Βιβλιο

Μήτσος Παπανικολάου: Η ζωή και το έργο του «καταραμένου» ποιητή μέσα από ένα βιβλίο

Μια ζωή σαν ρεμπέτικο, που δεν του έλαχε να γραφτεί σε πλάκα γραμμοφώνου

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 861
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

«Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα και αθησαύριστα πεζά - Άπαντα τα ευρεθέντα»: Το βιβλίο του Μιχαήλ Χ. Ρέμπα, από τις εκδόσεις Όγδοο

H πρώτη μου «συνάντηση» με τον Μήτσο Παπανικολάου ήταν κάποιες αναφορές του Γιώργου Τσουκαλά, στο περιοδικό Νέα Εστία, το 1964, για τα βάσανα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, το τελευταίο διάστημα της ζωής του, την περίοδο της Κατοχής. Ο Λαπαθιώτης, έλεγε ο Τσουκαλάς, για να επιβιώσει αναγκαζόταν να ξεπουλάει τα βιβλία του, δουλειά που είχε αναλάβει να διεκπεραιώσει ο Μήτσος Παπανικολάου, που στο τέλος του τα πουλούσε χωρίς να του πηγαίνει ούτε δραχμή, γιατί η ηρωίνη είχε ακριβύνει φοβερά. Τελικώς, πέθανε έναν χρόνο πριν αυτοκτονήσει ο Λαπαθιώτης. Στις 26 Οκτωβρίου 1943, στο Δρομοκαΐτειο, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, σε ηλικία μόλις 43 ετών. Αυτό τουλάχιστον λένε οι περισσότεροι, ότι γεννήθηκε το 1900 – αν και ο Τάκης Σπετσιώτης, που γύρισε την ταινία «Μετέωρο και Σκιά» για τη ζωή του Λαπαθιώτη, λέει ότι ο Παπανικολάου πέθανε σε ηλικία 45 ετών, άρα γεννήθηκε το 1898, επικαλούμενος τη μελέτη «Τοξικομανία δι' ηρωίνης», του Δημήτρη Υφαντή, για το δημόσιο ψυχιατρείο. 

Η δεύτερη συνάντηση με τον Παπανικολάου είναι η σπουδαία έκδοση «Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα και αθησαύριστα πεζά – Άπαντα τα ευρεθέντα», σε εισαγωγή, επιμέλεια και σημειώσεις του Μιχαήλ Χ. Ρέμπα, που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Όγδοο.

Ο Παπανικολάου γεννήθηκε στην Ύδρα και εμφανίστηκε στα νεοελληνικά γράμματα σε ηλικία 16 ετών, δημοσιεύοντας μια σειρά ποιημάτων στο περιοδικό Διάπλασις των Παίδων. Το 1920 εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Νομική και στράφηκε προς τη δημοσιογραφία, ενώ το 1923 ανέλαβε αρχισυντάκτης στο περιοδικό Μπουκέτο, όπου εργάστηκε σχεδόν ως το τέλος της ζωής του, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις μεταφράσεις γαλλικών κειμένων αλλά και ως κριτικός της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Συνολικά έγραψε 60-70 ποιήματα και όσο ζούσε δεν εξέδωσε καμία ποιητική συλλογή, έτσι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την εκδοτική βούλησή του, σημειώνει ο Ρέμπας.

Γράφει ο Γιώργος Κοτζιούλας στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά, το 1953: «Είχε μέτριο ανάστημα και μεγάλο κεφάλι με πρόσωπο λίγο μελαψό και μάτια προς το σκούρο. Μου θύμιζε κάτι προτομές του Μπωντλέρ, αυστηρές. Το σύνολό του είχε κάτι το βαρύ, το αρρενωπό – φαινόταν με το παραπάνω πως είχε προγόνους Υδραίους “αρβανίτες”. Από πού όμως ξεφύτρωσε εκείνο το βίτσιο του, η αρχή του κακού, η αιτία του ξεπεσμού του; Ποτέ δεν είδα να τον επισκέπτονται γυναίκες στο γραφείο του, γιατί δεν είχαν βέβαια κανέναν λόγο κοντά του. Απεναντίας, κάτι ύποπτοι τύποι με τραγιάσκες και ριγωτές φανέλες ξεπρόβαλλαν όχι σπάνια στο στενό της οδού Λέκκα και τον φώναζαν με νοήματα και “πσσσστ!”. Ο Μήτσος έβγαινε αμέσως να τους δει, όχι και τόσο ντροπιασμένος όσο θα περίμενε κανείς, κοιτάζοντας πίσω του μονάχα μην τον δει ο διευθυντής και του γίνει καμιά καθυστέρηση στην πληρωμή, που ήταν για τότε 7-9 χιλιάδες τον μήνα, δηλαδή γενναίος μισθός. Τι τα ’κανε, όμως, πού τα σπαταλούσε και δεν του βρίσκονταν δεκάρα στο χέρι; Κάθε σαββατόβραδο, που δεν είχαμε δουλειά, ανυπομονούσε να φύγει, “σαν το σκυλί στον άλυσο” που λέει κι ο λαός μας. Βιαζόταν ν’ ανταμώσει τα ναυτάκια και τους μανάβηδες, τους Μενιδιάτες της λαχαναγοράς, μαζί με τον Λαπαθιώτη τις περισσότερες φορές, για να ζητάει τη Δευτέρα από μένα: Έχεις κανένα πενηντάρικο;»

Οι μπόρες δεν μας άρπαξαν. Η μουσική σωπαίνει. Σωπαίνουν όλα: τα πουλιά, τα χείλη, τα βιβλία, Ο κουρασμένος έρωτας, η γνώση κι η φιλία. Μείνανε τα φαντάσματα των είκοσι χρονώ μας Μες στον καθρέφτη και γελούν με το παράπονό μας (Domestica)

Στην ποίηση του Παπανικολάου, γράφει στο βιβλίο ο Γιώργος Μαρκόπουλος, «βασιλεύει το φθινόπωρο, ο χειμώνας, ο Γενάρης, η σκοτεινιά, οι αποχαιρετισμοί, το απόγευμα, οι χωρισμοί, οι χαμένες εφήμερες αγάπες, τα φαντάσματα, οι παραισθήσεις, οι “ίσκιοι”, τα άδεια καφενεία και οι αργοί θάνατοι. Η ποίησή του είναι το πουλί που μας χτύπησε το τζάμι και δεν του ανοίξαμε. Ενώ οι στίχοι του, φιλιά κλεφτά που δεν δόθηκαν και αστραπές, είναι. Αστραπές μιας βροχής η οποία, εντέλει αλλού, αλλού ήταν ταγμένη να πέσει». 

Μια νύχτα που σπατάλησα κάθε μου επιθυμία, στην ηδονή, και γύριζα τόσο απογοητευμένος, –σέρνοντας βάρος το ίδιο μου το κορμί που του ήμουν ξένος– ώστε να συλλογίζομαι πως ποτέ πια, καμία μες στη ζωή επανόρθωση θα μου το ξαναδώσει, κι ενώ το μέλλον έβλεπα με σκοτεινά σημεία, ω! πόσο εκείνη τη στιγμή ήθελα να πεθάνω
(Υποσχέσεις)

Για τη ζωή του Παπανικολάου και την «πραγματικότητα» που φοβόταν, λέει ο Μαρκόπουλος: «Την πραγματικότητα του Πειραιά, όπου πέρασε την εφηβεία του, με τα φτηνά κρασοπουλειά, τα καταγώγια, τις χαμοκέλες, τα χασισοποτεία και τους τεκέδες. Των λαϊκών συνοικιών των προαστείων της Αθήνας, επίσης το κάθε λογής αγοραίο ερωτικό “ψωνιστήρι” του κέντρου όταν βράδιαζε ή τα πλινθόκτιστα της Κοκκινιάς, όπου μέσα στην παγερή δυστυχία μιας καμαρούλας, με τα δύο τεράστια μάτια μιας λυπημένης μάνας που του ξυπνούσαν ασταμάτητα ενοχές για το κατάντημά του, πέρασε τα στερνά του χρόνια, πριν η (πιο) μοιραία δόση των ναρκωτικών που κρυφά πήρε, στο Δημόσιο ψυχιατρείο όπου οι φίλοι του από φιλευσπλαχνία για απεξάρτηση τον είχαν στείλει, βρίσκοντάς τον κουρελή, βρώμικο και ζητιάνο, έφερε και το τέλος του».

Αν είχες πεθάνει θα σ’ είχε ξεχάσει η μητέρα σου. Αν σ’ είχα αγαπήσει θα σ’ είχα ξεχάσει εγώ. Η στιγμή γίνηκε ευθεία μέσα στον χρόνο. Βέλος μες στην καρδιά μου, βελόνα που κεντάει τη μνήμη. Το χέρι σου λάμπει στη νύχτα, σημαία του κόσμου (Αθανασία).

Για το τέλος

«Η μόλις σαράντα τριών χρόνων ζωή του ωραίου, παραπονεμένου ποιητή των πενήντα περίπου ποιημάτων, του παθιασμένου μεταφραστή των Γάλλων ομοθρήσκων του ποιητών, του πρωτοποριακού συνεργάτη και στο τέλος διευθυντή του περιοδικού Μπουκέτο, του σταυραδερφού του Λαπαθιώτη, ενός ακούσιου παρία μιας ακόμη “εποχής των δολοφόνων”, του Μήτσου Παπανικολάου, που ξεψύχησε στο τρελάδικο, θύμα μοιραίο της ντρόγκας και των άλλων ναρκωτικών που όριζαν το δραματικό πεπρωμένο του, είναι ένα ακόμη βαρύθυμο ρεμπέτικο που δεν του έλαχε να γραφτεί σε πλάκα γραμμοφώνου» - Θωμάς Κοροβίνης.