Βιβλιο

Ρομπέρτο Σαβιάνο: 15 χρόνια φυγάς

O Nαπολιτάνος συγγραφέας που από το 2006 ζει υπό αστυνομική προστασία μιλάει για τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του στη σκιά της μαφίας

Σταύρος Παπαδήμας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρομπέρτο Σαβιάνο: Το βιβλίο «Γόμορρα» για τη μαφία της Νάπολης και τα σχέδια για τη δολοφονία του. Η συνέντευξή του στην εφημερίδα Observer για τη ζωή του.

Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, συγγραφέας του βιβλίου «Γόμορρα» στο οποίο περιέγραφε τη μαφία της Νάπολης, μπήκε από το φθινόπωρο του 2006 σε λίστα θανάτου: τα αφεντικά της Καμόρρα, με ανώνυμη επιστολή τους στις εφημερίδες και στους εισαγγελείς στην Ιταλία δήλωναν το σχέδιό τους να εκτελέσουν τον τότε 26χρονο Ιταλό συγγραφέα. Η επιστολή ανέφερε ότι ο Σαβιάνο «πρέπει να τιμωρηθεί», ότι η μαφία γνώριζε πού ζούσε η μητέρα του κι ότι είχε ήδη ανατεθεί σε δύο φονιάδες να τον καθαρίσουν. Πολλά έχουν αλλάξει από εκείνη την ημέρα. Το βιβλίο «Γόμορρα» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), πούλησε 10 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 50 γλώσσες και ενέπνευσε μια βραβευμένη ταινία και μια τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε επί πέντε σεζόν. Ο Σαβιάνο συνέχισε να γράφει και να ενοχλεί τη μαφία. Από το 2006, η οικογένεια Casalesi, κάποτε μία από τις πιο ισχυρές μαφιόζικες οικογένειες βρίσκεται σε παρακμή και πολλά μέλη της είναι πίσω από τα κάγκελα.

Ο Σαβιάνο, 42 ετών σήμερα, δεν ενέδωσε στις απειλές και δεν σιώπησε. Συνέχισε να καταγγέλλει την Καμόρρα στρέφοντας τα φώτα της δημοσιότητας σε μία από τις χειρότερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο. Αλλά αν και δεν έπεσε θύμα δολοφονίας, ο Σαβιάνο έχει πληρώσει πολύ βαρύ τίμημα. Από εκείνη τη φθινοπωρινή ημέρα του 2006, όταν οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν τον συγγραφέα ότι η ζωή του κινδύνευε, ζει κρυμμένος, με αστυνομική συνοδεία 24 ώρες το 24ωρο και χωρίς να διανυκτερεύει στο ίδιο μέρος για πάνω από λίγες νύχτες – συχνά κοιμάται σε στρατώνες της αστυνομίας. Δεν μπορεί να πάει πουθενά μόνος του, να κάνει μια βόλτα σε πολυσύχναστα μέρη ή να περπατήσει κοντά στη θάλασσα.

Η βρετανική εφημερίδα Observer τον επισκέφτηκε σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Ρώμη. Έξω από το κτίριο, υπήρχαν τρεις σωματοφύλακες, τρία τεθωρακισμένα οχήματα και επτά αστυνομικοί. Ο Σαβιάνο μένει σε ένα μικρό χώρο γεμάτο βιβλία, χωρίς παράθυρα: ένας άνθρωπος των γραμμάτων που αναγκάστηκε να ζει φυλακισμένος.

Τα 15 χρόνια του εγκλεισμού έχουν αφήσει σημάδια στο πρόσωπό του: «Ένα κομμάτι μου βρίσκεται πάντοτε σε πόλεμο. Σε πόλεμο με τον κόσμο, σε πόλεμο με την Καμόρρα, σε πόλεμο με τον εαυτό μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι το να πεθάνω θα ήταν καλύτερο από το να ζω έτσι. Ο θάνατος θα ήταν πιο αποδεκτός από αυτή τη συνεχή πίεση, την κατάσταση του άγχους και του κενού στην οποία βρίσκομαι για τόσο πολύ καιρό».

Για δύο ημέρες, ο Observer τον συνόδευσε σε ένα οδικό ταξίδι από τη Ρώμη στη Νάπολη, στα προπύργια της Καμόρα, μερικά από τα οποία ο Σαβιάνο δεν είχε επισκεφτεί επί πολλά χρόνια. Έφυγε νέος από την πόλη του και επιστρέφει ως ο πιο διάσημος ζωντανός Ιταλός συγγραφέας και διεθνές σύμβολο του αγώνα κατά της μαφίας – κι από την άλλη πλευρά, ορισμένοι συμπολίτες του τον κατηγορούν ότι έχει αμαυρώσει την εικόνα της Νάπολης λέγοντας ότι στην πόλη «υπάρχουν περισσότερα όπλα παρά πιρούνια». Τον κατηγορούν ότι ξοδεύει τα λεφτά των φορολογουμένων σε αστυνομική προστασία και λένε πως «αν η μαφία ήθελε να τον σκοτώσει, θα το είχε κάνει».

«Όταν έγραψα τα “Γόμορρα”», λέει, «ήξερα ότι έγραφα ιστορίες που ήδη γνώριζαν πολλοί δημοσιογράφοι. Αλλά ήξερα επίσης ότι αυτές οι ιστορίες δεν είχαν ποτέ ανθρωπολογική ερμηνεία. Είχα επίγνωση ότι ήταν κάτι εκρηκτικό, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα επακολουθούσε. Άρχισα να δέχομαι μυστηριώδη τηλεφωνήματα: το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά όταν απαντούσα κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα, άρχισαν να φτάνουν απειλητικά γράμματα. Μια μέρα, η μητέρα μου βρήκε στο γραμματοκιβώτιο μια φωτογραφία μου με ένα όπλο στραμμένο στον κρόταφό μου».

Στην αρχή, η μαφία σχεδίαζε να τον δολοφονήσει ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2008, στον αυτοκινητόδρομο Ρώμης-Νάπολης. Θα ήταν μια θεαματική έκρηξη που θα θύμιζε τη δολοφονία του δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε, της συζύγου του και των μελών της συνοδείας του με 300 κιλά δυναμίτη το 1992. Εκείνη η δολοφονία είχε ανοίξει έναν κρατήρα στον αυτοκινητόδρομο κοντά στο Παλέρμο· έδειχνε ότι η μαφία δεν υποχωρούσε και δεν αστειευόταν. Ο Φαλκόνε και αργότερα ο άλλος δικαστής που δολοφονήθηκε στη Σικελία, ο Πάολο Μπορσελίνο, έγιναν σύμβολα του αγώνα κατά της μαφίας.

«Στην αρχή νόμιζα ότι θα ήμουν υπό προστασία για δυο τρεις ημέρες κι ότι μετά θα μπορούσα να επιστρέψω στην κανονική μου ζωή», λέει κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο μια περιοχή στην ύπαιθρο της επαρχίας Καζέρτα, όπου η Καμόρρα έθαψε τόνους τοξικών αποβλήτων κάτω από δρόμους και γη. «Συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νόμιζα στην αρχή, όταν, κατά τη διάρκεια ενός πολέμου μεταξύ των αντίπαλων οικογενειών της Καμόρρα, η αστυνομία με μετέφερε σε ασφαλή τοποθεσία σε ένα απομακρυσμένο νησί. Με έβαλαν σε ένα σπίτι που ήταν προσβάσιμο μόνο από τη θάλασσα. Δεν υπήρχε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας· καμιά επαφή με τον έξω κόσμο.»

Αυτό που φαίνεται να τον έχει επηρεάσει περισσότερο είναι ότι η μαφία απειλεί την οικογένειά του με αποτέλεσμα τα μέλη της να μετακομίζουν κάθε τόσο από πόλη σε πόλη. «Νιώθω ένοχος κάθε μέρα γι’ αυτό», προσθέτει.

Με τα χρόνια, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρόσφεραν προστασία στον Σαβιάνο, συμπεριλαμβανομένης μιας ακανδιναβικής χώρας που του πρόσφερε άσυλο. Σε αντάλλαγμα, θα έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα του εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος: όχι άλλες συνεντεύξεις, ούτε βιβλία και άρθρα. «Σκέφτηκα πράγματι να φύγω από την Ιταλία», παραδέχεται. «Αλλά τελικά, ένα είδος ιδεαλισμού κυριαρχούσε πάντα. Είχα δεσμευτεί να αλλάξω το κατεστημένο. Αλλά, αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν ξέρω αν θα ξανάκανα όσα έκανα».

Ο Σαβιάνο προσπάθησε να ζήσει φυσιολογικά. Κάποτε έμεινε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου η αμερικανική κυβέρνηση, για να τον προστατεύσει, του έδωσε μια καινούργια ταυτότητα και το όνομα David Dannon. Ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι δεν θα γλίτωνε όταν μέσα σε ένα κτίριο στο Μανχάταν, τον χαιρέτησε κάποιος αναφωνώντας: «Αχ! Ο Ιταλός συγγραφέας!» Στη συνέχεια βρέθηκε στο Λονδίνο, όπου γνώρισε τον άλλο κατατρεγμένο, τον Τζούλιαν Ασάντζ.

Στη διήμερη εκδρομή με τον Observer, ο Σαβιάνο ξενάγησε τους δημοσιογράφους στο Βέλε, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης ναρκωτικών στην Ευρώπη: όλοι το γνωρίζουν αλλά παραμένει αλώβητο από τον νόμο.

«Στις πιο σκοτεινές, απογοητευτικές στιγμές, νιώθω σαν έχω αγωνιστεί και υποφέρει για το τίποτα».

Παρ’ όλ’ αυτά, τον περασμένο Μάιο, το δικαστήριο καταδίκασε ένα αφεντικό της Καμόρρα, τον Φραντσέσκο Μπιντονιέτι και τον δικηγόρο του που είχαν απειλήσει τον Σαβιάνο και μια δημοσιογράφο. O Mπιντονιέτι έχει καταδικαστεί σε ισόβια. Όσο για τον Σαβιάνο, προς το παρόν λέει «Καθάρματα, είμαι ακόμα ζωντανός». Το τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά έχει τίτλο «Η τράτα των παιδιών» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου.