Βιβλιο

Βιβλιοθήκες του σπιτιού… και του μυαλού

Τα βιβλία εγγράφονται μέσα μας με πολλούς τρόπους, και μάλιστα τέτοιους που κοροϊδεύουν τη λογική μας — και τη μνήμη μας

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η επικαιρότητα,τα trends του Twitter, κι αυτό που μένει τελικά όταν αυτά φεύγουν

Συχνά τα μέλη των βιβλιοφιλικών ομάδων, αλλά και άλλοι, ανεβάζουν εντυπωσιακές φωτογραφίες παλιών βιβλιοθηκών, βιβλιοθηκών από ιδρύματα, πανεπιστήμια, παλαιοβιβλιοπωλεία, μουσεία κ.ο.κ.— ακόμη και μοναστικών βιβλιοθηκών. Και από κάτω γράφουν, «Νά πού θα ’θελα να είμαι σήμερα», «Ας μπορούσα να περάσω μια νύχτα εκεί μέσα», και άλλα παρόμοια. Βέβαια δεν το εννοούν ακριβώς. Ή δεν το εννοούν καθόλου έτσι. Θέλουν να πουν —προφανώς— ότι τους αρέσουν τα βιβλία, ότι τα αγαπούν, θέλουν να περιβάλλονται από βιβλία, όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά. Δεκτό!

Όμως οι βιβλιοθήκες εκείνες… Θεέ μου, θα ήταν βασανιστήριο για οποιονδήποτε άνθρωπο να έμενε έστω και για λίγο εκεί μέσα, με όλες εκείνες τις χιλιάδες σκυθρωπούς τόμους με τις ξεβαμμένες χρυσοτυπίεςκαι τα μεταλλικά δεσίματα να τον κοιτούν με τις βλοσυρές δερμάτινες ράχες τουςκαι με ζαρωμένα φρύδια κρίνοντάς τον. Γραμμένα σε δυο ντουζίνες άγνωστες γλώσσες —κάποιες από αυτές νεκρές ή νεκροζώντανες—, το μόνο που δεν μπορούν να κάνουν είναι να δώσουν λίγη χαρά σε έναν βιβλιόφιλο χρήστη του Facebook, αν τουλάχιστον δεν είναι βιβλιοθηκονόμος ή καλόγερος, ή αν δεν ψάχνει κάποια συγκεκριμένη μετάφραση από το «Νεκρονομικόν» ή, έστω, την πρωτότυπη έκδοση του «De Vermis Mysteriis» υπό Ludvig Prinn.

Τα βιβλία είναι χαρά, γνήσια χαρά, και απολύτως βιβλιοφιλική, όταν είναι φρέσκα, καινούργια, αγορασμένα τώρα δα, τυλιγμένα ακόμα με το χαρτί του βιβλιοπωλείου ή βγαλμένα μόλις από τη σακούλα τους. Ή είναι χαρά, άλλο τόσο γνήσια, όταν έχουμε καιρό να ιδωθούμε μαζί τους, όταν είναι ο Σιμενόν που διαβάζαμε μικροί, ή ο Λουίς Λαμούρ και ο Τζέιμς Τσέιζ, ο Κάφκα και ο Πόε — τα νιάτα μας. Αλλά ΚΥΡΙΩΣ είναι χαρά όταν είναι φρεσκοτυπωμένα και φρεσκοαγορασμένα: τα καινούργια μας αποκτήματα. Είναι τα βιβλία για τα οποία διαβάσαμε στις ανακοινώσεις των εκδοτικών, στα «Προσεχώς» τους, εκείνα που είδαμε στην Υπό Έκδοση στήλη στα σάιτ τους, ή που τα χαζέψαμε στη σελίδα του οίκου σε μια Αποκάλυψη Εξωφύλλου. Γι’ αυτά είναι που λαχταράμε πιο πολύ. Και μας αρέσει να τα αποκτούμε και να τα μαζεύουμε: να τα αποθησαυρίζουμε, να τα βάζουμε στην άκρη, σαν μία αποταμίευση στην τράπεζα.

Για να πούμε μιαν αλήθεια εδώ πέρα, δεν διαβάζουμε όλα τα βιβλία που αποκτούμε —θα είχαμε πολύ λίγα τότε—, ούτε σκοπός κάθε αγοράς βιβλίου είναι οπωσδήποτε η ανάγνωσή του. Ναι, όλα τους είναι προς ανάγνωσιν, εννοείται αυτό, αλλά κανείς βιβλιόφιλος δεν είναι πραγματικός βιβλιόφιλος αν δεν έχει μερικές ντάνες αδιάβαστα βιβλία στο σπίτι του — και τουλάχιστον τη μισή του βιβλιοθήκη: μάλιστα, όσο πιο μεγάλη, τόσο πιο μεγάλο το ποσοστό των αδιάβαστων — κανόνας. Αυτό που μας νοιάζει, εντέλει, είναι η κατοχή των βιβλίων, ο πλούτος που συνιστούν έτσι συγκεντρωμένα όλα μαζί, η Βιβλιοθήκη.

Κι αλήθεια, πόσααπό αυτά τα βιβλία έχουμε πράγματι διαβάσει; Ή μάλλον, πόσα θυμόμαστε ότι διαβάσαμε; Τι ποσοστό; Αν το σκεφτούμε καλά, αν βάλουμε τα πράγματα κάτω με ειλικρίνεια και χωρίς να κοροϊδευόμαστε, θα δούμε πως δεν είναι και τόσο πολλά. Τα περισσότερα, ένα ποσοστό της τάξεως του 90%, δεν τα θυμόμαστε καθόλου. Ναι, ξέρουμε ότι είναι αστυνομικά, αίφνης, ή λογοτεχνική πεζογραφία, o altra cosa, αλλά μέχρις εκεί. Τι υπόθεση έχουν; Τι συνέβη στις σελίδες τους; Πώς νιώσαμε όταν τα διαβάζαμε; Πού ήμασταν; Ποιοι ήμασταν; Και με ποιον; Είχαμε βγει μαζί εκείνη τη μέρα; Μήπως τσακωθήκαμε; Αυτό εδώ έχει έναν σελιδοδείκτη μέσα από ένα άλλο βιβλίο, κι αυτό λίγους κόκκους ψιλή χρυσαφιά άμμο από νησί. Αυτό ένα ξεραμένο λουλούδι, μάλλον γιασεμί, κι αυτό μια στοιχειωμένη αράχνη που κοιμήθηκε εκεί μέσα και πιάστηκε στον ιστό του. Ναι, καλά όλα αυτά: αλλά τι ΛΕΕΙ αυτό το βιβλίο; Και τι λέγαμε εμείς τότε, όταν ζούσαμε στον κόσμο του; Πού ήμασταν; Ποιοι ήμασταν; Και με ποιον;

Εννοείται πως δεν έχει σημασία. Προφανώς και δεν έχει! Τα βιβλία εγγράφονται μέσα μας με πολλούς τρόπους, και μάλιστα τέτοιους που κοροϊδεύουν τη λογική μας — και τη μνήμη μας. Διαβάζουμε τα βιβλία για την ΙΣΤΟΡΙΑ τους, αλλά η ιστορία τους διαρκεί όσο τα διαβάζουμε. Μετά, μένει κάτι άλλο. Ίσως δεν ξέρουμε τι. Ή μπορεί να μη χρειάζεται να το πούμε.

Αυτό που έχει σημασία είναι η Βιβλιοθήκη. Ακόμη και όταν δεν διαβάζουμε —και συνήθως ΔΕΝ διαβάζουμε, τουλάχιστον όχι όσο διαβάζαμε μικροί, που θέλαμε να προλάβουμε τον μακρύ και υπερπλήρη συρμό της ζωής, που όσο αργούσαμε να επιβιβαστούμε σε ένα του βαγόνι, τόσο ξεμάκραινε—, ακόμη και τότε η βεβαιότητα της ύπαρξής της είναι ένας φάρος, και μια καταφυγή. Μια παρηγοριά.

Και είναι δύο λογιών αυτές οι Βιβλιοθήκες: του σπιτιού μας, και του μυαλού μας. Ή, της «καρδιάς». Και οι δύο είναι δικές μας, η περιουσία μας.

* * *

Κάπως έτσι και με τα θέματα που απασχολούν την επικαιρότητα — άρα και εμάς. Όλα μάς ενδιαφέρουν, πολύ ή λίγο, με πάθος πλαστό ή ειλικρινές, πού και πού και υποκινούμενο από την ιδεολογία μας. Μα κάποια στιγμή όλα τους «αποταμιεύονται» στη βιβλιοθήκη της χθεσινής επικαιρότητας. Αν στύψουμε το μυαλό μας να θυμηθούμετα trends του Twitter της προηγούμενης μόλις εβδομάδας, δεν θα βρούμε, φευ, ούτε ένα. Κι όμως μόνο γι’ αυτά συζητάγαμε. Ναι: αλλά τότε. Τότε που ήμασταν κάποιοι άλλοι.

Η βιβλιοθήκη της χθεσινής επικαιρότητας βέβαια δεν είναι αστείο πράγμα. Είναι τρομερά σημαντικό. Είναι το δεμένο σώμα των εφημερίδων που διαβάσαμε, ή μάλλον που ξεφυλλίσαμε στη ζωή μας. Είμαστε,πέστε, ολόκληροι εκεί μέσα. Είναι αυτό που μας κάνει «ανθρώπους», που μας κάνει πολίτες, που μας κάνει άντρες και γυναίκες, o altra cosa, που προχωράνε στον δρόμο, πάνε στον φούρνο, στην τράπεζα ή στη δουλειά τους. Ή στο μπαρ της γωνίας. Είμαστε όλα αυτά, κι άλλα τόσα.

Είναι σπουδαίο που έχουμε όλη αυτή τη μνήμη πίσω μας και μέσα μας. Αυτή τη βιβλιοθήκη της χθεσινής επικαιρότητας. Κι αν αισθανόμαστε ποτέ καλά, αν αισθανόμαστε ποτέ γεμάτοι και χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, κι αν θέλουμε να κάνουμε ένα μικρό πείραμα τότε, μπορούμε να δούμε —να το δούμε με σιγουριά ανθρώπου που ξέρει καλά την τέχνη του— ότι αυτό που μένει πάνω απ’ όλα αυτά τα αποθησαυρισμένα πράγματα, πάνω από όλο το σώμα των εφημερίδων που διαβάσαμε, πάνω από καθετί, πάνω από κάθε επικαιρότητα και κάθε trend του Twitter, είναι ένα και μόνο ένα πράγμα: είναι η αγάπη.

Η αγάπη για εμάς, για τον άλλον, για τη ζωή, την τέχνη, τα βιβλία — o altra cosa.