Βιβλιο

Ηλίας Ευθυμιόπουλος «Ποιήματα»: Σκοτία

Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνάει απ΄ την κατάργηση των δρόμων

Ηλίας Ευθυμιόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαβάστε το ποίημα «Σκοτία» του Ηλία Ευθυμιόπουλου από το βιβλίο που κυκλοφορεί στις εκδόσεις ATHENS VOICE BOOKS

ΣΚΟΤΙΑ

Τρένο πρωϊνό για τον βορρά. 
Κατά μήκος της δυτικής ακτής. 
Mέσα από λίμνες, ποτάμια και γλώσσες από θάλασσα 
στους κόλπους της ενδοχώρας. 
Ορίζοντες από φρέσκο γρασίδι, 
από τις ανοιξιάτικες βροχές. 
Δάση από βελανιδιές, σφενδάμια, σκλήθρες, σημύδες, αγριοκερασιές, φτελιές και φράξους. 
Αείφυλλα πεδινά λιβάδια με κουρεμένο χορτάρι.
Άχυρο σε μπάλες, πολλές αγελάδες, μια θάλασσα ρηχή. 
Τραβηγμένη μέσα παλίρροια, βαλτώδης, ευτροφική. 
Σμήνος θαλασοπούλια με φωνές απ’ την υδάτινη χώρα. 
Στο Καλιντόνιαν Χοτέλ, το σπίτι της κυρίας Μακντόναλντ, 
το ρουστίκ κρεβάτι, με τις εμπριμέ κουρτίνες και τις κίτρινες ταπετσαρίες. 
Τα χαράματα μας ξυπνάει μια γκάϊντα μονότονη, μελωδική, απ’ το βάθος της Ιστορίας, 
ενώ μια ομίχλη πηχτή πλακώνει τον ορίζοντα, κρύβει τα σπίτια με τις στέρεες μυτερές στέγες 
Όταν αρχίζει η γκάϊντα έρχεται η Ιστορία.
Πάει παντού στις γωνίες των δρόμων, στα οικόσημα, στην πορσελάνη των ξενοδοχείων, στα υπαίθρια μουσεία, στη γλώσσα, στο μέσα σώμα των ανθρώπων. 
Ίνβερνες! και πάλι καταπράσινοι λόφοι, 
υδρόφιλα δάση, παραγωγικά δάση, αρχέγονα δάση. 
Λίμνες με μικρά χωριά που καθρεφτίζονται στα ήσυχα νερά του Οκτωβρίου. 
Φάρμες αλόγων και καθόλου δρόμοι. 
Έτσι φτάνουμε στον σοσιαλισμό: με πολύ πράσινο και χωρίς δρόμους. 
Ή σχεδόν. 
Ναι, ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνάει απ΄ την κατάργηση των δρόμων. 
Στο κάστρο του Γκλενγκάρυ που τώρα είναι ξενοδοχείο, 
ασημένια μαχαιροπήρουνα.
Τρώμε κυνήγι με βατόμουρα και γαλλικό κρασί. 
Ανάμεσα στους Ντάουντον.                                    
Νύχτα μαγική.                  
Αργεί να πέσει το φως.
Οι αλέες ακουμπούν στην άκρη της λίμνης. 
Εδώ τις λίμνες τις λένε «λοχ»: 
Λοχ Λόμοντ, Λοχ Μόραρ, Λοχ Κάτριν, Λοχ Αρκέιγκ, Λοχ Νες. 
Οι ατέλειωτοι λόφοι. 
Στο βάθος. 
Ένας ακόμη μισοφαγωμένος πύργος, μισός μέσα στα σύννεφα, μισός σ΄ ένα χαλκοπράσινο ουρανό. 
Εδιμβούργο στο Σάντυ Μπελς. 
Κατά τις δέκα μπαίνει αυτός μ’ ένα βιολί στο χέρι 
Μαζί κι ένα  ακορντεόν. 
Από τα Στέητς αλλά με αίμα ιρλανδικό. 
Ήταν λέει περαστικοί. 
Έτσι πέρασαν οι ώρες, 
χτίζοντας γέφυρες πάνω σε κέλτικα πατρόν 
ανάμεσα στις δυο όχθες του Ατλαντικού. 


Διαβάστε περισσότερα για τον συγγραφέα και το βιβλίο εδώ