Βιβλιο

Αρχίζει το ματς

Το βιβλίο που χρησιμοποιείται στα σεμινάρια προπονητικής της UEFA «επιστρέφει» ανανεωμένο

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αντιστρέφοντας την πυραμίδα», το βιβλίο του Τζόναθαν Γουίλσον για την ιστορία του ποδοσφαίρου, των τακτικών και των συστημάτων του κυκλοφορεί στα ελληνικά σε ανανεωμένη και συμπληρωμένη έκδοση.

Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2022 στο Κατάρ, η 22η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA και παράλληλα το πρώτο «μουντιάλ»που θα διεξαχθεί ποτέ στον αραβικό κόσμο, ξεκινά σε λίγες ημέρες, στις 20 Νοεμβρίου, και θα διαρκέσει έως τις 18 Δεκεμβρίου 2022, την ημέρα του μεγάλου τελικού. Και, αν μπορούμε να είμαστε σίγουροιγια κάτι, είναι ότι το ενδιαφέρον του κόσμου θα αυξάνει μέρα με την ημέρα.

Το ποδόσφαιρο μαγεύει πάνω από έναν αιώνα τώρα όλο τον πλανήτη, και θα εξακολουθεί να το κάνει για πολύ καιρό ακόμα είτε μιλάμε για επίπεδο συλλόγων, είτε για εθνικές ομάδες και μεγάλα τουρνουά όπως αυτό. Μάλιστα, δεν είναι μυστικό ότι τα τελευταία δέκα χρόνια, χάρη στα socialmedia, πολύ περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με την «μπάλα», καθώς άπαντες νιώθουν απενεχοποιημένοι και μιλούν με άνεση για την αγαπημένη τους ομάδα. Όμως πόσο ξέρουμε το ποδόσφαιρο; Και πόσα ξέρουμε από την ιστορία του και την εξέλιξή του; Γιατί, αν επίσης κάτι είναι γνωστό, είναι ότι το ποδόσφαιρο αλλάζει μέσα στον χρόνο — και αλλάζει διαρκώς, καμιά φορά ανεπαίσθητα, και καμιά φορά εκρηκτικά: μεταμορφώνεται.

Στα τέλη Οκτωβρίου κυκλοφόρησε σε μία πολύ φροντισμένη έκδοση το βιβλίο του Βρετανού αθλητικογράφου και συγγραφέα Τζόναθαν Γουίλσον, «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα. Η ιστορία του ποδοσφαίρου, των τακτικών και των συστημάτων του» (Εκδόσεις Polaris). Πρόκειται για τη δεύτερη, ανανεωμένη και συμπληρωμένη έκδοση του βραβευμένου και διεθνώς αναγνωρισμένου ως του σπουδαιότερου βιβλίου τακτικής και ιστορίας του ποδοσφαίρου, ενός εγχειριδίου που χρησιμοποιείται συστηματικά στα σεμινάρια προπονητικής της UEFA. Τη μετάφραση υπογράφουν ο Χρίστος Χαραλαμπόπουλος και ο Γεώργιος Ζαρρής, και την εισαγωγή ο Αντώνης Καρπετόπουλος. Στις 680 πυκνογραμμένες σελίδες του συμπεριλαμβάνονται όλες οι αναθεωρήσεις και βελτιώσεις της αρχικής έκδοσης —με τις οποίες το περιεχόμενο ανανεώθηκε κατά 40%!—, ενώ προστέθηκαν και τέσσερα νέα κεφάλαια στα οποία παρουσιάζονται και σχολιάζονται όλες οι πρόσφατες εξελίξεις του παιχνιδιού. Για να το πούμε ξεκάθαρα: ο αναγνώστης θα βρει έναν ποδοσφαιρικό θησαυρό εδώ πέρα. Κυριολεκτούμε. 

Είχαμε διαβάσει την πρώτη έκδοση, πριν από δώδεκα χρόνια, και είχαμε εντυπωσιαστεί. Αυτή όμως, η ολοκαίνουργια, είναι πολύ καλύτερη. Ένα ολοκαίνουργιο βιβλίο, ένα πληρέστατο εγχειρίδιο, ή: η πραγματική Βίβλος του Ποδοσφαίρου.

Αφού τονίσουμε ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν θα μάθουν απλώς τα πάντα για το αγαπημένο τους σπορ, αλλά θα απολαύσουν ένα γράψιμο που δεν έχει καμία σχέση με «τεχνικό εγχειρίδιο» (κάθε άλλο!), θα αρκεστούμε στο παρόν σημείωμα σε τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα: ένα από την Εισαγωγή, ένα από τον Επίλογο, και ένα από το Κεφάλαιο 19. Πάμε λοιπόν!

Αντώνης Καρπετόπουλος, από την Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση του 2022:

Η δημοφιλία του ποδοσφαίρου μεγάλωσε γιατί αυτό, ωςσπορ (αλλά και ως κοινωνικό παιγνίδι), απέκτησε μια αυτόνομη ιστορία που περνά από γενιά σε γενιά. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο οι νεότεροι ποδοσφαιρόφιλοι κληρονομούν την αγάπη για το σπορ από τους προηγούμενους γιατί μυούνται σε κάτι που μοιάζει με θρησκεία: έχει άγιους και διαβόλους, πρωταγωνιστές και θαυματοποιούς – κυρίως έχει ιστορίες που, για να γίνουν δημοφιλείς, πρέπει κάποιος να τις αφηγηθεί σε μια γλώσσα ποδοσφαιρική και κατανοητή. Η τακτική και οι μεταβολές της είναι μια σημαντική πτυχή αυτής της γλώσσας. Παραμένει ό,τι πιο απαραίτητο για να γίνει κατανοητή όχι η δυσκολία του σπορ, αλλά η ιστορική του εξέλιξη. Ζούμε την εποχή της απόλυτης τακτικής ομογενοποίησης. Οι ποδοσφαιρικές σχολές δεν υπάρχουν πια. […] Δεν υπάρχουν ούτε καν νέα συστήματα: υπάρχει (στην καλύτερη των περιπτώσεων) μια προσπάθεια των νεότερων προπονητών να χρησιμοποιήσουν τα προηγούμενα που ξέρουμε, αλλά με παίκτες που αγωνίζονται μεμεγαλύτερη ενέργεια σε σχέση με τους προκατόχους τους κι αυτό γιατί είναι πιο γυμνασμένοι, πιο πειθαρχημένοι, πιο επαγγελματίες και πιο καλοπληρωμένοι από τους παλιότερους. Και γι’ αυτό τον λόγο το «Αντιστρέφοντας την πυραμίδα» εξακολουθεί να παραμένει χρήσιμο. Το διαβάζεις και υποψιάζεσαι τι θα δεις προσεχώς, ποια δηλαδή από τις παλιές συνταγές θα εκτελεστεί πάλι ώστε να δείχνει φρέσκια. Η συνταγή είναι πάντα απαραίτητη. Κυρίως γιατί η επιτυχία της εκτέλεσής της είναι αβέβαιη. Κι αυτό είναι το αιώνιο μυστικό που κάνειτο ποδόσφαιρο ενδιαφέρον: ο λόγος που παραμένει θεαματικά απρόβλεπτο και πάντα μοντέρνο ενώ είναι τόσο μα τόσο παλιό...

Από τον Επίλογο στην επετειακή τρίτη έκδοση του 2018/2022:

Δεν θα ήταν δύσκολο να αξιολογήσουμε το σύγχρονο ποδόσφαιρο και να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καινούριο. Ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, για να πούμε την αλήθεια, έκανε ακριβώς αυτό σε μια διάλεξη που έδωσε στο Βελιγράδι το 2007, υποστηρίζοντας ότι οι μελλοντικές εξελίξεις στο ποδόσφαιρο δεν θα σημειωθούν στην τακτική αλλά στη φυσική κατάσταση και τη σωματική άσκηση των παικτών. Ως ένα σημείο, πιθανόν να έχει δίκιο. Το ποδόσφαιρο είναι ένα ώριμο παιχνίδι, που έχει μελετηθεί και αναλυθεί επίμονα για σχεδόν ενάμιση αιώνα, και υποθέτοντας ότι ο αριθμός των παικτών θα παραμείνει σταθερός στους έντεκα, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει κάποια επαναστατική αλλαγή στο παιχνίδι, που να καταπλήξει τον κόσμο. Ακόμα κι αν υπάρχει σε κάποια γωνιά του κόσμου ένας άγνωστος προπονητής που σχεδιάζει μια ριζοσπαστική αλλαγή, δεν θα έχει τη βαθιά και καθοριστική επίδραση που είχε, ας πούμε, ο σέντερ φορ που υποχώρησε στα χαφ, στην ομάδα της Ουγγαρίας στις αρχές της δεκαετίας του ’50. […]

Η Αγγλία δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα το 1931 με την υποχώρηση του Ζίντελαρ, οι βρετανικές ομάδες πάλεψαν σκληρά να αντιμετωπίσουν την ίδια τακτική κίνηση του Βσέβολοντ Μπομπρόφ, όταν η Δυναμό Μόσχας περιόδευε στην Αγγλία το 1945, και βέβαια διασύρθηκαν το1953 από τον Νάντορ Χιντεγκούτι. Τα παθήματα, προφανώς, θα έπρεπε να είχαν γίνει μαθήματα, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι αυτά τα τρία παραδείγματα απομονώθηκαν μέσασε μία περίοδο μεγαλύτερη από 22 χρόνια. Αν σήμερα υπήρχε μία ομάδα ανάλογη εκείνης της μεγάλης Ουγγαρίας, δεν θα ερχόταν στο Λονδίνο τυλιγμένη στο μυστήριο. Οι επιτυχίες της θα είχαν μεταδοθεί από την τηλεόραση, θα είχαν καταγραφεί σε DVD, ενώ η κίνηση των παικτών της θα είχε αναλυθεί από υπολογιστή. Μια καινοτομία στην τακτική ποτέ ξανά δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί ξαφνικά στο γήπεδο, ως έκπληξη. Κι εκτός αυτού, ένας ταλαντούχος Ούγγρος προπονητής, όπως ο Γκούσταβ Σέμπες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα δούλευε στην Ουγγαρία, αλλά θα είχε ακολουθήσει τον δρόμο του χρήματος στη Δυτική Ευρώπη. Όσο η διασταύρωση ανάμεσα στις ποδοσφαιρικές κουλτούρες διευρύνεται, τόσο τα εθνικά ποδοσφαιρικά χαρακτηριστικά γίνονται λιγότερο ευκρινή. Δεν έχουμε ακόμη ομογενοποιηθεί και πιθανόν αυτό να μη συμβεί ποτέ, αλλά κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. […]

Κάθε παλιό στιλ μπορεί πάντα να επανεμφανιστεί προσαρμοσμένο σε νέο περιβάλλον, ιδιαίτερα στη μορφή του συντομευμένου πρωταθλήματος των μεγάλων διοργανώσεων. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, ήταν η μοναδική ομάδα που έπαιξε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 χωρίς άμυνα ζώνης τεσσάρων αμυντικών. Ο προπονητής της, ο Ότο Ρεχάγκελ, χρησιμοποίησε έναν λίμπερο με τρεις ποδοσφαιριστές που είχαν αποστολή το ατομικό μαρκάρισμα και στη συνέχεια, για περισσότερη σταθερότητα, είχε μία μεσαία γραμμή με 5 ποδοσφαιριστές και έναν μόνο επιθετικό. «Ο Ρεχάγκελ κέρδισε, γιατί έθεσε ένα πρόβλημα που οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει πώς να το λύνουν», είπε ο Άντι Ρόξμπεργκ. «Δεν ήταν της μόδας, αλλά ήταν αποτελεσματικό. Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές είχαν τον έλεγχο των παιχνιδιών χωρίς να έχουν τον έλεγχο της μπάλας. Η άποψη του Ότο ήταν: Γιατί να δοκιμάσω μία αποδυναμωμένη εκδοχή του συστήματος κάποιου άλλου; Ό,τι κι αν πεις για το σύστημά του, πρέπει να παραδεχτείς ότι η Ελλάδα περνούσε την μπάλα στην επίθεση πολύ γρήγορα κάθε φορά που οι παίκτες της είχαν την κατοχή». Η Γαλλία, ιδιαίτερα, δυσκολεύτηκε πολύ εναντίον της Ελλάδας, χάνοντας μάλιστα 1-0 στους προκριματικούς. «Έπρεπε να δώσουν την μπάλα στον Τιερί Ανρί πιο γρήγορα απ' όσο συνήθως», είχε πει ο Ρόξμπεργκ. «Η πιο επικίνδυνη κίνηση του Ανρί είναι όταν συγκλίνει προς τον κάθετο κεντρικό άξονα του γηπέδου από αριστερά ή όταν κινείται γρήγορα, αριστερά του κάθετου κεντρικού άξονα. Εναντίον της Ελλάδας, έβγαινε υπερβολικά πλάγια, επειδή δεν του έδιναν χώρο. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που επιδιώκεις να κάνεις όταν θέλεις να εξουδετερώσεις μία απειλή: την εξωθείς στην πλαϊνή γραμμή. Οι αντίπαλοι της Ελλάδας δεν ήταν συνηθισμένοι να μαρκάρονται τόσο στενά. Η παλιά μέθοδος αποδείχτηκε πρωτότυπη».

Από το Κεφάλαιο 19 στην ελληνική έκδοση του 2022:

Ο κλασικός ακραίος επιθετικός είχε σχεδόν πεθάνει στη δεκαετία του '60 από τους Βίκτορ Μασλόφ, Αλφ Ράµσεϊ και Οσβάλντο Σουµπελντία. Έως τα µέσα της δεκαετίας του '60, φαινόταν ότι όλοι οι θεαµατικοί ποδοσφαιριστές θα θυσιάζονταν στον ίδιο βωµό εκείνου του µεγάλου µπαµπούλα, του ΒίλιΜάισλ, στο φετιχισµό της ταχύτητας. Ο Αρίγκο Σάκι µπορεί να είχε ανακαλύψει µιαοµορφιά στο σύστηµα, αλλά γενικότερα το αποτέλεσµα του πρέσινγκ ήταν ότι έπνιξε τη δηµιουργικότητα. Όπως είχε συµβεί σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, µετά τον Χέρµπερτ Τσάπµαν, τον Χελένιο Χερέρα και τον Αλφ Ράµσεϊ, τα αµυντικά στοιχεία της καινοτοµίας ρίζωσαν πολύ πιο γρήγορα από τα επιθετικά. Η πεντάδα των µέσων έγινε κοινοτοπία, η µυϊκήδύναµη φαινόταν να έχει µεγαλύτερη σηµασία από τη φινέτσα. Η αισθητική έπεσε θύµα του ρεαλισµού. Την επιτυχία της ∆υτικής Γερµανίας στο Παγκόσµιο Κύπελλο του 1990, που δεν προκαλούσε κάποιον ιδιαίτερο ενθουσιασµό, την ακολούθησε η επικράτηση µίας υπερβολικά λειτουργικής ∆ανίας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθληµα του 1992. Η Βραζιλία κέρδισε το Παγκόσµιο Κύπελλο του 1994 µε τη λιγότερο βραζιλιάνικη απ' όλες τις µεθόδους –τα πέναλτι µετά από µια ισοπαλία χωρίς γκολ– και µε µιαοµάδα που είχε δύο αµυντικούς µέσους, τον Ντούνγκα και τον Μάουρο Σίλβα. Το µέλλον φαινόταν δυσοίωνο. Και ωστόσο µε την αλλαγή της χιλιετίας, το ποδόσφαιρο παρουσιάστηκε τόσο επιθετικό όσο ήταν για δύο δεκαετίες παλιότερα.

Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθληµα του 2000 ήταν το καλύτερο τουρνουά της σύγχρονης εποχής. Η Γερµανία, µουδιασµένη και ξεπερασµένη, αποκλείστηκε χωρίς να κερδίσει ούτε ένα παιχνίδι. Η Αγγλία, παρά το στρίµωγµα στα χαφ των Στιβ ΜακΜάναµαν, Πολ Σκόουλς και Ντέιβιντ Μπέκαµ, φαινόταν πολύ αργή και απέτυχε να προκριθεί από τους οµίλους. Και, µολονότι η Ιταλία απέδειξε ότι η καλή αµυντική κατάσταση δεν θα ξεπεραστεί ποτέ, πάλεψαν για να φτάσουν στον τελικό µε το τροποποιηµένο 3-4-1-2, σχεδόν σε πείσµα του εαυτού τους, και υπήρξαν πολλά στοιχεία που ήταν ευχάριστα.

Η Γαλλία, η παγκόσµια πρωταθλήτρια, έβαλε στην εντεκάδα όχι µόνο τον Τιερί Ανρί, έναν προικισµένο αλλά ανορθόδοξο σέντερ φορ, αλλά και τους ΓιούριΝτζορκαέφ, ΖινεντίνΖιντάν και ΚριστόφΝτουγκαρί. Οι δύο οµάδες, που έφτασαν στους ηµιτελικούς αλλά έχασαν, ήταν σχεδόν εξαιρετικές. Η Ολλανδία παρέταξε τον ΜπουντεβάινΖέντεν, τον Ντένις Μπέργκαµπ και τον Μαρκ Όβερµαρς πίσω από τον Πάτρικ Κλάιφερτ, ενώ η Πορτογαλία βρήκε χώρο για τρεις ποδοσφαιριστές, από τους Λουίς Φίγκο, Μανουέλ Ρούι Κόστα, Σέρτζιο Κονσεϊσάο και Ζοάο Πίντο, πίσω από τον Νούνο Γκόµες. […]

Ο Ονέγα µπορεί να ήταν ο πρώτος που παρατάχθηκε στην «τρύπα» πίσω από τα δύο σέντερ φορ –µια εξέλιξη, βασικά, της «λόγχης», από µόνη της µια εξέλιξη του εσωτερικού επιθετικού– αλλά εκείνος σίγουρα δεν ήταν ο πρώτος πλέι µέικερ, ούτε καν στην Αργεντινή. Η Ριβερ Πλέιτ την εποχή τής µάκινα είχε πέντε. Η Ιντεπεντιέντε έγινε διάσηµη για τους δικούς της. Ωστόσο, ο πιο σηµαντικός ήταν ο Ρικάρντο Μποτσίνι που κατακτούσε το Λιµπερταδόρες συνεχώς ανάµεσα στο 1972 και το 1975 και ξανά το 1984. Ο δηµοσιογράφος Ούγκο Ας τον περιέγραψε ως «ανθρωπάκι άχαρο, φλεγµατικό, χωρίς δυνατό σουτ ούτε κεφαλιά ούτε χάρισµα», και ωστόσο ήταν υπέροχα επινοητικός παίκτης. Αλλού, πιο θεαµατικά, υπήρχε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, και µετά από εκείνον ένα πλήθος νέων Μαραντόνα: o Άριελ Ορτέγκα, ο Πάµπλο Αϊµάρ, ο Χαβιέ Σαβιόλα, ο Αντρές ντ' Αλεσάντρο, ο Χουάν Ροµάν Ρικέλµε, ο Κάρλος Τέβες και ο Λίο Μέσι.

Ταιριάζουν τέτοιοι παίκτες στο σύγχρονο παιχνίδι; Φυσικά και ταιριάζουν. Ή µάλλον φυσικά και ταιριάζουν οι Τέβες και Μέσι. Αλλά από την άλλη, δεν είναι και πλέι µέικερ µε την παραδοσιακή έννοια. Ο Τέβες είναι µάλλον δεύτερος επιθετικός που µπορεί να παίξει και στα άκρα, ενώ ο Μέσι από πλάγιος που κινείται εσωτερικά έγινε η προσωποποίηση του ψευτοεννέα. Η χρησιµοποίησή του ως «γάντζου» στο Μουντιάλ του 2010 γενικά θεωρήθηκε αποτυχία αν και είχε να κάνει περισσότερο µε την έλλειψη ισορροπίας στο κέντρο παρά µε τη δική του ευθύνη.

Είναι και ο Ρικέλµε, λίγο µίζερος λόγω συµπεριφοράς, όλο χάρη όµως στην κίνηση κι επιδέξιος, που ενσάρκωσε τον παλιοµοδίτικο «γάντζο» µέχρι την απόσυρσή του το 2012. Όταν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο έκανε τη σύγκριση ανάµεσα σε καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου και λάτρεις των κλαµπ του τανγκό, αναφερόταν σε παίκτες όπως ο Ρικέλµε, και πάνω σε αυτόν έχει επικεντρωθεί η δηµόσια συζήτηση σχετικά µε το µέλλον τέτοιων παικτών. Ο Ρικέλµε έχει γίνει λιγότερο ποδοσφαιριστής και πιο πολύ ένα διακοσµητικό στοιχείο για µια ιδεολογία.

«Στην παύση», έγραψε ο αρθρογράφος Εζεκιέλ Φερνάντες Μουρς στην εφηµερίδα La Nasion, αναφέροντας µια φράση συνηθισµένη στην παράδοση των µπλουζ της Αργεντινής, «δεν υπάρχει µουσική, αλλά η ίδια η παύση βοηθάει να δηµιουργήσεις τη µουσική». Συνέχισε στο κείµενό του αναφέροντας ένα ανέκδοτο σχετικά µε τον Τσαρλς Μίνγκους, που µπήκε µέσα σε ένα µπαρ και είδε έναν νεαρό δυναµικόντράµερ να προσπαθεί να παίξει ένα ξέφρενο σόλο. «Όχι», είπε ο σπουδαίος µουσικός της τζαζ, «δεν είναι έτσι. Πρέπει να αρχίσεις σιγά σιγά. Πρέπει να πεις ένα “γεια”, να χαιρετήσεις τον κόσµο, να τους συστηθείς. Ποτέ δεν µπαίνεις σε ένα δωµάτιο φωνάζοντας. Το ίδιο ισχύει και µε τη µουσική».

Όµως ισχύει αυτό για το ποδόσφαιρο; Οι νοσταλγοί και οι ροµαντικοί θα ήθελαν να το πιστεύουν και ο ΧόρχεΒαλντάνο παρουσιάζει µία προκλητική άποψη για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, ότι εµφανίζει µία ασταµάτητη επείγουσα ανάγκη η οποία πιθανότατα οφείλεται στη «συσκευασία» του για την τηλεόραση. «Το ποδόσφαιρο δεν καλύπτεται πλέον από µία αίγλη µυστηρίου», δήλωνε. «∆εν το ζούµε πλέον µε τη φαντασία µας επειδή οι κάµερες είναι παντού. Οι εικόνες της οθόνης δεν µπορούν ν’ ανταγωνιστούν τις εικόνες που µπορεί να δηµιουργήσει το µυαλό µας. Και αυτό το γεγονός επιδρά στον τρόπο που παίζεται το παιχνίδι. […]

Υπάρχει πλέον µία γενική αναγνώριση ότι καθεµία από αυτές τις βασικές κατηγορίες, άµυνα, κέντρο και επίθεση, µπορεί να υποδιαιρεθεί σε µικρότερες ζώνες, αν και η συνεχιζόµενη εξέλιξη αυτής της διαδικασίας µπορεί να σηµαίνει ότι αυτές οι ζώνες είναι τόσο στενές, ώστε να παύουν πλέον να έχουν σηµασία. «Έχει να κάνει µε την κίνηση των παικτών σου, πάνω και κάτω, αριστερά και δεξιά», έχει πει ο Μπίλιτς. «∆εν υπάρχουν γραµµές πια». Ο Μουρίνιο δεν το πήγε τόσο µακριά, αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν ακόµα, και ισχυρίζεται ότι η δουλειά των παικτών του, τουλάχιστον όταν προωθούνται, ήταν να τις σπάνε. […]

Ο σύγχρονος επιθετικός, πλέον, είναι κάτι πολύ παραπάνω από γκολτζής και δεν αποκλείεται να ισχύει ότι ένας σύγχρονος επιθετικός µπορεί να είναι επιτυχηµένος και χωρίς να σκοράρει. Έχουµε αναφέρει το παράδειγµα του Γκιβάρς, αλλά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθληµα του '92, οι δυο σέντερ φορ της ∆ανίας, ΦλέµινγκΠόβλσεν και Κιµ Βίλφορτ, που ήταν γνωστοί για τις πολύ καλές διοργανώσεις που έκαναν, αλλά το '92 πέτυχαν µόνο ένα γκολ συνεργαζόµενοι, και αυτό στον τελικό. Η δουλειά τους ήταν περισσότερο να διεκδικήσουν µακριές µπαλιές, να κρατήσουν την µπάλα, και όποτε την κέρδιζαν, την έδιναν στους δύο πιο επιθετικούς µέσους που είχαν – τον Χένρικ Λάρσεν και τον Μπράιαν Λάουντρουπ. Αυτό που τότε φαινόταν µία παρεκτροπή δεν ήταν παρά µία προειδοποίηση για τις επερχόµενες αλλαγές.

Τα γκολ είναι προφανώς ένα µέρος –ένα ιδιαίτερα πολύτιµοκοµµάτι– αυτών των αλλαγών και ο επιθετικός που δεν σκοράρει είναι µιαιδιόµορφη περίπτωση, αλλά οι πραγµατικά σπουδαίοι µοντέρνοι επιθετικοί φαίνεται ότι αποτελούν υβρίδια της παλιάς συνεργασίας του επιθετικού δίδυµου. Ο όµοιοι των Ντιντιέ Νρογκµπά, Εµανουέλ Αντεµπαγιόρ και Φερνάντο Γιορέντε, είναι ταυτόχρονα και σκόρερ και παίκτες που θα τρέξουν και θα διεκδικήσουν την µπάλα, δυνατοί αλλά και τεχνίτες. Ο Τιερί Ανρί, ο Λουίς Σουάρες και ο Νταβίντ Βίγια συνδυάζουν τις καλύτερες ιδιότητες του δηµιουργού και του γκολτζή, ικανού στο να παίζει πιο βαθιά ή να κινείται πλάγια, εξαιρετικού στις ασίστ αλλά και στην τελική εκτέλεση. Κάπου ανάµεσα στα δύο άκρα, στην κορυφή της καριέρας τους ήταν οι Φαλκάο, Αντρέι Σεβτσένκο, Ζλάταν Ιµπραΐµοβιτς, Σάµιουελ Ετό και Φερνάντο Τόρες. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, παρ’ όλες τις αµφιβολίες για την αµυντική του πειθαρχία όταν κινείται σε µεγάλους χώρους στο γήπεδο, είναι µοναδικάολοκληρωµένος – σωµατικά στιβαρός, ανώτερος τεχνικά και εκπληκτικός σκόρερ.Το να είσαι απλά ένας δηµιουργός δεν είναι πλέον αρκετό, απλά ένας σκόρερ επίσης· οι καλύτεροι σύγχρονοι επιθετικοί έχουν τουλάχιστον ένα στοιχείο καθολικότητας και –πολύ ζωτικό– οφείλουν να είναι ικανοί να λειτουργούν στο πλαίσιο του συστήµατος.