Βιβλιο

Γυμνοί, Αύγουστο μήνα, το σούρουπο*

Καλοκαιρινές Ιστορίες (VI)

6971-132439.jpg
Ελένη Σταματούκου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
74433-150245.jpg

Δεν υπάρχει πιο ωραία πράξη από την ερωτική, τα φύλα αθροίζονται, οι φωνές αφαιρούνται, κι όταν πια η ηδονή πολλαπλασιάζεται, τα σώματα σα να μη γνωρίστηκαν ποτέ, σχεδόν απότομα διαιρούνται. Γυμνοί, σε ένα στενό κρεβάτι με το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου, και εγώ να βυθίζω τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά της. Οι ακτίνες του ήλιου περνάνε μέσα από τις χαλασμένες γρίλιες και σχηματίζουν παραλληλόγραμμα πάνω στο γεμάτο κοιλάδες σώμα της. Το στήθος της λίγα λεπτά πιο πριν ήταν μέσα στο στόμα μου και εγώ γευόμουν την αρμύρα του, τώρα όμως κρύβεται ανάμεσα σε δυο άσπρα σεντόνια. Κοιτάζω τον εσταυρωμένο, αντίκρυ πάνω στον τοίχο να κρεμάται επί ξύλου από ντροπή για τις μαθηματικές μας πράξεις μας. Λίγο πιο ψηλά, στο ταβάνι ο προπολεμικός πολυέλαιος φανέρωνε τις τέλειες ατέλειες μας. Πιο χαμηλά, πάνω στα πλακάκια τα ρούχα μας κουβάρι, ότι απέμεινε από τον πόλεμο των σωμάτων, σανδάλια, ένα μπλε μακό, ένα καφέ παντελόνι και ένα φόρεμα με λουλούδια, τα εσώρουχα μας κάπου χαμένα κάτω από το κρεβάτι.

Ξέρω ελάχιστα για αυτήν. Τα μάτια της χθες το βράδυ ήταν κόκκινα, τώρα όμως έτσι όπως είναι κλειστά με τις μεγάλες τους μαύρες βλεφαρίδες, μονάχα καστανά μπορώ να μαντέψω ότι είναι. Το δέρμα της είναι δροσερό και υγρό μετά τον έρωτα ακόμα και τώρα μέσα στο καταμεσήμερο του Αυγούστου. Έχει ένα μικρό σημάδι ψηλά στο στήθος της, που πριν κρυβόταν κάτω από τη δαντέλα του σουτιέν της. Τα μαλλιά της καστανά έχουν ξανοίξει στις άκρες από τον ήλιο, το φύλο της επικίνδυνο σαρώνει με οξείς ήχους το δωμάτιο, και τα πόδια της μακριά καταλήγουν σαν ουρά μεγάλου ψαριού. Ακίνητη, χωρίς να στροβιλίζεται πάνω στο κρεβάτι κοιμάται βγάζοντας αναστεναγμούς που μοιάζουν σα μικρά παράπονα. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομα της, μοιάζει πολύ για Άννα, οι Άννες είναι κάπως έτσι, όμορφες μες στην απλότητα τους. Μοιάζει και για Μαρία, ίσως και για Δήμητρα ονόματα που ταιριάζουν με τον Αύγουστο και το θέρος, όπως και το πρόσωπο της. Έτσι όπως είναι γυμνή και σιωπηλή νομίζω ότι θα μπορούσα να την αγαπήσω. Κι όμως την αγάπησα για λίγο χθες βράδυ, έτσι όπως την είδα να χορεύει μες το μαγαζί. Ανάμεσα σε τόσο κόσμο τη ξεχώρισα. Όταν έκλεισαν τα φώτα και έσβησε η μουσική έτρεξα να την προλάβω πριν μου φύγει. Ήταν το τελευταίο της βράδυ στο νησί, σήμερα το απόγευμα θα έπαιρνε το πλοίο της γραμμής και θα επέστρεφε στην Αθήνα. Με άφησε να τη φιλήσω. Τα χείλη της είχαν γεύση πορτοκάλι. Της είπα να έρθει μαζί μου και εκείνη με ακολούθησε χωρίς ενστάσεις. Δε ξέρω καν το όνομα της, δε θυμάμαι καν αν ζήτησα να το μάθω. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε γράφει ο Ελύτης, μονάχα που αυτός ο δρόμος είναι και ο πιο δύσκολος. Έτσι και με τον έρωτα και από αυτόν ξεκινάς με ελάχιστα και φτάνεις οπουδήποτε. Όσο την κοιτάζω συνειδητοποιώ ότι δε μου λείπει τίποτα, ούτε ονόματα, ούτε λέξεις. Είναι αυτή η φάση του έρωτα που υπακούς μονάχα στη δική σου φύση.

Υπάρχει και ο άλλος ο έρωτας, των άγουρων μετατάρσιων ρωγμών της καρδιάς. Αφήνεσαι, γίνεσαι ζόμπι, δεν κοιμάσαι, δεν τρως, ακούς βαριά λαϊκά και Πάολα. «Πιο έρωτας πεθαίνεις» και μαδημένα γαρύφαλλα να είναι μπλεγμένα στα μαλλιά σου. Πάνω στην πίστα κορμιά να παίρνουν φωτιά. Σώσε με. Οι σφυγμοί του έρωτα παλλόμενοι, να σου κόβουν την ανάσα. Και αυτή η ατέλειωτη καύλα, η μια και ομοούσιος να γίνεται ένα με την άγρια σου φύση. Παραλήρημα, παράνοια και ηλεκτροσόκ με διάφανα νοθευμένα μπλε ποτά. Και ύστερα άπνοια, όπως εκείνη των πρωινών ωρών μετά το βραδινό σου ύπνο. Αντίληψη, διαύγεια, συναίσθηση. Αρτιμελής πια ψάχνεις να ενώσεις τα κομμάτια σου. Ξανά από την αρχή. Μια καρδιά στο κέντρο του κόσμου. Τα χέρια στο πλάι να προσπαθούν να αγγίξουν τον ουρανό, τα κάτω άκρα να πατούν στη γη, δυο μάτια να κοιτούν μπροστά και ένα στόμα που μεταφράζει τα αισθήματα σε λέξεις. Εδώ οι λέξεις είναι αναγκαίες. Ο έρωτας είναι μονάχα ένωση, όλα τα άλλα που του μοιάζουν είναι ματαιότητα. Στη φάση του έρωτα, στη χάση και τη φέξη του, ολοκληρώματα τα σώματα γίνονται πότε ζόμπι και πότε ενεργοβόρες μηχανές χιλιάδων ηλεκτρονιοβόλτ.

Γυμνοί, Αύγουστο μήνα, σούρουπο, σε ένα κρεβάτι. Στην αρχική φάση του έρωτα. Έχω το πρόσωπο μου ακουμπισμένο στο μπράτσο μου και ακούω τα τζιτζίκια. Δε μπορώ να κοιμηθώ, η φωνή της μέσα στο αυτί μου ζητάει επειγόντως καφέ και έρωτα. Αν της κάνω πρώτα έρωτα και μετά καφέ, μου υποσχέθηκε ότι θα με κεράσει τσιγάρα, αυτά από την άσπρη κασετίνα που κάπνιζε χθες το βράδυ που τη γνώρισα. Μου είπε ότι τη λένε Δανάη, μοιάζει για Δανάη. Έχει πράσινα μάτια, της αρέσει ο Καμύ, το μπλε χρώμα, η πάστα φλώρα με μαρμελάδα φράουλα, τα γεμιστά με γιαούρτι, οι Κυριακές, το ηφαιστιογενές τοπίο της Νισύρου, οι κιμωλίες, τα υποβρύχια στα καφενεία των νησιών, τα σύκα και οι παραλίες με βότσαλα. Τώρα μου χρειάζονται οι λέξεις και τα ονόματα, σκιαγραφούν καλύτερα το σώμα της και με βοηθούν περισσότερο στις μαθηματικές μου πράξεις. Ο έρωτας εκτός από μαθηματικά θέλει και φαντασία. Ίσως η Δανάη είναι η γυναίκα της ζωής μου, τουλάχιστον για αυτό το σούρουπο, αυτού του Αυγούστου…

*Αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε ένα ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη

Γυμνός, Ιούλη μήνα το καταμεσήμερο

Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά,

ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου

που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.

Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.

Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια.

Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα:

δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα.

Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα.

Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.

Γεννήθηκα για να ' χω τόσα.

Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ.

Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.

Mόνο που ' ναι πιο δύσκολο.

Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει.

Kι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της....

(φωτογραφία: Πηγή http://www.mixanitouxronou.gr/)

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ