμοι, ίντριγκες κατά ριπάς, βασανιστήρια και θάνατοι με το τουλούμι, αλλά ο ταγματάρχης Γόρδιος, ενώ κανονικά θα έπρεπε να τελεί διαρκώς προσηλωμένος στην αποστολή του, που δεν είναι άλλη από το να κατευθύνει και να παραπλανεί, να εκμαυλίζει, να εξαγοράζει, να στρατεύει χαφιέδες και να μεριμνεί ώστε να μην παραδοθεί η πόλη και η χώρα κατ’ επέκταση στο χάος, χάνει τον έλεγχο εξαιτίας του πυρετού και της κάβλας του για την Ντανιέλ. Έξω η Θεσσαλονίκη διεκδικείται από πολιτικές φατρίες, κόμματα και οργανώσεις που φιλονικούν για το ποιος θα καταστρέψει πρώτος το βενιζελικό κυβερνητικό αφήγημα. Προπαγάνδα και απεργίες κάνουν παιχνίδι κατά συρροή, Σλαβομακεδόνες πράκτορες, ελονοσία και φυματίωση, ρουφιάνοι ταξιτζήδες, καφετζήδες, λούστροι, περιπτεράδες και γκαρσόνια, χωροφύλακες, μυστικοί μπάτσοι και ασφαλίτες θερίζουν. Μαχαιροβγάλτες και πουτάνες, πιστολίδια και λάμες, πεταλούδες και σουβλιά, μυρωδιές από χασίς, αψέντι και μορφίνες, στολές, αρβύλες και εξατμίσεις, όλα παρέλευναν μπροστά από τα μάτια μου τόσο κινηματογραφικά και αλά Σκορτσέζε, που κάποιες στιγμές ένιωθα κι εγώ σαν να είμαι μέσα στα πλάνα των σελίδων - αντίστροφο χρονοταξίδι στις εσχατιές των χρόνων του Μεσοπολέμου. Ο ταγματάρχης Γόρδιος περιπλανιέται έχοντας πάντα την εικόνα της Ντανιέλ στο μυαλό του, προσπαθώντας να λύσει υποθέσεις με φόνους και αντεθνικές δράσεις. Στο φόντο ορχήστρες παίζουν τζαζ και τσάρλεστον για τους πλούσιους, ραδιόφωνα παγκόσμιας λήψης αναμεταδίδουν μπολερό και οπερέτες, κυρίες δίνουν η μια στην άλλη συμβουλές για το βάψιμο των ματιών, χοροί διεξάγονται σε πανάκριβα ξενοδοχεία με σαμπάνια και κρυστάλλινους πολυέλαιους. 

Αλλά ο ταγματάρχης, με την ίδια ευκολία που κινείται σε αυτή τη μαγική και ηδονοθηρική Θεσσαλονίκη, βολτάρει και στην άγρια πλευρά της, εδώ που κάνουν κουμάντο ο διάσημος νταβατζής Αλκής Πετσάς και οι Αυγουλάδες, στα κρατητήρια που κάποιοι φτύνουν το γάλα της μάνας τους μέχρι να τα πουν όλα. Δες όμως αυτόν, που ως τώρα δουλειά του ήταν να χειραγωγεί τους πάντες, πώς χάνει τον έλεγχο εξαιτίας της Ντανιέλ, που πεισματικά επιμένει να του διαφεύγει και να ξεγλιστρά όπως οι σπάνιες πεταλούδες από την απόχη του συλλέκτη. 

Με ρυθμό, ένταση, μετρονομημένη και τεκμηριωμένη παράθεση γεγονότων –προϊόν εξαντλητικής έρευνας– στα πολλαπλά και πολυδιάστατα πεδία της Μεσοπολεμικής εκείνης πόλης, σαρωτικός, περισκοπικός, εν εξάρσει και με μια ντουζίνα αληθινών προσώπων να συμπρωταγωνιστούν μαζί με τους έξοχα επινοημένους του ήρωες, ο Σκαμπαρδώνης δεν χάνει ούτε μια στιγμή το ίσο και την ισορροπία. Με γλώσσα και ύφος ανυπέρβλητο, στιχομυθίες ρεαλιστικές αλλά και έναν εκτροχιαστικά απαράμιλλο και ονειρικά εκθαμβωτικό μποντλερικό ρομαντισμό, ο Σκαμπαρδώνης μέσα από τον έρωτα του Γόρδιου Κλήμεντου για την Ντανιέλ Μελισσηνού παράγει μια συγκλονιστική λογοτεχνία. Το αφήγημα μεταγγίζει πυρετό, που καταλαγιάζει μόνο όταν μετά την πυρκαγιά του συνοικισμού Κάμπελ, ο Γόρδιος και η Ντανιέλ θα αναρωτηθούν προς τα πού θα τραβήξουν, καθώς ήδη έξω από την πόλη και τη χώρα η Ιστορία επελαύνει ανελέητη.