Βιβλιο

Nomik: «Να κόψουμε τα μούτρα μας στους ωραιότερους καθρέφτες»

Μικρόφωνο στον Nomik για την ποιητική του συλλογή Αποχέτευση

Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνέντευξη με τον Nomik με αφορμή τη νέα του ποιητική συλλογή Αποχέτευση που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Nocturna.

«Χαμηλώνω το φως/ για να φαίνεται το απόγευμα/ Ανοίγω ένα μικρό συρτάρι/ και βγάζω έξω την καρδιά μου». Περιπλάνηση, περιδίνηση, περιφορά: η «Αποχέτευση» του Νomik είναι μια ποιητική συλλογή όπου η πόλη γεννά εικόνες, οι εικόνες γεννούν συναισθήματα, τα συναισθήματα προβιβάζονται σε σκέψεις και οι σκέψεις με τη σειρά τους εξυφαίνουν ιστό ονείρων και επιθυμιών.

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ars Nocturna και να μη σας τρομάζει ούτε το μαύρο του εξωφύλλου ούτε ο πρόλογος για αυτή τη συνέντευξη. Ο Nomik, πολυδιάστατος και πολύπλευρος συνθέτης, μουσικός και τραγουδιστής (Universal Trilogy, Sleeping Pillow, Seahorse, δεκάδες συνεργασίες με μπάντες και σόλο καλλιτέχνες), ασκεί μια ποιητική που την ίδια στιγμή που σε κάνει κουρέλι, αυτόματα σε επουλώνει. Μια παρηγορητική παραμυθία φτιαγμένη από λέξεις, ήχους και συνειρμούς που καραδοκουν παντού στα έγκατα ή τις ταράτσες της πόλης ξεχύνεται παράφορα από τους στίχους του.

Ο έρωτας, τα τσακίδια ή τα φτερά του, η μυστική ζωή των κτιρίων και των σωληνώσεων, οι αναμονές, οι θόρυβοι, οι πλατείες, η συντροφικότητα και η ευαισθησία ως τρόπος θέασης του κόσμου, είναι διάστικτες παντού. «Απόψε είναι κάτι που γιορτάζει./ Στις στρακαστρούκες/ τα ντεσιμπέλ/ και τα παραδεισένια μπανανόψωμα./ Κι απάνω σ' ένα παλαιολιθικό νούφαρο/ στα λουτρά των ανακτόρων/ ή στην παραλία του Μαραθώνα/ αναδύεται η μάνα όλων των θαλασσών/ και του δίνει τη χάρη της».

Καθώς αυτές τις μέρες ετοιμάζει ταξίδι για τη Λάρισα, τον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη, συντροφιά με την κιθάρα και το βιβλίο του, νά μια καλή ευκαιρία να ξεφυλλίσουμε το βιβλίο του από κοινού...

Nomik

Γιατί «Αποχέτευση»; Ο τίτλος (με) παραπέμπει σε ξεκαθάρισμα, ξεστούμπωμα, ξελαμπικάρισμα. Αυτή την αίσθηση την είχα και όταν τελείωσα το βιβλίο σου: και τα εικοσιπέντε ποιήματα μου δίνουν την αίσθηση πως είναι σαν να αποχαιρετάς, αποτιμάς μια εποχή. Δική σου. Υπό ποια προσωπική συνθήκη τα έγραψες;
Είναι πράγματι ένα εσωτερικό ξεκαθάρισμα, κύκλοι που ολοκληρώσανε τη βόλτα τους, ένα τέλος εποχής για μένα. Οι συνθήκες πότε δεν ήταν και ποτέ δε θα είναι ευνοϊκές για κανέναν, ειδικά όταν πρόκειται για τη σωτηρία ή την καταδίκη της ψυχής. Δεν έπρεπε να πατήσω κάτω μόνο τον εγωισμό μου. Κυρίως ήθελα να ανακαλύψω την αλήθεια μέσα μου κουβαλώντας κουτιά της Πανδώρας, σταυρούς και κρίματα και ζωές άλλων. Κι αυτό ήταν εξαιρετικά επίπονο και διαφωτιστικό. Η μετάβαση από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα βοήθησε. Άλλωστε και η απόσταση από τα πράγματα μάς χαρίζει ενίοτε ένα καινούργιο πρόσωπο.

«Μα εκεί/ στα σκοτεινά/ στα ψυγεία/ ανάμεσα στις συκωταριές και τα σπληνάντερα/ κάποιο αρνί τον λυπήθηκε./ Και του συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες»...
Επιβάλλεται πιστεύω να ξεκινήσουμε από τους αδύναμους. Από τους αδικημένους της ιστορίας. Από τα θύματα. Από τις δικές μας παράπλευρες απώλειες. Από εκεί προσπάθησα να ξεκινήσω. Να καταδυθούμε στην ψυχή, να της ζητήσουμε συγγνώμη για τα βάσανα και την κακοποίηση και τους αβάσταχτους συμβιβασμούς. Να ξηγηθούμε με όλα τα «τριγύρω» και τα «περίπου» και τα «παρεμπιπτόντως» που μας ξόδεψαν. Να κάνουμε ειρήνη με όλα τα άπλυτα που βγήκαν στη φόρα. Να κόψουμε τα μούτρα μας στους ωραιότερους καθρέφτες.

Είσαι μουσικός, στιχουργός και συνθέτης. Γιατί αυτά τα ποιήματα δεν τα παρουσιάζεις μελοποιημένα και τα προτιμάς να στέκουν σκέτα τυπωμένα στο χαρτί;
Ειλικρινά αυτό είναι κάτι που το αποφασίζουν οι στίχοι. Μερικές φορές γίνονται δέντρα, απλώνουν ρίζες. Αλλά και οι μουσικές, ώρες ώρες, αρνούνται να αποκαλυφθούν στις λέξεις. Πρέπει να γίνει μια συνάντηση, μια συμφωνία, να συναινέσουν και οι δυο μεριές, αλλιώς δε γίνεται τίποτα. Πιστεύω βαθιά πως ο λόγος έχει ελεύθερη βούληση. Ποιος είμαι τάχα εγώ να αποφασίσω για τις λέξεις όταν εκείνες ζουν για πάντα;

«Μόνο βραδιάζει./ Και πέφτει η θερμοκρασία./ Και σε μια βδομάδα/ θα 'ναι πάλι Κυριακή»... Εγώ ρίχνω στο τραπέζι τα ονόματα Κώστας Καρυωτάκης και Morrissey του Everyday is Like Sunday. Θέλεις να μου προσθέσεις και μερικά ακόμα ονόματα ποιητών και μουσικών που «ποιητάρουν» ασύστολα και ανατρέχεις στο έργο τους ως αναφορά;
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Καζαντζάκης, ο Άλκης Αλκαίος, ο Γουίλιαμ Μπάροουζ, ο Γκίνσμπεργκ, ο Τσιτσάνης, ο Αττίκ κι ο Χατζιδάκις. Πραγματικά είναι πολλοί. Με αφορά πάντα και το λαϊκό κίνημα, όπου και όπως εκφράζεται μέσα στην τέχνη, και η ποπ κουλτούρα, ακόμα και η μόδα και οι τάσεις της σαν κοινωνικό φαινόμενο.

«Εσύ κρατάς τον ουρανό με σκαλωσιές/ και ‘γώ τα υπόγεια με σιναπόσπορους./ Και οι δυο βγάζουμε από τη μύγα ξύγκι»...
Δεν υπάρχει δυσκολότερο πράγμα από την αμοιβαιότητα. Οι συμβιβασμοί στη ζωή είναι καθημερινοί κι υποκύπτουμε πάντα για να έχουμε την αίσθηση του νικητή. Στην πραγματικότητα είμαστε χαμένοι από χέρι. Όλοι λέμε τα «δικά μας» και στο τέλος δίνουμε τα χέρια, δίνουμε φιλιά, ραντεβού για το επόμενο επεισόδιο της προσωπικής μας σαπουνόπερας. Γι' αυτό η ποίηση είναι για μένα ο ύψιστος λόγος. Μόνο εκεί νιώθω ότι ανυψώνομαι ηττημένος, μόνο στην αγκαλιά της κρυμμένος αποκαλύπτομαι.

Από πού έρχεται η έμπνευση; Μια αστική εικόνα του δρόμου, μια είδηση όπως την κατεβάζει η οθόνη του κινητού σου ή τη λένε τα νέα στην τηλεόραση; Τι είναι αυτό που σε κινητοποιεί και σε βάζει στη διαδικασία;
Η έμπνευση είναι για τους χομπίστες. Ο καλλιτέχνης δεν εμπνέεται, απλώς αναπνέει, ζει κι εργάζεται. Πραγματοποιεί ταξίδια, κάνει έρευνα, είναι ανασκαφεύς. Πετάει τα σκουπίδια στον κάδο του δρόμου και μοσχοβολούν μέσα του τσιχλόφουσκες φωτός. Κάνει τη λίστα με τα ψώνια της εβδομάδας και χίλιοι δυο απορροφητήρες έκστασης τον έλκουν σε έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που του δόθηκε.

Παντού και ξεκάθαρα η «Αποχέτευση» ορίζεται από ένα συγκεκριμένο ταξικό, αριστερό, πρόσημο: σε πολλά σημεία υπάρχει μια μαγιακοφσκική ματιά αναμονής πως κάτι θα συμβεί και ο κόσμος θα ανατραπεί. Ελπίζεις, προσδοκάς, ή βλέπω λάθος;
Και ελπίζω και προσδοκώ την αλλαγή. Και μέσα από τα τραγούδια και τους στίχους μου και τη δράση μου νιώθω ότι εργάζομαι για έναν άλλο κόσμο, για μια δίκαιη κοινωνία. Δεν κάθομαι να περιμένω καμία ανάσταση νεκρών. Στην καθημερινότητά μου, στις μικροσυναναστροφές μου πασχίζω να σπάσω όσα δεσμά μπορώ, ταξικά, φυλετικά, πατριαρχικά, σεξιστικά. Από τα απλά πράγματα μέσα μας, γύρω μας, ξεκινά το ταξίδι για μια νέα συνθήκη, για ένα καινούργιο συμβόλαιο με την αλήθεια. Ξέρω πως κανένας άνθρωπος δεν είναι πραγματικά χαρούμενος, κανείς δεν είναι ικανοποιημένος κι ούτε κανείς ευημερεί σε έναν κόσμο βίας.

Είσαι από τη Θεσσαλονίκη, κατοικείς στην Αθήνα, ταξιδεύεις πάνω και κάτω για προσωπικούς λόγους αλλά και για δουλειά, όμως η αίσθησή μου είναι πως δεν θεωρείς καμιά από τις δυο πόλεις φωλιά ή πατρίδα. Έχεις τη ματιά του αιώνιου ταξιδιώτη, που περιπλανιέται και συνειδητά απέχει από το να στρώσει κάπου μόνιμα το τσαρδί του. Μπίτνικ από τις περιστάσεις ή συνειδητή επιλογή;
Παντού νιώθω περαστικός και φιλοξενούμενος. Πρόσφυγας, μετανάστης και ταξιδιώτης του ονείρου. Βγάζω φτερά στις πλάτες και στα πόδια μου, κινούμαι μόνιμα και απρόσκοπτα με το όχημα των εραστών, της τέχνης και της ελευθερίας. Δεν ξέρω αν όλο αυτό είναι καθαρή επιλογή. Ίσως κάτι εκεί έξω να μας ξεφεύγει και να μας διαλέγει αντί να το διαλέξουμε. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη για μένα είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος, πράξεις της ίδιας εξίσωσης, κομμάτια της ίδιας κοπής και της ίδιας πίτας.

«Απαλό σαν κρουασάν βουτύρου/ φρέσκο σαν σημερινό πρωτοσέλιδο/ τ' αεράκι ασχολείται διεξοδικά/ με τις τρίχες από το κεφάλι μου»...
Πολύ σημαντικό στοιχείο στη ζωή θεωρώ πως είναι ο αυτοσαρκασμός. Μου αρέσει να τρώω τις σάρκες μου καθημερινά, είναι κάτι που το έχω ανάγκη. Να μην παίρνω δηλαδή ούτε τη ζωή ούτε τον εαυτό μου στα σοβαρά. Πολλές φορές στα γραπτά μου επιχειρώ να αποδομήσω τη σοβαροφάνεια, να τα βάλω με την αδιαπραγμάτευτη σοβαρότητα των πραγμάτων, να τα φορτώσω έστω και για λίγο στον κόκκορα.

Ρομαντισμός ή θάνατος! Συμπλήρωσε ή αρνήσου, ασπάσου ή ανάτρεψε...
Αθεράπευτα ρομαντικός σαν τον κόκκο της άμμου που ξέφυγε απ' τη χούφτα μας και τα γραπτά του Μπουκόφσκι που αποθεώνουν τη μοναξιά της τρυφερότητας.