Βιβλιο

«Μαθήματα» Συνταγματικού Δικαίου από τον Ευάγγελο Βενιζέλο

Ο λόγος του Βενιζέλου φέρει την αρετή της (βιωμένης) γνώσης και συνάμα της εκλαΐκευσης, της εμβάθυνσης και της σύνθεσης.

Γιώργος Καραβοκύρης
ΤΕΥΧΟΣ 787
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου» (εκδ. Σάκκουλα)

Στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι διδακτορικές διατριβές και οι μονογραφίες είναι τα έργα που συνήθως μας συνοδεύουν σε όλη μας τη διαδρομή. Σε αυτές τις συμβολές συγκροτείται η επιστημονική μας ταυτότητα και αναγνωρίζεται η συνεισφορά του καθενός στο πεδίο. Είναι τα βιβλία της νεότητας και της εξέλιξης, αυτά που αναζητούν στις βιβλιοθήκες οι μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί μας φοιτητές και κρίνουν οι συνάδελφοι στο πανεπιστήμιο.

Η ιδιότητα, όμως, του πανεπιστημιακού δεν ταυτίζεται με εκείνη του ερευνητή, ούτε η καταξίωση έχει να κάνει μόνο με τη διατύπωση μιας πρωτότυπης θέσης και την κάλυψη μιας ακόμη πτυχής του αντικειμένου μας. Πολλοί ήταν οι διακεκριμένοι συνταγματολόγοι που πέτυχαν να προωθήσουν την επιστήμη. Λίγοι υπήρξαν, ωστόσο, αυτοί που συνδύασαν την επιστημοσύνη τους με το διδακτικό ταλέντο και το βάθος του νομικού επιχειρήματος με το χάρισμα του λόγου. Ακόμη λιγότεροι ήταν εκείνοι που διακρίθηκαν στην τέχνη του εγχειριδίου. 

Τριάντα χρόνια πριν, το 1991, όταν κυκλοφόρησαν τα «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», ο Ευάγγελος Βενιζέλος ήταν ο νεότερος Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου. Σήμερα είναι ο ακαδημαϊκά αρχαιότερος και η νέα έκδοση του εγχειριδίου του (Σάκκουλας, 2021), με την οποία ανανεώνεται και εμπλουτίζεται η δεύτερη έκδοση του 2008, αποτυπώνει τη μακρά ακαδημαϊκή, ερευνητική και πολιτική του διαδρομή. Με δυο λέξεις, συνοψίζει τον συνταγματικό του βίο. Παρών στις μεγάλες στιγμές της μεταπολίτευσης, με τη διπλή του ταυτότητα, του συνταγματολόγου και του πολιτικού, ο συγγραφέας συνέβαλε καθοριστικά στο συνταγματικό μας κείμενο, ιδίως στη μείζονα αναθεώρησή του το 2001, καθώς και στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων της ερμηνείας και εφαρμογής του. Διόλου τυχαία λοιπόν, στα «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», δεν αναδύεται μόνον η θεωρία του για το Σύνταγμα, αλλά το πνεύμα της εποχής μας.

Η γραφή ενός διδακτικού έργου είναι επίπονη και δύσκολη, διότι πρέπει αυτό να «μιλήσει» σε διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης. Εκεί δοκιμάζονται –και πολλές φορές αποτυγχάνουν– οι επίδοξοι συγγραφείς. Η τεχνική και φορμαλιστική προσέγγιση («νομικίστικη», όπως σχηματικά την αποκαλούμε) κερδίζει σε ακρίβεια, αλλά χάνει σε μεταδοτικότητα και έμπνευση. Η αφηρημένη διατύπωση ή δοκιμιακή απόδοση των εννοιών είναι πιο προσιτή, αλλά απομακρύνεται από την εξειδίκευση που απαιτείται στις εξετάσεις, ιδίως των Νομικών Σχολών, ή από τα ερευνητικά ενδιαφέροντα της νομικής κοινότητας. Στην πραγματικότητα, το εγχειρίδιο είναι ο καθρέφτης της διδασκαλίας. Και ο Ευάγγελος Βενιζέλος γνωρίζει πολύ καλά ότι το συνταγματικό δίκαιο δεν μπορεί να εγκλωβιστεί στο άκαμπτο δόγμα ή να εκπέσει σε ιδεολογικές και πολιτικές διακηρύξεις και εμμονές. Ο δάσκαλος του Συντάγματος, που αναλαμβάνει να μυήσει στο αντικείμενο τους εύπλαστους πρωτοετείς φοιτητές, να θεραπεύσει τις ανησυχίες των ερευνητών και να δώσει εύστοχες απαντήσεις στο νομικό της πράξης, δεν υπακούει στον αυστηρό διαχωρισμό δικαίου και πολιτικής. Για την ακρίβεια, δεν πρέπει ούτε πολιτική να κάνει, ούτε στα σκληρά νομικά να μείνει. Οφείλει να διδάξει στο ετερογενές κοινό του, με τον λεπτό και παιδαγωγικό τρόπο της ανοικτής πεποίθησης και της ευθύνης, τόσο τον κανόνα δικαίου, όσο και τα κρίσιμα συμφραζόμενά του – και αυτό επιτελεί γοητευτικά το βιβλίο του καθηγητή Βενιζέλου.

Στα «Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», ο λόγος του καθηγητή φέρει την αρετή της (βιωμένης) γνώσης και συνάμα της εκλαΐκευσης, της εμβάθυνσης και της σύνθεσης, του δημιουργικού «πετάγματος» του νου και της απλότητας. Διατηρεί δε το πόνημα την ξεχωριστή μεθοδολογική του επιλογή, ως προς τη διάρθρωση της ύλης, και τη φιλικότητα προς τον χρήστη του: η διακριτή ανάλυση της δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή των περίφημων «πηγών του δικαίου», σε σχέση με τις αρμοδιότητες των οργάνων, συντονίζεται αρμονικά με τη δομή της κανονιστικής τάξης και διευκολύνει την εισαγωγή μας σε αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για τη σαφήνεια που αποδίδεται στις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, καθώς αυτές μας προετοιμάζουν κατάλληλα για την επόμενη άσκηση, την κατανόηση της θέσης που λαμβάνουν στην Πολιτεία μας τα όργανα του Κράτους. Παράλληλα, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των σύγχρονων τάσεων και αντιφάσεων του συνταγματισμού, αντιλαμβάνεται τη διεθνοποίησή του και την πολυεπίπεδη λειτουργία και δομή του. Το Σύνταγμα μεταβάλλεται και μαζί του αναπνέει και το εγχειρίδιο. Ο Βενιζέλος καταγράφει και συστηματοποιεί την εξωστρεφή πια φύση του συνταγματικού κανόνα και την αλληλεπίδραση των εννόμων τάξεων, όπως και το δυναμικό ρόλο της νομολογίας. Υπερασπίζεται την πολλαπλότητα των ερμηνειών στο δρόμο για την ορθή νομική απάντηση, αλλά τονίζει, επίσης, τη σημασία της αιτιολογίας. Το δίκαιο, για τον συγγραφέα, δεν είναι έρμαιο μιας αυθαίρετης βούλησης, ούτε, όμως, το απόσταγμα ενός σοφού και αντικειμενικού Λόγου. Το νόημα του Συντάγματος μοιάζει να βρίσκεται στο διάλογο ανάμεσα στο πραγματικό (με τις δεσμεύσεις του) και τις αξίες που θεμελιώνουν τους κανόνες.

Στην καλαίσθητη νέα έκδοση, η διδασκαλία του συνταγματικού δικαίου στη χώρα μας βρίσκει το σύγχρονο σημείο αναφοράς της. Το ίδιο και η μάθηση, η εμπέδωση και η μετάδοση της γνώσης στο υποκείμενο, ώστε αυτό να μεταβληθεί και να εξελιχθεί γνωστικά, να καλλιεργήσει την αγάπη του στον επιστημονικό του εαυτό. Το βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου έρχεται να αναζωογονήσει και να εκπληρώσει τον ευγενή σκοπό που υπόσχεται στον τίτλο του, να παραδώσει δηλαδή σε όλους μας, με την πιο υψηλή μέθοδο, «Μαθήματα» Συνταγματικού Δικαίου.