Βιβλιο

Ο πολιτισμός του τσίπουρου στη Νέα Ιωνία και τον Βόλο

Το θεματικό ημερολόγιο του φορέα για τη διάσωση του πολιτιστικού αποθέματος «Μαγνήτων Κιβωτός» για τη συνεισφορά των Μικρασιατών της Νέας Ιωνίας»

Μαρία Μαυρικάκη
ΤΕΥΧΟΣ 819
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο πολιτισμός του τσίπουρου στη Νέα Ιωνία και τον Βόλο: Η συνεισφορά των Μικρασιατών προσφύγων στον πολιτισμό του τσίπουρου σε ένα θεματικό ημερολόγιο.

Το 1920 η οικονομία της πόλης του Βόλου βρισκόταν σε αναπτυξιακή τροχιά. Βιομηχανίες και μεταποιητικές μονάδες λειτουργούσαν νυχθημερόν, το εμπόριο ανθούσε, οι εξαγωγές από το λιμάνι ήταν αθρόες, το ίδιο και οι ευκαιρίες για απασχόληση. Κανείς δεν φανταζόταν πως η ζήτηση για εργατικά χέρια πολύ σύντομα θα καλυπτόταν από ανθρώπους έως τότε ευκατάστατους και τακτοποιημένους στην πατρίδα τους, τη Σμύρνη και την υπόλοιπη Μικρά Ασία. Οι πρόσφυγες, που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους το 1922 και κατάφεραν να φτάσουν ζωντανοί στην άλλη πλευρά της θάλασσας, πάλεψαν και ορθοπόδησαν με γρήγορους ρυθμούς, αλλάζοντας άρδην την εικόνα που είχε καταγραφεί κατά την άφιξή τους. Γράφει ο Τάκης Οικονομάκης στην εφημερίδα Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ την 20/9/1922, περιγράφοντας «…το μαύρο κύμα της συμφοράς και απογνώσεως» που ξεχύθηκε στο λιμάνι, «…οι συμπολίται μας, που από τις αφηγήσεις εγνώριζον έως τώρα το μέγεθος της επελθούσης καταστροφής, εκλήθησαν να ιδούν με τα μάτια τους την απερίγραπτον τραγικότητά της… οι πλανώμενοι από την άγνοιαν είδαν ότι η Μικρά Ασία ήτο μία άλλη ολόκληρος Ελλάς με εκατομμύρια Ελλήνων με ζωτικότητα μοναδικήν, με πολιτισμόν και με οικονομικήν ευεξίαν αξιοζήλευτον».

Φωτογραφία αρχείου

Το παραπάνω απόσπασμα και πλήθος άλλων, μαζί με φωτογραφικό αρχείο και προσωπικές μαρτυρίες, περιλαμβάνονται στο ημερολόγιο του φορέα για τη διάσωση του πολιτιστικού αποθέματος «Μαγνήτων Κιβωτός» για το 2022, έτος αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το θεματικό ημερολόγιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιδιόμελον με τη συνεργασία του Πολιτιστικού Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Ιωνίας Το Εγγλεζονήσι και τιτλοφορείται «Ο πολιτισμός του τσίπουρου στη Νέα Ιωνία και τον Βόλο. Η συνεισφορά των Μικρασιατών της Νέας Ιωνίας». Την καλαίσθητη έκδοση έχουν επιμεληθεί ο Νίκος Τσούκας και ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης, ο οποίος μάλιστα υπογράφει τα άκρως διαφωτιστικά και τεκμηριωμένα με παραπομπές και συνοδό φωτογραφικό υλικό κείμενα. 

Η εγκατάσταση των προσφύγων από το Παλιό Λιμεναρχείο ως τα γύφτικα και στις υποβαθμισμένες συνοικίες, οι προσπάθειες για επιβίωση, η απασχόλησή τους στη θάλασσα, η συνεργατικότητα και η αλληλεγγύη, ο αγώνας για την ίδρυση σωματείου, οι διώξεις των συνδικαλιστών και ο συνασπισμός τους σε ομάδες των μαουνιέρηδων, της προκυμαίας, των τελωνείων και των ατμόπλοιων, περιγράφονται με γλαφυρότητα στην εν λόγω έκδοση. Το βάρος δίνεται τελικά στη διατροφή ως πολιτιστικό παράγοντα συνδεδεμένο με την ιστορική μνήμη, στον ρόλο των Μικρασιατώνστις διατροφικές συνήθειες της Μαγνησίας και στο αποτύπωμά τους στα τσιπουράδικα, το σήμα κατατεθέν του Βόλου.

© Βαγγέλης Τσιάμης

Από προφορικές μαρτυρίες απογόνων των ιδρυτών των πρώτων τσιπουράδικων της περιοχής μαθαίνουμε για τις συνήθειες των προσφύγων, οι οποίοι μετά τη δουλειά μαζεύονταν στα καφενεία της Νέας Ιωνίας κι έπιναν ένα τσιπουράκι με θαλασσινά ή λιαστή ρέγκα για να ανοίξει η όρεξη και επέστρεφαν σπίτι τους για φαγητό. Κάποιοι μετέτρεπαν τις κάμαρες των προσφυγικών σε μαγαζάκια, έβγαζαν στο πεζοδρόμιο φουφού κι έψηναν στα κάρβουνα, γιατί «στο τηγάνι τα θαλασσινά έχαναν τη νοστιμιά τους», άλλοι απέκτησαν βαρκάκι και ψάρευαν οι ίδιοι. Το βερεσέ «ήταν κανόνας, αλλοίμονο στο μαγαζί που δούλευε τοις μετρητοίς». Οι μεζέδες σερβίρονταν σε λαδόκολλα ή σε μικρά πιατάκια, ταπεινοί στην αρχή, μετά μπήκαν τα μαγειρευτά και οι σμυρναίικες γεύσεις στην κουζίνα, εκείόπου παρέμεναν και οι γυναίκες μέχρι το 1970, καθώς το μαγαζί έξω ήταν αντρική υπόθεση. Στο διάστημα 1980-2011 η κατάσταση αλλάζει και τα τσιπουράδικα εξελίσσονται σταδιακά σε τόπους συνάντησης μικτών παρεών και οικογενειών, η ποικιλία και η ποιότητα στα πιάτα διευρύνεται, η παράδοση των παλαιών μεταφέρεται στα νέα μαγαζιά.

Η κουλτούρα των τσιπουράδικων, συνδεδεμένη με τη μουσική και τον τρόπο διασκέδασης των Μικρασιατών, καταλήγει αναπόσπαστο κομμάτι της γαστρονομίας του Βόλου. Τσίπουρο δικό της η πόλη δεν παράγει, προμηθεύεται από Τύρναβο και Νέα Αγχίαλο. Στην έκδοση παρακολουθείται η εξέλιξη των μαγαζιών και παρουσιάζονται τόσο παλαιά όσο και σύγχρονα τσιπουράδικα, τα οποία έχουν κληρονομήσει την ποιότητα και την αυθεντικότητα των ιστορικών. Περιλαμβάνεται επίσης πολυσέλιδο έγχρωμο ένθετο με ελκυστικότατες φωτογραφίες, όπου αποτυπώνονται καθημερινές σκηνές από τα τσιπουράδικα, με τους θαμώνες και με τους περίφημους μεζέδες σε πρώτο πλάνο. Ακολουθεί πλήρης κατάλογος με τις βιβλιογραφικές πηγές. Το ημερολόγιο προλογίζει ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού Ιγνάτιος, ο οποίος στο συγκινητικό κείμενό του περιγράφει τον Βόλο ως «πόλη φιλόξενη προς κάθε λογής πρόσφυγες, πολυπολιτισμικήόπου συνυπάρχουν αρμονικά εβραίοι, καθολικοί και χριστιανοί ορθόδοξοι» και δεν παραλείπει να αναφερθεί «στην ενότητα των κατοίκων της περιοχής, με μικρές εξαιρέσεις, ως ελπιδοφόρα παρακαταθήκη απέναντι στις μεταναστευτικές ροές του Αιγαίου, όπου χάθηκαν πολλές ανθρώπινες ψυχές».

© Βαγγέλης Τσιάμης

© Βαγγέλης Τσιάμης

Τα ιστορικά τσιπουράδικα της Μαγνησίας, τα τιμώμενα στο φετινό επετειακό ημερολόγιο της «Μαγνήτων Κιβωτού», ιδρύθηκαν από Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 οι οποίοι μαζί με χιλιάδες ξεριζωμένους συμπατριώτες τους έφτασαν στην Ελλάδα, πρόκοψαν, επηρέασαν, ενέπνευσαν. Σχετικά και τα λόγια του αξέχαστου Γιάννη Μπεχράκη, που φωτογράφισε με τα μάτια της ψυχής την προσφυγιά σε χίλιες μεριές του πλανήτη: «Έχω μέσα μου αίμα πρόσφυγα, όπως κι ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων. Η γιαγιά μου ήταν από τη Σμύρνη και ήρθε στην Ελλάδα το 1922. Ο καθένας θα μπορούσε να έχει βρεθεί στη θέση της. Μπορεί να συμβεί σε όλους μας. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τις ρίζες μας και το ταξίδι μας στη ζωή».

9/3/2022, mmavrikaki@gmail.com